Από τον ΣΩΤΗΡΗ ΛΕΤΣΙΟ*
Με μεγάλη ανυπομονησία και χαρά ανέμεναν στα μέρη του Πόντου μεγάλοι και μικροί την έλευση των εορτών του Δωδεκαημέρου, προκειμένου να διακόψουν έστω και προσωρινά τον μόχθο της επιβίωσης και ν’ αφήσουν τις ψυχές τους να ευφρανθούν με αφορμή τη Γέννηση του Θεανθρώπου. Με το πνεύμα των άγιων τούτων ημερών και πάλι να μας κατακλύζει, επιστρέφουμε νοερά σε εκείνους τους αλησμόνητους τόπους, όπου μεγαλούργησε σε όλα τα επίπεδα ο ελληνισμός του Πόντου, αφήνοντας σε όλους εμάς πολύτιμη κληρονομιά τα έργα του.
Οι Ελληνες του Πόντου αποκαλούσαν το σύνολο των εορτών από τα Χριστούγεννα έως τα Θεοφάνια «Καλαντόφωτα». Από την ξενιτιά έφταναν στα τέλη του Δεκεμβρίου όσοι είχαν στήσει το βιος τους σε άλλα, πιο εύπορα από την πατρίδα τους μέρη, προκειμένου να περάσουν τις γιορτές μαζί με τους συγγενείς τους. Ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν οι νοικοκυρές όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για τον ευπρεπισμό των σπιτιών και τη διακόσμηση με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Συγχρόνως πολλές οικογένειες φρόντιζαν στο διάστημα από την παραμονή των Χριστουγέννων έως και λίγες ημέρες μετά τα Φώτα να τελούν γάμους, βαφτίσια και αρραβώνες, που είχαν προγραμματίσει από τους προηγούμενους μήνες. Το απόγευμα της 24ης Δεκεμβρίου οι ομάδες των παιδιών -σαν ένα χαρούμενο μελίσσι- έπαιρναν σβάρνα όλες τις γειτονιές και τραγουδούσαν τα κάλαντα. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές και οι γυναίκες των σπιτιών γέμιζαν τις χούφτες των παιδιών με κάθε λογής δώρα. Οι αυλές και τα σοκάκια πλημμύριζαν από τους παρακάτω στίχους και το χαμόγελο άνθιζε στα χείλη: «Χριστός ’γεννέθεν χαράν ’ς σον κόσμον/ χα καλή ώρα/ καλή σ’ ημέρα/ Χα καλόν παιδίν οψέ ’γεννέθεν, οψέ ’γεννέθεν, ουρανοστάθεν/ Τον εγέννεσεν η Παναγία, τον ενέστεσεν (Αϊ Παρθένος – δις)/ Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν κι εκατήβεν’ς σο σταυροδρόμιν/ Ερπαξαν Ατον οι χίλ’ Εβραίοι, οι χίλ’ Εβραίοι και μύριοι Εβραίοι/ Ας ακρεντικά κι ας σην καρδίαν αίμαν έσταξεν, χολή κ’ εφ’ανθεν/ Ούμπαν έσταξεν, και μύρος έτον, μύρος έτον και μυρωδία/ Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν, για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα/ Συ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα/ Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρα και θημίζ’νε τον νοικοκύρην/ Νοικοκύρη μ’ και βασιλέα/ Δέβα ’ς σο ταρέζ’ κι έλα ’ς σην πόρταν/ δος μας ούβας και λεφτοκάρα/ Κι αν αν’εις μας, χαράν’ς σην πόρτα σ’». Ετσι τέλειωναν το τραγούδι και στη συνέχεια εύχονταν στους νοικοκύρηδες «καλά Χριστούγεννα, εις έτη πολλά και πάντα και του χρόνου»!
Πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος όλα τα μέλη των οικογενειών, φορώντας τα καινούργια και καθαρά τους ρούχα κινούσαν, για τις εκκλησίες. Προκειμένου να σιγουρευτούν ότι δεν θα τους πλάκωνε το πάπλωμα και δεν θα έχαναν τη θεία λειτουργία, ανέθεταν ήδη από την προηγούμενη ημέρα στον νυχτοφύλακα να περνάει από σπίτι σε σπίτι και να τους ξυπνά χτυπώντας με το ραβδί τις θύρες των σπιτιών. Οταν επέστρεφαν, κάθονταν όλοι γύρω από το εορταστικό τραπέζι, ενώ οι φλόγες από το τζάκι έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμη πιο χαρούμενη. Σύμφωνα με την ποντιακή παράδοση, τοποθετούσαν στο τζάκι ένα είδος ξύλου, το οποίον ονόμαζαν «Χριστό κουρ’». Η ιδιαιτερότητα αυτού του ξύλου είχε να κάνει με το ότι σε κάποιες περιπτώσεις αυτό προερχόταν από μηλιές, ενώ σε άλλες αυτό προερχόταν από αχλαδιές. Φρόντιζαν επίσης το εν λόγω ξύλο να να είναι αναμμένο από την παραμονή έως και τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων. Ευφάνταστος ήταν και ο στολισμός του σπιτιού. Στο εικονοστάσι έβαζαν σταυρωτά κλαδιά κομμένα από τις φουντουκιές αλλά και από τις καρυδιές. Το δε χριστουγεννιάτικο δέντρο προερχόταν είτε από πεύκο είτε από έλατο. Στα κλαριά του κρεμόντουσαν μεταξύ άλλων φρέσκοι καρποί, κλαδάκια ελιάς αλλά και φουντούκια. Ή αλλιώς λεφτοκάρι, όπως τα αποκαλούσαν στην ποντιακή διάλεκτο.
Παρόμοιες προετοιμασίες και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την Κάλανταρτς, όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν η γιορτή αυτή στην ποντιακή γλώσσα. Η πιτσιρικαρία έπαιρνε και πάλι τους δρόμους και σε κάθε γωνιά πόλεων και χωριών του Πόντου αντιλαλούσαν τα κάλαντα των ημερών, από τα οποία παρουσιάζουμε το εξής απόσπασμα: «Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου/ Πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου/ Αρχή μήλον έν’ κι αρχήν κυδών εν’/ Κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον/ Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν/ Για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα–καλέ μ’ αφέντα/ Ερθαν καλά παιδία’ς σην πόρταν–και ξαν’ς σην πόρτα σ’/ Αψον το κερί/ σ’ κι έλα΄ς σην πόρτα σ’/ Χα μηλόπα, χα ξερά τζιρόπα-ξερά τζιρόπα/ Χα ξερά, μαύρα κοκκυμέλοπα-κοκκυμέλοπα».
*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”