Ξακουστή σε όλο τον κόσμο για τον μεγάλο αριθμό εκκλησιών που διαθέτει είναι η Νάξος. Οι περιηγητές του γραφικού αυτού νησιού των Κυκλάδων έχουν την ευκαιρία κατά την περίοδο των θερινών μηνών να ανακαλύψουν στον διάβα τους εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κομψότητας ναούς και ιερές μονές, που ανήκουν στην περίοδο του Βυζαντίου και αναδεικνύουν την εξελικτική πορεία του τοπικού πολιτισμού.
Παναγία Δροσιανή
Μια από τις εκκλησίες που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των Ελλήνων επισκεπτών αλλά και των ξένων τουριστών είναι η Παναγία Δροσιανή. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες εκκλησίες της Νάξου.
Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους ο τελευταίος Φράγκος Δούκας της Νάξου και Αιγαίου Πελάγους Ιωάννης Δ΄ Κρίσπης -με έγγραφο που εξέδωσε το 1555- εκχώρησε το μοναστήρι στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Εχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις σχετικά με την ονομασία του ναού. Μάλλον επικρατέστερη θα πρέπει να θεωρείται η εξής:
Η Παναγία έδωσε την ευλογία της σε εκείνη την περιοχή του νησιού με αποτέλεσμα να γεμίσει αυτή με πολλά νερά. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επικρατεί από τότε μεγάλη δροσιά και έτσι να καταγραφεί στις συνειδήσεις όλων η πεποίθηση πως ο τόπος είναι ευεργετημένος.
Ο ναός διαθέτει τρίκογχο κωνικό δώμα με τρούλο και τρία μονόχωρα παρεκκλήσια με τρούλους στη βόρεια πλευρά. Μερικές από τις τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί, χρονολογούνται στον 6ο αιώνα και θεωρούνται από πολλούς μελετητές οι παλαιότερες των Βαλκανίων, ενώ οι υπόλοιπες ανήκουν στην περίοδο από τον 11ο έως τον 14ο αιώνα.
Χαρακτηριστικό σημείο εντός του ναού είναι οι δύο Παντοκράτορες στον τρούλο, γεγονός που αποδίδεται σε μια προσπάθεια καταπολέμησης του μονοφυσιτισμού: Οι δύο μορφές απεικονίζουν η μία την ανθρώπινη και η άλλη τη θεία φύση του Χριστού. Το νεότερο τμήμα του Μοναστηριού χωρίζεται σε δύο τμήματα και μπροστά από την εικόνα της Παναγίας υπάρχει στο πάτωμα μια τεράστια κυκλική πλάκα από μάρμαρο.
Παναγία Πρωτόθρονος
Η Παναγία Πρωτόθρονος βρίσκεται στο Χαλκί, στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Η εκκλησία αυτή κτίστηκε στην παλαιοχριστιανική εποχή και από την περίοδο εκείνη ήταν συνεχώς σε λειτουργία. Αρχικά οικοδομήθηκε με την μορφή τρίκλιτης και ξυλόστεγης βασιλικής, από την οποία διατηρείται έως και σήμερα η κόγχη του ιερού με το σύνθρονο και τον επισκοπικό θρόνο.
Κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο, πιθανόν μετά το 1052, σύμφωνα με τα όσα αναγράφονται σε μια επιγραφή που έχει διασωθεί, ανακαινίστηκε από τους κτήτορες του ναού: τον Επίσκοπο Λέοντα και τους αξιωματούχους Νικήτα (Πρωτοσπαθάριο και Τουρμάρχη Ναξίας) και τον κόμητα Στέφανο Καμηλάρη.
Την περίοδο εκείνη μετατράπηκε σε σταυροειδή εγγεγραμμένο τρουλαίο ναό μεταβατικού τύπου με ημικυλινδρικές καμάρες. Την ίδια εποχή προστέθηκε στα δυτικά τρουλαίος νάρθηκας με αμφίπλευρα καμαροσκεπή παρεκκλήσια.
Στο εσωτερικό της σώζονται πέντε στρώματα τοιχογραφιών: Αυτές που ανήκουν στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, οι ανεικονικές του 9ου αιώνα, του 10ου, 11ου, και εκείνες του 13ου αιώνα.
Ο ιδιαίτερος διάκοσμος της Αγίας Κυριακής Απείρανθου
Βόρεια του οικισμού της Απειράνθου βρίσκεται ο ναός της Αγίας Κυριακής. Πρόκειται για μονόχωρο τρουλαίο ναό, με παρεκκλήσιο στη νότια πλευρά και νάρθηκα στην δυτική. Ο ναός είναι εξαιρετικά σημαντικός καθώς διατηρεί τον ζωγραφικό ανεικονικό του διάκοσμο σχεδόν ακέραιο, με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα και μοναδικές παραστάσεις πτηνών.
Με βάση εικονογραφικά κριτήρια χρονολογείται μάλλον στην εποχή του Αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842). Διασώζεται, επίσης, μία μεταγενέστερη εικονιστική φάση τοιχογραφιών του 13ου αιώνα όπως είναι π.χ η παράσταση της Δεήσεως στο παρεκκλήσιο, ενώ στην ίδια εποχή χρονολογείται και το κτιστό τέμπλο.
Ο ναός αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα, κυρίως λόγω της εισροής υδάτων από τη στέγη, τα οποία είχαν προξενήσει σοβαρές φθορές στις τοιχογραφίες αλλά και στη στατική επάρκεια του μνημείου. Το 2013 ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασης του ναού.
Και το 2018 ως αναγνώριση του υποδειγματικού έργου αποκατάστασης που είχε συντελεστεί, ο ναός-μνημείο βραβεύτηκε από την EUROPA NOSTRA.
Οι σπάνιες τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου
Κοντά στο χωριό Μέλανες, έναν από τους αρχαιότερους οικισμούς της Νάξου, βρίσκεται ο Ναός του Αγίου Γεωργίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός -σύμφωνα με τα στοιχεία που ήρθαν στο φως από τις εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες- ότι ο ναός αυτός κτίστηκε πιθανώς τον 12ο αιώνα πάνω στα ερείπια λουτρών της ρωμαϊκής περιόδου κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ ή τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Μετά τις εργασίες καθαρισμού αποκαλύφθηκαν εξαιρετικές τοιχογραφίες τόσο της ρωμαϊκής όσο και της βυζαντινής περιόδου. Το μνημείο φωτίζει την εποχή της ύστερης αρχαιότητας στη Νάξο και ενώνει με μια θαυμάσια συνέχεια τον αρχαίο και τον βυζαντινό κόσμο.
Η επιγραφή στο εντοιχισμένο επιστύλιο του ναού τοποθετήθηκε το 1896 από τον Μιχαήλ Ι. Μαρκόπολι, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε στο Σύνταγμα των επιγραφών της Νάξου (1903).
Η τρίκλιτη Βασιλική του Αγίου Ισιδώρου
Στην τοποθεσία Ράχη, στην περιοχή Μονοίτσια, όσοι περδιαβαίνουν το νησί θα έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν στο δρόμο τους την τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Ισιδώρου.
Σε κείμενό της η αρχαιολόγος κ. Ειρήνη Βασιλάκη έχει σημειώσει μεταξύ άλλων ότι ο εν λόγω ναός πιθανολογείται ότι ανεγέρθη κατά τον 6ο αιώνα με 7ο αιώνα. Εκτιμάται ότι η βασιλική ήταν κατά το παρελθόν μάλλον ξυλόστεγη ή θολοσκεπής. Το μνημείο έχει μεγάλο ύψος και οι διαστάσεις του είναι εντυπωσιακές.
Η σημερινή του μορφή είναι απόρροια των συνεχών αναστηλωτικών επεμβάσεων, οι οποίες σημειώθηκαν τα μεταγενέστερα χρόνια.
Στο εσωτερικό του δεν έχουν εντοπιστεί λείψανα ζωγραφικού διακόσμου, ωστόσο έχει διασωθεί μαρμαρόγλυφο θωράκιο του 6ου αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται να ξεκινήσουν το προσεχές διάστημα αναστηλωτικές εργασίες.
Μονή Φωτόδοτη, το αρχαιότερο Καστρομονάστηρο
Όλη τη διάρκεια του χρόνου προσελκύει επισκέπτες η Μονή Φωτοδότη, η οποία κείται βόρεια του οικισμού Δανακός και σε ύψος 500 μέτρων. Αποτελεί το αρχαιότερο καστρομονάστηρο της Νάξου και είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Το μοναστήρι κτίστηκε στα ερείπια παλαιοχριστιανικής τρίκλιτης κιονοστήρικτης βασιλικής του 6ου αιώνα και αποτελείται από δύο ορόφους. Στο ισόγειο βρίσκεται τρίκλιτος ναός με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις μαρμάρινους κίονες και τέμπλο επίσης μαρμάρινο με βυζαντινά γλυπτά και ανάγλυφα.
Οι διάκοσμοι του τέμπλου και των τοιχογραφιών του ναού χρονολογούνται στην περίοδο της Εικονομαχίας, γι’ αυτό και η ανέγερσή του τοποθετείται στον 9ο μ.Χ. αιώνα.
Στο κέντρο του ορόφου πάνω από τον ναό, υπάρχει αίθριο στο οποίο δεσπόζει ο τρούλος της εκκλησίας, ενώ περιμετρικά βρίσκονται το αρχονταρίκι και σε ψηλότερα επίπεδα τα κελιά των μοναχών. Επίσης έχουν διασωθεί οι πολεμίστρες και οι επάλξεις.
Στο μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου λειτουργούσε σχολείο
Στη νότια πλευρά του χωριού Σαγκρί στέκει αγέρωχη στο πέρασμα των αιώνων η Ιερά Μονή του Αγίου Ελευθερίου. Αποτελείται από το καθολικό και από το κυρίως μοναστηριακό διώροφο συγκρότημα. Σε αυτό αρχικά διέμεναν οι μοναχοί, ενώ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτούργησε ως σχολή.
Στους χώρους της μονής λειτούργησε σχολείο κατά τα έτη 1816-1820 με πρωτοβουλία του ηγουμένου Καλλίνικου Βαρβατάκη. Ο ηγούμενος αυτός δημιούργησε μια λειψανοθήκη με λείψανα 13 Αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και περιήρχετο τα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής εκείνης όπως π.χ στην Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη κ.α προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τη λειτουργία του σχολείου αυτού. Μετά από 200 χρόνια -και συγκεκριμένα στις 8 Νοεμβρίου 2015- η λειψανοθήκη επέστρεψε στην Μονή Αγίου Ελευθερίου με θαυμαστό τρόπο.
Στο τέμπλο της μονής διασώζονται οι εικόνες του Αγίου Ελευθερίου, του Παντοκράτορος, του Αγίου Αρτεμίου, καθώς και της Παναγίας Ελεούσας. Το μοναστήρι περιλαμβάνει αποθήκες, κελλιά και μια μεγάλη αίθουσα η οποία που παλαιότερα λειτουργούσε ως αίθουσα διδασκαλίας και βιβλιοθήκη.
Καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις στη Μονή Τιμίου Σταυρού ή στον Πύργο Μπαζαίου
Στον κάμπο της Αγιασσού, έξω από το Σαγκρί βρίσκεται η Μονή Τίμιου Σταυρού ή Πύργος Μπαζαίου. Το όνομα τoυ παρακείμενου χωριού προέρχεται από παραφθορά του Sainte Croix, που είναι η γαλλική ονομασία του Τίμιου Σταυρού.
Το δεύτερο όνομα (πύργος Μπαζαίου), το έλαβε από την οικογένεια στην ιδιοκτησία της οποίας βρίσκεται το οίκημα. Η μονή κτίστηκε περίπου το 1600 και αρχικά στέγασε το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά από τους μοναχούς.
Το 1834 πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους και για πολλά χρόνια στη συνέχεια φιλοξένησε οικογένειες αγγειοπλαστών που ζούσαν και είχαν και τα εργαστήριά τους στο χώρο. Περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα εκποιήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο και αγοράστηκε από την οικογένεια Μπαζαίου, στους απογόνους της οποίας ανήκει έως σήμερα. Ο Πύργος Μπαζαίου έχει αναστηλωθεί και κάθε καλοκαίρι φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Σωτήρης Λέτσιος
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”