Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
Κοντά στον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι, απέναντι από την Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην οδό Άρεως 14, υπήρχε ένας μικρός αύλειος χώρος, με τα ερείπια κάποιου παλιού κτίσματος, για πολλά χρόνια.
Ήταν το ναΰδριο του Αγίου Προφήτου Ελισαίου, ο μοναδικός ναός στη μνήμη του σε όλη την Αθήνα. Ο ναΐσκος εκείνος ανήκε σε μια παλιά οικογένεια των Αθηνών, την οικογένεια Χωματιανού-Λογοθέτη. Είχε κτιστεί μέσα στον κήπο του αρχοντικού τους προς τα μέσα του 17ου αιώνα. Ο ναός ήταν ιδιωτικός, προσβάσιμος όμως σε κάθε πιστό που ήθελε να εκκλησιαστεί.
Περί τα τέλη του 1943 με αρχές του 1944, ο τελευταίος ιδιοκτήτης του χώρου, επειδή φοβήθηκε επέμβαση της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, διότι ο ναός ήταν του 17ου αιώνα, τον κατεδάφισε, με σκοπό να κάνει άλλη χρήση του οικοπέδου. Ωστόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα ο ιδιοκτήτης εκείνος πέθανε. Στην αυλίτσα παρέμειναν τα θεμέλια και ένα τμήμα από τον νότιο τοίχο του ναού.
Από περιγραφές και σχέδια περιηγητών του 19ου αιώνα, έχει διασωθεί μια εικόνα του ναού του Αγίου Ελισσαίου. Ήταν ένα μικρό εκκλησάκι, του οποίου η χωρητικότητα δεν πρέπει να υπερέβαινε τα πενήντα, το πολύ εξήντα άτομα.. Ήταν μια απλή μονόκλιτη βασιλική, με ξύλινη στέγη. Στην λιτή του τοιχοποιΐα ήταν εντοιχισμένα ανάγλυφα της βυζαντινής αλλά και της προβυζαντινής περιόδου, ενώ διέθετε μια αξιόλογη ζωγραφική διακόσμηση. Το 1921 οι παλιές εκείνες αγιογραφίες καταστράφηκαν και αντικαταστάθηκαν από άλλες, λιγότερο ποιοτικές αισθητικά.
Κατά την περίοδο από την Αντιβασιλεία του Όθωνα ως τις αρχές του 20ου αιώνα, κυριαρχούσε στο επίσημο κράτος ένα έντονα αντιπαραδοσιακό κλίμα. Η βυζαντινή μας κληρονομιά ήταν σχεδόν υπό ημιεπίσημο διωγμό (τρόπος του λέγειν) μέχρι που χρειάστηκε να ανασκευαστούν τα ιδεολογήματα του Φαλμεράγιερ και ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος να αναδείξει την συνέχεια του έθνους μας κατά την βυζαντινή περίοδο. Τα περισσότερα μοναστήρια είχαν διαλυθεί από τους Βαυαρούς και τους εδώ αμύντορες της πολιτικής τους. Οι αγρυπνίες ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο στα εκκλησιαστικά δρώμενα, ενώ σε πολλούς μεγάλους ναούς είχε εισαχθεί η τετραφωνία στη θέση της παραδοσιακής βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής.
Ο ναΐσκος εκείνος του Αγίου Ελισσαίου, ήταν ίσως ο μοναδικός φάρος της γνήσιας εκκλησιαστικής μας παραδόσεως. Εκεί ετελούντο και αγρυπνίες, και ψαλλόταν μόνο το βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος. Και επιπλέον είχε γίνει πόλος έλξης, όχι μόνο για τους απλούς πιστούς, αλλά για πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, είναι κάποιοι από τους λογοτέχνες μας που συνήθιζαν να επισκέπτονται τον Άγιο Ελισσαίο. Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως είχε επίσης ιερουργήσει στο εκκλησάκι αυτό.
Αλλά εκείνοι που ασφαλώς συνδέθηκαν άρρηκτα με το ναΰδριο της οδού Άρεως, ήταν ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς, μόνιμος σχεδόν ιερουργός των αγρυπνιών, και οι δύο Αλέξανδροι, ο Παπαδιαμάντης κι ο ξάδελφός του Μωραϊτίδης, άριστοι γνώστες του βυζαντινού μέλος, που ήταν οι ψάλτες του παπα Νικόλα στις αγρυπνίες.
Κατά την περίοδο εκείνη, μεταξύ των ετών 1905-1907, υπηρετούσε στον στρατό ένας άλλος μεγάλος Άγιος των ημερών μας, ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος. Και, υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία, συγχρόνως φοιτούσε στην Βυζαντινή Μουσική Σχολή «Ιωάννης ο Δαμασκηνός». Όπως ο ίδιος διηγείται, σε μαρτυρία του που έχει καταγραφεί στο περιοδικό «Κιβωτός» τον Φεβρουάριο του 1953, κάποιος συντοπίτης του τού συνέστησε να παρευρεθεί σε αγρυπνία στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου. Του είπε ότι οι αγρυπνίες ήταν κατανυκτικές και οι ψάλτες, που ήταν ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίδης, ο Τσώκλης και άλλοι, έψαλλαν σε βυζαντινό μέλος. Προσέθεσε δε ότι θα μάθαινε κοντά τους και πολλά χρήσιμα πράγματα για την ψαλτική.
Πράγματι, λέει ο όσιος Γέροντας, πήγε σε μία αγρυπνία, σαγηνεύθηκε τόσο πολύ, ώστε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, «…συχνάκις καθ’ ὅλην τὴν ἑβδομάδα εἶχον εἰς τὸν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθῃ ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν· καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον…».
Ο Όσιος Γέροντας θυμάται νοσταλγικά το κατανυκτικό ψάλσιμο των δυό εξαδέλφων, οι οποίοι, όπως υπογραμμίζει, έψαλλαν «ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλὰ ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὰ φόβον καὶ τρόμον: ‘’Ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῶ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ’’.».
Ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης, λέει ο Γέροντας, έψαλλαν με τόση προσοχή και ταπείνωση, με τόση κατάνυξη και συντριβή καρδίας, που νόμιζες ότι στέκονταν μπροστά στον πανταχού παρόντα, τον Παντοδύναμο και Παντοκράτορα Θεό. Και τότε, και χωρίς να το επιδίωκε κανείς, ο νους του ελκυόταν σαν από μαγνήτη στην ψαλμωδία τους, έστρεφε εκεί την προσοχή του, αισθανόταν τα όσα διαδραματίζονταν, «ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός…».