Οι τελευταίοι απροσκύνητοι και γενναίοι υπερασπιστές της Πόλης

Οι Κρήτες ήρωες που έδωσαν το παρόν το 1453 στον υπέρ πάντων αγώνα της Ρωμιοσύνης. Στα τείχη της Βασιλεύουσας σφυροκόπησαν ανελέητα τους Οθωμανούς και τους προξένησαν τεράστιες απώλειες

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Την αυγή της Τρίτης 29 Μαΐου του 1453, η Πόλη είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων. Οι εισβολείς επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες του άμαχου πληθυσμού, ενώ όσο κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα το μαύρο μαντάτο, οι δυστυχείς κάτοικοι έτρεχαν να σωθούν, χωρίς να υπάρχει από πουθενά ελπίδα σωτηρίας: Η Πόλις εάλω. Κάθε αντίσταση των Χριστιανών είχε καμφθεί. Τα επί δέκα αιώνες απόρθητα τείχη, που μόνη η εμφάνισή τους αποθάρρυνε τους επίδοξους κατακτητές που είχαν επιχειρήσει στην διάρκεια των αιώνων να την εκπορθήσουν, τα τείχη εκείνα που υπήρξαν ο κυματοθραύστης τουλάχιστον δεκαεπτά πολιορκιών, είχαν παραβιαστεί.

Όχι όμως σε όλο το μήκος τους! Σε τρεις από τους πύργους παρέμεναν κάποιοι πολεμιστές, που συνέχισαν να σφυροκοπούν ανελέητα τους Οθωμανούς, προξενώντας τους τεράστιες απώλειες. Όλες οι λυσσαλέες προσπάθειες των στρατιωτών του Σουλτάνου να τους καταλάβουν, είχαν άδοξο τέλος με εκατόμβες νεκρών και τραυματιών.

Γράφει ο Γεώργιος Σφραντζής (ή Φραντζής) στο Χρονικό του: «Όταν μπήκαν οι Τούρκοι έδιωξαν και τους τελευταίους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα εσωτερικά τείχη της πόλης με μπομπάρδες, με βέλη, με τόξα, με πέτρες και έτσι κατέλαβαν τα πάντα εκτός από τους πύργους που ονομάζονταν του Βασιλείου Λέοντος και του Αλεξίου. Εκεί βρίσκονταν όλοι οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Συνέχισαν να πολεμούν με γενναιότητα ως την έκτη ή έβδομη απογευματινή ώρα και εξόντωσαν πολλούς Τούρκους. Ακόμα κι όταν είδαν τελικά το πλήθος των εχθρών και διαπίστωσαν ότι όλη η Πόλη είχε παραδοθεί στα χέρια τους, ακόμα και τότε αρνήθηκαν να παραδοθούν και έλεγαν ότι προτιμούν τον θάνατο από την ζωή. Κάποιος Τούρκος πληροφόρησε σχετικά τον αμηρά (σ.σ. έτσι αποκαλούν συνήθως οι Βυζαντινοί χρονογράφοι τον Σουλτάνο. Πιθανόν πρόκειται για παραφθορά της λέξεως εμίρης) γι’ αυτούς και για την παλληκαριά τους. Ο σουλτάνος διέταξε να τους αφήσουν να φύγουν ειρηνικά και να αφεθούν ελεύθεροι αυτοί και τα πλοία τους και να πάρουν μαζί και τα εφόδιά τους. Ακόμη όμως και μ’ αυτούς τους όρους, τους έπεισαν με μεγάλη δυσκολία να εγκαταλείψουν τους πύργους των οποίων αμύνονταν».

Ποιοι ήταν αυτοί οι γενναίοι μαχητές, οι μέχρι τέλους απροσκύνητοι, που χωρίς να το γνωρίζουν προμήνυαν την ελπίδα για την ανάσταση του Γένους, την ίδια μέρα που άρχιζε η μακρυά και σκοτεινή νύχτα της δουλείας;

Στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπεδίου ανάμεσα στους άλλους θησαυρούς του γραπτού μας λόγου, υπάρχει κι ένα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο του 1460.

Το χειρόγραφο συντάχτηκε με βάση τη διήγηση ενός από τους Κρήτες πολεμιστές, τους τελευταίους υπερασπιστές της Πόλης. Το όνομα αυτού, Πέτρος Κάρχας, ή Γραμματικός.

Στο χειρόγραφο αυτό της Ι.Μ.Μ. Βατοπεδίου, αναφέρονται τα εξής:…«Και όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Άταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρχοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε: “ότι επειδής -λέγει- ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας…”».

Η διήγηση συμπίπτει απόλυτα με κείνη του Φραντζή. Και στο χειρόγραφο αυτό, εξιστορούνται συνοπτικά όσα συνέβησαν, πριν και μετά.

Όπως διηγείται λοιπόν το χειρόγραφο αυτό, περί τα τέλη του Μαρτίου του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρητικοί εθελοντές ξεκίνησαν από το νησί τους με πέντε καράβια με προορισμό τους την πολιορκούμενη Βασιλεύουσα, που βίωνε την ύστατη αγωνία της χιλιόχρονης ιστορικής της πορείας.

Ο σκοπός τους ήταν να ενισχύσουν με τις δυνάμεις τους την άμυνα της Πόλης. Και ο αριθμός αυτός (1500 άνδρες) δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητος, αν σκεφτεί κανείς ότι ο συνολικός αριθμός που προέκυπτε από την τελευταία απογραφή των μαχίμων ανδρών που έκανε ο αυτοκράτορας λίγες μέρες πριν την τελική επίθεση, δεν ξεπερνούσε τους επτά χιλιάδες άνδρες, εκ των οποίων οι δύο χιλιάδες ήταν οι υπό τον Ιουστινιάνη Γενοβέζοι πολεμιστές που είχαν έρθει από την Χίο.

Η παλληκαριά τους που εντυπωσίασε ακόμα και τον Σουλτάνο, το πλοίο τους που ναυάγησε στο Άγ.Όρος και ο χανιώτικος συρτός που χορεύτηκε για πρώτη φορά

Αρχηγός των Κρητικών ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, που ήταν και ο ιδιοκτήτης των τριών εκ των πέντε πλοίων και κυβερνήτης του ενός. Οι κυβερνήτες των άλλων πλοίων ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από το Ασκύφου των Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία (Χανιά), ο γνωστός με την προσωνυμία Γραμματικός, του οποίου η διήγηση καταγράφηκε στον κώδικα που φυλάσσεται στο Βατοπαίδι. Κυβερνήτης του τέταρτου πλοίου ήταν ο Ανδρέας Μακρής, που ήταν και ο ιδιοκτήτης του, με καταγωγή από το Ρέθυμνο. Και τέλος, το πέμπτο ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα Στειακού, είχε κυβερνήτη τον Παυλή Καματερό από την Κίσσαμο.

Οι Κρητικοί πολεμιστές έφτασαν πριν αρχίσει η τελευταία μεγάλη πολιορκία και επάνδρωσαν τους τρεις από τους εκατόν δώδεκα συνολικά πύργους του Μεγάλου Τείχους, εκείνους που βρίσκονταν στην είσοδο του Κερατίου.

Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Οθωμανών, που προσπαθούσαν να καταβάλουν τους τελευταίους αμύντορες της Βασιλεύουσας, έπεσαν στο κενό όλες. Οι Ρωμιοί της Κρήτης αντιστέκονται κι επιμένουν. Οι Τούρκοι στρατηγοί, εντυπωσιασμένοι από την παλληκαριά των αντιπάλων τους, αναφέρουν τα συμβαίνοντα στον Σουλτάνο τους, που εντυπωσιάζεται κι αυτός. Άλλωστε οι απώλειες που υφίστατο ο στρατός του ήταν δυσανάλογες προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και οι Τούρκοι στρατιώτες θα άρχιζαν να δυσανασχετούν, αφού η προσπάθειά τους εκείνη θα τους καθυστερούσε από την αρπαγή των λαφύρων.

Εξηγούν λοιπόν στους Κρητικούς ότι πλέον δεν έχει νόημα η αντίστασή τους, αφού η Πόλη ολόκληρη είχε καταληφθεί, και τους καλούν να αναχωρήσουν, με την διαβεβαίωση του Μωάμεθ του Πορθητή ότι κανείς δεν θα τους πείραζε και μπορούσαν να φύγουν με όλο τους τον στρατιωτικό εξοπλισμό και τα εφόδια.

Οι ήρωες βλέπουν κι εκείνοι πως πια δεν μπορούσε ν’ αναστραφεί η τραγωδία της Πόλης, πως πράγματι η αντίστασή τους είχε μόνον ηθικό αντίκτυπο. Έτσι, συντεταγμένοι, με το αγέρωχο φρόνημα του μαχητή που δεν μπόρεσαν να καταβάλουν οι υπέρτεροι αριθμητικά εχθροί του, επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Το ένα από τα πλοία ναυάγησε κοντά στο Άγιο Όρος και από κει μάλλον προήλθε το χειρόγραφο που προαναφέρθηκε.

Τα καράβια έφτασαν στην Κρήτη και έφεραν το μαύρο μαντάτο: Η Βασίλισσα των Πόλεων, το κλειδί της Ρωμανίας, είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων.

Ίσως στην παλιννόστηση των τριών Κρητικών πλοίων να βρίσκεται η αφετηρία του θρηνητικού δημώδους ποιήματος «Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης (sic)», που διεκτραγωδεί τη συμφορά όλης της Ρωμιοσύνης:

Θρῆνος, κλαυθμός καί ὀδυρμός καί στεναγμός καί λύπη,
θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ῥωμαίοις.
Ἐχάσασιν τό σπίτιν τους, τήν Πόλην τήν ἁγία,
τό θάρρος καί τό καύχημα καί τήν ἀπαντοχήν τους.
Τίς τό ’πεν; Τίς τό μήνυσε; Πότε ’λθεν τό μαντάτο; (5)
Καράβιν ἐκατέβαινε στά μέρη τῆς Τενέδου
καί κατέργον τό ὑπάντησε, στέκει καί ἀναρωτᾶ το:
«Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καί πόθεν κατεβαίνεις;
«Ἔρκομαι ἀκ τ’ ἀνάθεμα κ’ ἐκ τό βαρύν τό σκότος,
ἀκ τήν ἀστραποχάλαζην, ἀκ τήν ἀνεμοζάλην• (10)
ἀπέ τήν Πόλην ἔρχομαι τήν ἀστραποκαμένην.
Ἐγώ γομάριν δέ βαστῶ, ἀμμέ μαντάτα φέρνω
κακά διά τούς χριστιανούς, πικρά καί δολωμένα.
Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ἤρθασιν, ἐπήρασιν τήν Πόλην,
ἀπώλεσαν τούς χριστιανούς ἐκεῖ καί πανταχόθεν.»

Στην επαρχία των Σφακίων υπάρχει ένα χωριό με το όνομα Καλλικράτης. Είναι χτισμένο σ’ ένα υψόμετρο πάνω από 700 μέτρα. Στην είσοδο του χωριού μια μαρμάρινη πλάκα πληροφορεί τον επισκέπτη ότι το όνομα αυτό οφείλεται στον αρχηγό των χιλίων πεντακοσίων εθελοντών, που ξεκίνησαν εκείνο το πρωινό του Μάρτη του 1453 για την πολιορκημένη Πόλη, για να δώσουν κι εκείνοι το παρόν τους στον υπέρ πάντων αγώνα της Ρωμηοσύνης.

Σαν γύρισαν στην Κρήτη, λέει η παράδοση, χορεύτηκε για πρώτη φορά ο χανιώτικος συρτός που θεωρείται ο κορυφαίος από τους κρητικούς χορούς.

Και τα κεφαλομάντηλα που φορούν οι Κρητικοί, έγιναν από τότε μαύρα και τους προστέθηκαν και τα κρόσια, που συμβολίζουν τα δάκρυα των Κρητικών για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΘΡΥΛΟ

Η ηρωική εκείνη έσχατη αντίσταση των Κρητικών πολεμιστών, των τελευταίων υπερασπιστών της Πόλης, πέρασε στην Ιστορία κι από κει στον θρύλο. Έναν θρύλο που θα κρατούσε κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εκείνων ατέλειωτων αιώνων της δουλείας ζωντανή την πίστη του Γένους πως «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι». Έναν θρύλο που θα ζέσταινε την αποσταμένη ελπίδα της Ρωμηοσύνης με τα λόγια που βάζει ο ποιητής στο στόμα του δάσκαλου-καλόγερου του Κρυφού Σχολειού:

« Μη σκιάζεστε στα σκότη!
Η λευτεριά, σαν της αυγής
το φεγγοβόλο αστέρι,
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει!».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”