του Γιάννη Ζαννή
Όταν η Πόλη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204, εκτός από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που ήταν και το πραγματικό διάδοχο σχήμα της αυτοκρατορίας) και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, ένα ακόμα ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε στην περιοχή του Πόντου.
Ένα μικρό βασίλειο, που ήταν και το τελευταίο προπύργιο της Ρωμιοσύνης, που είχε διάρκεια ζωής πάνω από 200 χρόνια και άντεξε άλλα οκτώ χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς. Το βασίλειο αυτό έμεινε γνωστό ως αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και οι αυτοκράτορές της ως Μεγάλοι Κομνηνοί.
Λίγο πριν την πτώση της Πόλης στους Φράγκους, οι τελευταίοι απόγονοι του Ανδρόνικου Κομνηνού Αλέξιος και Δαυΐδ, με την στήριξη της θείας τους Θάμαρ, βασίλισσας της Γεωργίας, κατέλαβαν την ακτογραμμή του Πόντου και μέρος της Παφλαγονίας, με δυτικό σύνορο την Ηράκλεια και ίδρυσαν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στο οποίο περιλαμβανόταν και η Περατεία, στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου της Κριμαίας.
Η κατάληψη της Σινώπης από τους Σελτζούκους απέκοψε εδαφικά το βασίλειο από τον υπόλοιπο ελληνισμό και από τον αγώνα της ανακατάληψης της Πόλης. Οι βασιλείς του Πόντου συνέχιζαν να φέρουν τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων και μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, ώσπου το 1282 ήλθαν σε συμφωνία με τους Παλαιολόγους και κράτησαν για τον εαυτό τους τον τίτλο : «Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβηρίας και Περατείας». Ωστόσο οι Πόντιοι βασιλείς διατήρησαν ολοζώντανη την πολιτική παράδοση που κόμιζαν.
Η περίοδος της μεγάλης ακμής για την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας υπήρξε ο 14ος αιώνας, τα χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού, ο οποίος θεωρείται ο μεγαλύτερος από τους αυτοκράτορες του Πόντου. Η γεωστρατηγική θέση της αυτοκρατορίας την καθιστούσε κόμβο στον δρόμο του μεταξιού, γεγονός που την οδήγησε σε μεγάλη οικονομική ευμάρεια.
Ο Αλέξιος επιπλέον υπήρξε προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, καθιστώντας την πρωτεύουσά του σημαντικότατο κέντρο της Παιδείας, των τεχνών και του εμπορίου Ήταν επιπλέον ευσεβής ηγεμόνας, ιδρυτής και ευεργέτης Ιερών Μονών, τόσο εντός της αυτοκρατορίας όσο και έξω από τα όριά της, ιδιαίτερα μάλιστα την Ι. Μ. Διονυσίου του Αγίου Όρους, χορηγώντας μεγάλα χρηματικά ποσά στον κτήτορά της όσιο Διονύσιο.
Την ακμή αυτή ωστόσο, δεν άργησε να την διαδεχθεί η παρακμή, όπως συνήθως συμβαίνει και θα συνεχίσει να συμβαίνει στην Ιστορία, «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις τῶν ἀνθρώπων ᾖ,» κατά τον θουκυδίδειο λόγο.
Από το 1324 ένα νέο τουρκικό φύλλο εμφανίζεται στην Ανατολική Μ. Ασία: Οι Οθωμανοί, που γρήγορα θα εκτοπίσουν τους Σελτζούκους και θα εξαπλώσουν την κυριαρχία τους σε όλη τη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική, κατακτώντας εν τέλει και την ίδια την Κωνσταντινούπολη το 1453.
Η παρακμή άρχισε τον 15ο αιώνα, όταν τα μέλη της δυναστείας εξετράπησαν σε εμφύλιες συγκρούσεις, που κόπασαν πολύ αργά, όταν το θλιβερό άγγελμα της Άλωσης έφτασε και στον Πόντο, προξενώντας μεγάλο πόνο στους Ρωμιούς, όπως αποτυπώνεται υπέροχα στη δημοτική ποίηση του Πόντου και στο ποίημα του Καβάφη με τον τίτλο «Πάρθεν»:
« Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλιν έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Και ο πόνος εκείνος, συνοδευόταν και από την αγωνία για το μέλλον του ίδιου του βασιλείου τους. Ήταν η εποχή που κανένας δεν φαινόταν ικανός να ανασχέσει την ορμή των Οθωμανών. Η σειρά της Τραπεζούντας δεν θα αργούσε να έρθει. Και πράγματι ήρθε το 1461, όταν στον θρόνο βρισκόταν ο αυτοκράτορας Δαυΐδ ο Μέγας Κομνηνός.
Ο Δαυΐδ Μέγας Κομνηνός ήταν ο τρίτος γιος του αυτοκράτορα Αλεξίου Δ΄ και της Θεοδώρας Καντακουζηνής. Όταν ανήλθε στον θρόνο ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης Δ΄, ο Δαυΐδ έλαβε τον τίτλο του δεσπότη και συμβασιλέως.
Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε διαπραγματεύσεις με την Γένοβα, ενώ το 1458 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, που πλέον βρισκόταν στα χέρια των Οθωμανών, και επικύρωσε προηγούμενη συνθήκη ειρήνης με τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή.
Το 1460 διαδέχθηκε τον αδελφό του στον θρόνο της Τραπεζούντας. Τα σύννεφα της οθωμανικής απειλής ήταν πλέον πυκνά πάνω από τον Πόντο. Ο Δαυΐδ προσπάθησε να δημιουργήσει μια διευρυμένη συμμαχία κατά των Οθωμανών, που προέλαυναν ασυγκράτητοι προς κάθε κατεύθυνση.
Για τον σκοπό αυτό προσέγγισε κάποιους Ευρωπαίους ηγεμόνες και τον ίδιο τον πάπα Πίο τον Β΄. Οι διπλωματικές επαφές δεν έφεραν αποτέλεσμα. Ο Δυτικοί δεν μπορούσαν, ή δεν ήθελαν να βοηθήσουν. Το πιθανότερο είναι ότι συνέβαιναν και τα δύο.
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια