Κυνικά, με όρους πολιτικής ισχύος, η Εκκλησία είναι λόμπι. Μπορεί να βασίζει την επιρροή της σε προνεωτερικό υπόβαθρο. Μπορεί να αντλεί την ισχύ της από την αιωνιότητα, επιχειρεί όμως να τη διοχετεύσει στο χοϊκό πολιτικό παρόν.
Με αυτά τα κριτήρια, του υπαρκτού πολιτικού ανταγωνισμού, η ακαταμάχητη ρομφαία της Εκκλησίας είναι μύθος. Σε όλα τα μέτωπα που έχει επιλέξει τα τελευταία 40 χρόνια, έχει χάσει.
Δεν κατάφερε να αποτρέψει την πρώτη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 -όταν επέλεξε να πολεμήσει τον πολιτικό γάμο.
Απέτυχε θεαματικά να επιβληθεί στην πολιτεία στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Ακόμη και στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, που μνημονεύεται ακόμη ως η μεγάλη της νίκη, αποδείχθηκε διαχρονικά ανίκανη να εκμεταλλευτεί τα περιουσιακά δικαιώματα που περφρούρησε (βλέπε τη στοιχειωμένη επένδυση στο Σχιστό).
Το κλισέ “μην τα βάζεις με την Εκκλησία γιατί θα χάσεις, επιζεί σε πείσμα των αλυσιδωτών αποτυχιών ενός οργανισμού που τρέφει μαξιμαλιστικές αξιώσεις αντιστρόφως ανάλογες της “κοσμικής” του επιδραστικότητας.
Ο κόσμος είναι αλλού. Προ πολλού.
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Καθημερινή της Κυριακής”