Πριν τρία σχεδόν χρόνια δηλαδή, το έτος 2019, διάβασα ένα ενδιαφέρον βιβλίο που αναφερόταν στις σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας μέσα στην ιστορία και έγραψα ένα άρθρο για να το παρουσιάσω.
Το άρθρο αυτό με τίτλο «Ρωσία και Ουκρανία» αναρτήθηκε τότε στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως, από όπου το πήραν και άλλες ιστοσελιδες.
Επειδή το θέμα αυτό στις ημέρες μας είναι πολύ επίκαιρο, λόγω της εισβολής των Ρώσων στην Ουκρανία, το επαναφέρω για να φανούν οι αρνητικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας διά μέσου του χρόνου μέχρι την εποχή μας.
Πάντως, η αντίσταση του Ουκανικού λαού στη Ρωσική εισβολή επιβεβαιώνει την έρευνα που έκανε η συγγραφεύς του βιβλίου αυτού, καθώς επίσης και τα συμπεράσματά της.
Γεγονός είναι ότι η ιστορία του θέματος αυτού αποδεικνύει ότι ο Ουκρανικός λαός από την Τσαρική ακόμη Αυτοκρατορία αγωνιζόταν να διαφυλάξη την εθνική του ταυτότητα και να επιτύχη την ανεξαρτησία του, αλλά δυστυχώς οι προσπάθειες του καταπνίγονταν στο αίμα.
Φυσικά πρέπει να προσευχόμαστε να σταματήσει ο πόλεμος και να αρχίσουν οι ειρηνικές διαπραγματεύσεις για την σταθεροποίηση της ειρήνης, γιατί η συνέχιση του πολέμου είναι μια τραγωδία τόσο από εκκλησιαστικής όσο και ανθρωπιστικής πλευράς.
Και όσοι δεν πείθονται από λογικά επιχειρήματα, ας δούν τα δάκρυα και τον πόνο στα πρόσωπα των μικρών παιδιών, από τα οποία βγαίνει ένα καυτό ερώτημα: «Γιατί ο πόλεμος;».
Και το εκπληκτικότερο είναι ότι ο πόλεμος γίνεται από ορθόδοξο λαό, του οποίου οι ηγέτες προσεύχονται στους Ορθόδοξους Ναούς και έχουν στενή συνεργασία με τους εκκλησιαστικούς τους ηγέτες!!
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια μικρή συμπαράσταση μου στον πονεμένο και πληγωμένο Ουκρανικό λαό, και με αυτόν τον τρόπο εκφράζω τον βαθύτατο πόνο μου, για όσα γίνονται αυτές τις ημέρες στην Ουκρανία.
***
Ρωσία και Ουκρανία
(Τεύχος 280, Νοέμβριος 2019 Κύριο άρθρο: Ρωσία και Ουκρανία )
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Διάβασα με ενδιαφέρον το βιβλίο της Anne Applebaum με τίτλο «Ο κόκκινος λιμός», δηλαδή «κόκκινη πείνα» και υπότιτλο «ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια, Οκτώβριος 2019), σε μετάφραση του Μενέλαου Αστερίου, και είδα άγνωστα σε μένα, αλλά και σε πολλούς άλλους στοιχεία για την σχέση και διαφορά μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και όσα φρικιαστικά γεγονότα έγιναν τα έτη 1931-1933, με την λιμοκτονία του Ουκρανικού λαού.
Η συγγραφεύς του βιβλίου Anne Applebaum ζει στην Πολωνία και είναι καθηγήτρια στο London School of Economics και έχει γράψει και άλλα βιβλία, μεταξύ των οποίων, «Το σιδηρούν παραπέτασμα» και το «Γκουλάγκ», που βραβεύθηκαν.
Στο κείμενό μου αυτό θα σημειώσω τέσσερα συγκεκριμένα σημεία από το ενδιαφέρον αυτό βιβλίο.
Το πρώτον σημείο είναι, ποια είναι η εθνική και πολιτιστική ταυτότητα της Ουκρανίας και πως επιχειρήθηκε ο εκρωσισμός της. Το δεύτερον σημείο είναι οι ουκρανικές επαναστάσεις που έγιναν για την διάσωση της εθνικής ταυτότητας της Ουκρανίας. Το τρίτον σημείο είναι πως οι Ρώσοι κατέστειλαν και κατέστρεψαν αυτό το ουκρανικό εθνικό κίνημα, και κυρίως τα γεγονότα των ετών 1931-1933 που αναφέρονται στην γενοκτονία του Ουκρανικού λαού από τους Ρώσους με την λιμοκτονία. Και αυτά θα παρουσιασθούν περιληπτικά. Στο τέλος θα καταγραφούν και μερικές διαπιστώσεις.
1. Ο εκρωσισμός της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας
Ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου γίνεται λόγος για την ιδιαίτερη εθνική και πολιτιστική ταυτότητα της Ουκρανίας.
«Στο τέλος του μεσαίωνα υπήρχε διακριτή ουκρανική γλώσσα σλαβικής προέλευσης, η οποία συγγένευε τόσο με την πολωνική όσο και με την ρωσική γλώσσα, αλλά και διέφερε από αυτές, ακριβώς όπως η ιταλική γλώσσα συγγενεύει με την ισπανική και την γαλλική γλώσσα, αλλά και διαφέρει από αυτές». Οι Ουκρανοί έχουν δικά τους ήθη και έθιμα, παραδόσεις, δικούς τους ήρωες και θρύλους.
Η Ουκρανία ανήκε στην Ρωσική Αυτοκρατορία από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα, ενώ προηγουμένως τα εδάφη της ανήκαν στην Πολωνία, μάλιστα την Πολωνολιθουανική Ένωση. «Ακόμη νωρίτερα τα ουκρανικά εδάφη ήταν πυρήνας του “βασιλείου των Ρως”». Γράφεται ότι «η Ουκρανία ήταν ένα εξιδανικευμένο, εναλλακτικό έθνος, πιο πρωτόγονο και ταυτοχρόνως πιο αυθεντικό, πιο συναισθηματικό, πιο ποιητικό από ο,τι η Ρωσία». Όμως, κατά περιόδους τόσο οι Πολωνοί όσο και οι Ρώσοι επιδίωκαν «να υπονομεύσουν ή να αρνηθούν την ύπαρξη ουκρανικού έθνους».
Η Τσαρική Αυτοκρατορία επιδίωκε να εκρωσίσει την Ουκρανία. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ στην πρώτη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρύθμιση που έγινε στην Ρωσική Αυτοκρατορία, απέτρεψε να χρησιμοποιοείται στα Σχολεία η ουκρανική γλώσσα με το επιχείρημα ότι δεν είναι γλώσσα, αλλά διάλεκτος. Αυτό, βεβαίως, θα το συνεχίσουν αργότερα και οι Μπολσεβίκοι πράγμα που περιόριζε «την επιρροή του εθνικού κινήματος και οδήγησε στον “αναλφαβητισμό”, αλλά, βέβαια, και στον “εκρωσισμό”».
«Μέχρι την Επανάσταση του 1917 η εργασία στη δημόσια διοίκηση, τα ελεύθερα επαγγέλματα και την επιχειρηματική δραστηριότητα απαιτούσαν παιδεία στη ρωσική γλώσσα και όχι στην ουκρανική. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι οι Ουκρανοί που ήταν πολιτικά, οικονομικά ή πνευματικά φιλόδοξοι έπρεπε να γνωρίζουν τη ρωσική γλώσσα».
Το ρωσικό Κράτος εμπόδιζε κάθε αναβίωση του ουκρανικού εθνικού κινήματος, απέκλειε τις ουκρανικές οργανώσεις από την κοινωνία των πολιτών και από τους κρατικούς θεσμούς. Μάλιστα, ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄ το έτος 1876 «εξέδωσε διάταγμα που έθετε εκτός νόμου ουκρανικά βιβλία και περιοδικά και απαγόρευε τη χρήση της ουκρανικής γλώσσας στα θέατρα, ακόμη και στη μουσική λιμπρέτα», κείμενα όπερας.
Ο ίδιος Τσάρος απηγόρευσε τις νέες εθελοντικές οργανώσεις με ουκρανική ταυτότητα, ενώ αντίθετα επιχορηγούσε φιλορωσικές εφημερίδες και οργανώσεις. Αυτός ο εκρωσισμός των Ουκρανών επεκτεινόταν και στην εκβιομηχάνιση, αφού οι Ρώσοι ενίσχυαν την κατασκευή εργοστασίων στις ουκρανικές πόλεις, από άλλα μέρη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, «το 1917 μόλις το ένα πέμπτο των κατοίκων του Κιέβου μιλούσε ουκρανικά».
Με όλους αυτούς τους τρόπους η Τσαρική Ρωσία, πριν επικρατήσει ο κομμουνισμός στην Ρωσία, προσπαθούσε να αποδομήσει την ουκρανική εθνική παράδοση και ταυτότητα, επιχειρούσε τον εκρωσισμό του ουκρανικού λαού. Φυσικά αυτό δεν γινόταν σε ένα κλίμα απάθειας των Ουκρανών, γι’ αυτό «συχνά ξεσπούσαν αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε Ρώσους και Ουκρανούς εργάτες (στα εργοστάσια στα οποία μιλούνταν η ρωσική γλώσσα), οι οποίες μερικές φορές έπαιρναν “τη μορφή των πιο άγριων μαχαιρωμάτων” και μαζικών βίαιων συγκρούσεων».
2. Οι ουκρανικές επαναστάσεις για την συγκρότηση Κράτους
Όταν κατέρρευσε η Ρωσική Αυτοκρατορία το 1917 και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία το 1918, τότε πολλοί Ουκρανοί σκέφθηκαν να εγκαθιδρύσουν ένα ανεξάρτητο Ουκρανικό Κράτος. Έγιναν διάφορες αιματηρές συγκρούσεις με τους Πολωνούς και τους Ρώσους και τελικά οι πολιτικοί που συγκεντρώθηκαν το 1919 στις Βερσαλίες και χάραξαν τα σύνορα των νέων Κρατών, δηλαδή της Πολωνίας, της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Γιουγκοσλαβίας, δεν συμπεριέλαβαν και την Ουκρανία.
Πάντως, την 1η Απριλίου του έτους 1917 το ουκρανικό εθνικό κίνημα έκανε μεγάλη διαδήλωση με συνθήματα, όπως «ελεύθερη Ουκρανία σε μια ελεύθερη Ρωσία», δηλαδή ζητούσαν αυτονομία. Οι διαδηλωτές, παιδιά, στρατιώτες, εργάτες, μπάντες μουσικές, και αξιωματούχοι κρατούσαν μπλε και κίτρινες σημαίες για την Ουκρανία και κόκκινες σημαίες για τον σοσιαλισμό, και συγχρόνως κρατούσαν πανό με αυτονομιστικά συνθήματα, όπως το πιο πάνω. Πίστευαν ότι με την πτώση του Τσαρισμού οι Μπολσεβίκοι θα βοηθούσαν την συγκρότηση του ουκρανικού Κράτους.
Τότε συγκροτήθηκε το «Κεντρικό Συμβούλιο» που διεκδικούσε να κυβερνήσει την ελεύθερη Ουκρανία. Ιδρύθηκε η Ακαδημία Καλών Τεχνών, που σχεδίασε ένα ουκρανικό οικόσημο, χαρτονομίσματα και γραμματόσημα. Συγκροτήθηκε η ουκρανική Κυβέρνηση. Έγιναν διάφορες Οικουμενικές Διακηρύξεις που κήρυσσαν την «αυτονομία» της Ουκρανίας και τελικά κήρυξαν «την ανεξαρτησία της Εθνικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας» και καλούσαν τον λαό για εκλογές για συντακτική συνέλευση.
Την περίοδο αυτή «η ουκρανική γλώσσα έγινε και πάλι συνώνυμο της οικονομικής και πολιτικής απελευθέρωσης» και η «δημόσια χρήση της μητρικής γλώσσας έγινε επίσης πηγή περηφάνιας». Τυπώθηκαν βιβλία αφιερωμένα στην ουκρανική γλώσσα.
Επίσης, η νέα Ουκρανική Κυβέρνηση είχε μερικές διπλωματικές επιτυχίες, όπως το ότι «μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, στις 26 Ιανουαρίου 1918», ο Υπουργός Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Ουκρανίας «εξασφάλισε την de facto αναγνώριση του Κράτους του από όλες τις κύριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις», μεταξύ των οποίων ήταν η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστροουγγαρία, η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Τουρκία, ακόμα και η Σοβιετική Ρωσία. Επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν διπλωμάτη για να ανοίξει Προξενείο στο Κίεβο.
Όμως, ο Κόκκινος Στρατός σχεδίαζε να καταλάβει την Ουκρανία. Έτσι, «ο Λένιν ενέκρινε την πρώτη σοβιετική επίθεση εναντίον της Ουκρανίας τον Ιανουάριο του 1918 και τον Φεβρουάριο συγκρότησε στο Κίεβο ένα βραχύβιο αντιουκρανικό καθεστώς». Οι Μπολσεβίκοι απεχθάνονταν την ιδέα της ουκρανικής ανεξαρτησίας, διότι την θεωρούσαν ως «νοτιοδυτική Ρωσία», όπως διδάχθηκαν κατά την Ρωσική Τσαρική Αυτοκρατορία.
Ο Στάλιν τον Οκτώβριο του 1917, ως Λαϊκός Επίτροπος υπεύθυνος για τις Εθνότητες στην πρώτη μπολσεβίκικη Κυβέρνηση, είχε για την Ουκρανία δύο άμεσες προτεραιότητες. «Η πρώτη ήταν να υπονομεύσει το Εθνικό Κίνημα, που ήταν σαφώς ο σημαντικότερος αντίπαλος των μπολσεβίκων στην Ουκρανία. Η δεύτερη ήταν να αποκτήσει τον έλεγχο των σιτηρών της Ουκρανίας».
Το σχέδιο ήταν να αποσταθεροποιηθεί η Ουκρανική Κυβέρνηση, πράγμα που έγινε με το πραξικόπημα, και όταν αυτό απέτυχε δημιουργήθηκαν μια «Εναλλακτική» Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ουκρανίας και ύστερα μια «σοβιετική κυβέρνηση» στο Χάρκοβο, μια ρωσόφωνη πόλη. Από την πόλη αυτή ο Κόκκινος Στρατός πέρασε στον Νότο και μαζί με την κατάληψή του εκτελούσαν τους υπόπτους εθνικιστές. Έτσι, οι άνδρες του στρατηγού Μιχαήλ Μουραβιόφ «πυροβολούσαν όποιον άκουαν να μιλά ουκρανικά δημοσίως και κατέστρεψαν τα σημάδια της ουκρανικής εξουσίας, όπως τις ουκρανικές πινακίδες στους δρόμους, οι οποίες είχαν αντικαταστήσει τις ρωσικές μόλις μερικές εβδομάδες νωρίτερα». Έγινε και άλλη εξέγερση των Ουκρανών το έτος 1919 και ακολούθησαν σφαγές εκατέρωθεν.
Επομένως, οι Ουκρανοί όλα αυτά τα χρόνια ήθελαν να διατηρήσουν την ουκρανική εθνική ταυτότητά τους, ενώ πρώτα η Τσαρική Αυτοκρατορία και αργότερα οι Μπολσεβίκοι προσπαθούσαν να εξαφανίσουν την εθνική ταυτότητα των Ουκρανών και να τους εκρωσίσουν.
Όταν οι Μπολσεβίκοι για δεύτερη φορά έφθασαν στο Κίεβο ακολούθησαν την τακτική των Τσάρων. «Απαγόρευσαν τις ουκρανικές εφημερίδες, σταμάτησαν την χρησιμοποίηση της ουκρανικής γλώσσας στα σχολεία και έκλεισαν τα ουκρανικά θέατρα». Προχώρησαν σε συλλήψεις Ουκρανών διανοουμένων, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι ήταν υπέρ της “απόσχισης” της Ουκρανίας».
3. Τα γεγονότα των ετών 1931-1933
Ο κύριος όγκος του βιβλίου περιστρέφεται στην περιγραφή των γεγονότων που συνέβησαν την περίοδο 1931-1933. Η κολλεκτιβοποίηση και η συγκέντρωση των σιτηρών επέφερε μεγάλη πείνα στον λαό. Δεν είναι εύκολο να καταγραφούν εδώ όσα περιγράφονται στο συγκλονιστικό αυτό βιβλίο.
Συγκεκριμένα το βιβλίο «ο κόκκινος λιμός» αναφέρεται στην πολιτική του Στάλιν, ο οποίος «εγκαινίασε την κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας», που θεωρείται μια «δεύτερη ρωσική επανάσταση», η οποία εξανάγκασε «εκατομμύρια αγρότες να αποποιηθούν την γη τους και ενταχθούν σε κολχόζ».
Την περίοδο μεταξύ των ετών 1931-33 στην Σοβιετική Ένωση πέθαναν από πείνα (λιμό) πέντε εκατομμύρια άνθρωποι, από τα οποία πάνω από τρία εκατομμύρια ήταν Ουκρανοί. Έτσι εξηγείται ο τίτλος του βιβλίου «ο κόκκινος λιμός».
Σε πολλά κεφάλαια περιγράφονται όλα τα συνταρακτικά γεγονότα που προήλθαν από τις ενέργειες του Στάλιν, τα οποία η συγγραφεύς βρήκε σε αρχεία και τα παρουσιάζει αναλυτικά.
Όπως σημειώνεται στον Πρόλογο «το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι πιο συγκεκριμένο: Τι συνέβη πραγματικά στην Ουκρανία από το 1917 έως το 1934; Ιδίως τι συνέβη το φθινόπωρο, τον χειμώνα και την άνοιξη του 1932-1933; Ποια αλυσίδα γεγονότων και ποια νοοτροπία οδήγησαν στον λιμό; Ποιος ήταν υπεύθυνος; Πως αυτό το τρομερόν συμβάν εντάσσεται στην ευρύτερη ιστορία της Ουκρανίας και του ουκρανικού εθνικού κινήματος;».
Το κεφάλαιο «Λιμοκτονία: άνοιξη και καλοκαίρι, 1933» καταγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τις συνέπειες της πείνας στον Ουκρανικό λαό, που ήταν οι ασθένειες, οι θάνατοι, τα εγκλήματα, οι διαταραχές στον ψυχισμό των ανθρώπων, η γενική αδιαφορία, τα πτώματα που βρίσκονταν στους δρόμους, οι κανιβαλισμοί.
Πρέπει κανείς να έχει μεγάλη ψυχική δύναμη για να διαβάσει αυτό το κεφάλαιο. Είναι φρικιαστικά όσα συνέβησαν και περιγράφονται ρεαλιστικά.
Ο Πολωνοεβραίος δικηγόρος Ραφαήλ Λέμκιν, ο οποίος επινόησε τον όρο «γενοκτονία», θεωρούσε την Ουκρανία αυτής της περιόδου ως κλασσικό παράδειγμα “γενοκτονίας”». Προσπάθησαν να αφανίσουν έναν ολόκληρο λαό.
Τα κεφάλαια του βιβλίου που αναφέρονται στο θέμα του λιμού-πείνας είναι τα εξής:
«Λιμός και εκεχειρία: η δεκαετία του ’20». «Η διπλή κρίση, 1927-1929». «Κολεκτιβοποίηση: επανάσταση στην ύπαιθρο, 1930». «Εξέγερση, 1930». «Η κολεκτιβοποίηση αποτυγχάνει, 1931-1932». «Αποφάσεις για τον λιμό, 1932: επιτάξεις, μαύρες λίστες και σύνορα». «Αποφάσεις για τον λιμό, 1932: το τέλος της ουκρανοποίησης». «Αποφάσεις για τον λιμό, 1932: οι έρευνες και οι ερευνητές». «Λιμοκτονία»: άνοιξη και καλοκαίρι, 1933». «Τα επακόλουθα του λιμού». «Η συγκάλυψη». «Το χολοντομόρ στην ιστορία και τη μνήμη».
Σε άλλο Κεφάλαιο με τίτλο «Επιβίωση: άνοιξη και καλοκαίρι, 1933» περιγράφεται η προσπάθεια των Ουκρανών να επιβιώσουν.
Συγκλονιστικό είναι και το Κεφάλαιο «Τα επακόλουθα του λιμού».
Δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν εδώ ακόμη και μερικά συγκλονιστικά περιστατικά, από το βιβλίο αυτό.
4. Διαπιστώσεις
Βέβαια, σκοπός του σύντομου αυτού κειμένου μου δεν είναι να παρουσιάσει τα σχετικά με τον λιμό-πείνα αυτής της περιόδου στην Ουκρανία, που προκάλεσε η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά να δείξει πως ταπεινώθηκε ένας λαός που ήθελε την εθνική του ταυτότητα και ανεξαρτησία.
Η συγγραφεύς γράφει: «Όμως το 1991 υλοποιήθηκαν οι χειρότεροι φόβοι του Στάλιν. Η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υπάρχει, εν μέρει ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ουκρανίας να αποσχισθεί. Για πρώτη φορά στην ιστορία δημιουργήθηκε μια κυρίαρχη Ουκρανία, μαζί με μια νέα γενιά Ουκρανών ιστορικών, αρχειοθετών, δημοσιογράφων και εκδοτών» οι οποίοι έφεραν στο φως όλη αυτή την ιστορία της λιμοκτονίας του ουκρανικού λαού τα έτη 1932-1933.
Στον Επίλογο του βιβλίου καταγράφονται μερικές διαπιστώσεις της συγγραφέως. Θα παρατεθούν μερικές από αυτές.
«Ἡ μελέτη τοῦ λιμοῦ βοηθᾶ νά ἐξηγήσουμε τήν σημερινή Οὐκρανία, ἀλλά προσφέρει ἐπίσης ἕναν ἑρμηνευτικό ὁδηγό γιά πλευρές τῆς συμπεριφορᾶς τῆς σημερινῆς Ρωσίας, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἀποτελοῦν μέρος παλαιοτέρων προτύπων. Ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἐπανάστασης οἱ μπολσεβίκοι ἤξεραν ὅτι ἦταν μειοψηφία στήν Οὐκρανία. Γιά νά καθυποτάξουν τήν πλειοψηφία, δέν χρησιμοποίησαν μόνο ἀκραία βία ἀλλά καί κακόβουλες καί ἐπιθετικές μορφές προπαγάνδας. Πρίν ἀπό τόν λιμό εἶχε προηγηθεῖ μιά δεκαετία “φρασεολογίας μίσους”, μέ βάση τήν ὁποία μερικοί χαρακτηρίζονταν “νομιμόφρονες” Σοβιετικοί πολίτες καί κάποιοι ἄλλοι κουλάκοι “ἐχθροί”, προνομιοῦχα τάξη ἡ ὁποία θά ἔπρεπε νά ἀφανιστεῖ γιά νά ἀνοίξει ὁ δρόμος γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ λαοῦ. Αὐτή ἡ ἰδεολογική φρασεολογία δικαιολογοῦσε τή συμπεριφορά τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν πού διευκόλυναν τόν λιμό, τῶν ἀνθρώπων πού ἔπαιρναν τά τρόφιμα ἀπό λιμοκτονοῦσες οἰκογένειες, τῶν ἀστυνομικῶν πού συνελάμβαναν καί σκότωναν συμπολίτες τους. Παρεῖχε ἐπίσης σέ ὅλους αὐτούς ἠθική καί πολιτική αἰτιολόγηση τῶν πράξεών τους. Ἐλάχιστοι ἀπό ἐκείνους πού ὀργάνωσαν τόν λιμό ἔνιωθαν ἔνοχοι γιά τίς πράξεις τους. Ἦταν πεισμένοι ὅτι οἱ θνήσκοντες ἀγρότες ἦταν “ἐχθροί τοῦ λαοῦ”, ἐπικίνδυνοι ἐγκληματίες πού ἔπρεπε νά ἐξαλειφθοῦν στό ὄνομα τῆς προόδου».
Σε άλλο σημείο γράφεται:
«Ὁ ἐκρωσισμός πού ἀκολούθησε τόν λιμό ἄφησε ἐπίσης τά σημάδια του. Ἐπειδή ἡ ΕΣΣΔ κατέστρεψε συστηματικά τήν οὐκρανική κουλτούρα καί μνήμη, πολλοί Ρῶσοι δέν ἀντιμετωπίζουν τήν Οὐκρανία ὡς ξεχωριστό ἔθνος μέ τή δική του ξεχωριστή ἱστορία. Πολλοί Εὐρωπαῖοι μόλις πού γνωρίζουν ἀμυδρά τήν ὕπαρξη τῆς Οὐκρανίας. Τά αἰσθήματα πίστης καί ἀφοσίωσης τῶν ἰδίων τῶν Οὐκρανῶν εἶναι μικτά καί συγκεχυμένα».
Και το βιβλίο τελειώνει με την εξής διαπίστωση:
«Ἡ ἱστορία περικλείει ἐλπίδες καί τραγωδίες. Τελικά ἡ Οὐκρανία δέν καταστράφηκε. Ἡ οὐκρανική γλώσσα δέν ἐξαφανίστηκε. Δέν ἐξαφανίστηκε οὔτε ἡ ἐπιθυμία γιά ἀνεξαρτησία οὔτε ἡ ἐπιθυμία γιά δημοκρατία ἤ γιά μιά πιό δίκαιη κοινωνία ἤ γιά ἕνα οὐκρανικό κράτος πού νά ἐκπροσωπεῖ πραγματικά τούς Οὐκρανούς. Ὅταν αὐτό ἔγινε ἐφικτό, οἱ Οὐκρανοί ἐξέφρασαν τίς ἐπιθυμίες τους. Ὅταν τούς ἐπιτράπηκε νά τό κάνουν τό 1991, ψήφισαν στήν συντριπτική πλειοψηφία τους ὑπέρ τῆς ἀνεξαρτησίας. Ὅπως διακηρύσσει ὁ ἐθνικός ὕμνος, ἡ Οὐκρανία δέν πέθανε.
Τελικά ὁ Στάλιν ἀπέτυχε. Τή δεκαετία τοῦ ’30 ἐξοντώθηκε μιά γενιά Οὐκρανῶν διανοουμένων καί πολιτικῶν, ἀλλά ἡ κληρονομιά τους ἐπιβίωσε. Τή δεκαετία τοῦ ’60 ἀναζωογονήθηκαν οἱ ἐθνικές βλέψεις, συνδεδεμένες, ὅπως στό παρελθόν, μέ τίς βλέψεις γιά ἐλευθερία. Αὐτές οἱ βλέψεις διατηρήθηκαν, ἄν καί χωρίς νά ἐκφράζονται λόγω τῆς καταπίεσης, τίς δεκαετίες τοῦ ’70 καί τοῦ ’80 καί ἐκφράστηκαν ἀνοιχτά τή δεκαετία τοῦ ’90. Μιά νέα γενιά Οὐκρανῶν διανοουμένων καί ἀκτιβιστῶν ἐπανεμφανίστηκε τήν δεκαετία τοῦ 2000.
Ἡ ἱστορία τοῦ λιμοῦ εἶναι τραγωδία χωρίς εὐτυχές τέλος. Ὅμως ἡ ἱστορία τῆς Οὐκρανίας δέν εἶναι τραγωδία. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἐξοντώθηκαν, ἀλλά τό οὐκρανικό ἔθνος διατηρεῖται. Ἡ μνήμη κατεστάλη, ὅμως τώρα οἱ Οὐκρανοί συζητοῦν καί ἀντιπαρατίθενται γιά τό παρελθόν τους. Τά ἀποτελέσματα ἀπογραφῶν τοῦ πληθυσμοῦ καταστράφηκαν, ἀλλά τώρα τά ἀρχεῖα εἶναι προσβάσιμα.
Ὁ λιμός καί τά ἐπακόλουθά του ἄφησαν τρομερά σημάδια. Ὅμως, μολονότι οἱ πληγές παραμένουν, ἑκατομμύρια Οὐκρανοί προσπαθοῦν γιά πρώτη φορά μετά τό 1933 νά τίς ἐπουλώσουν. Ὡς ἔθνος οἱ Οὐκρανοί γνωρίζουν τί συνέβη τόν 20ό αἰώνα, καί αὐτή ἡ γνώση μπορεῖ νά τούς βοηθήσει νά διαμορφώσουν τό μέλλον τους».
Διαβάζοντας κανείς αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο καταλαβαίνει πολύ καλά και την εκκλησιαστική πολιτική του θέματος. Καταλαβαίνει γιατί οι Ουκρανοί μαζί με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους από την Ρωσία το 1917, ανακήρυξαν συγχρόνως και την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας, την αποδέσμευσή της από την Εκκλησία της Μόσχας, και αυτό επαναλήφθηκε και αργότερα το 1923-1925 και το 1942, και το ζητούσαν από το 1991.
Έτσι, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί σε κάθε ανακήρυξη της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία ακολουθούσαν αντιδράσεις από την Εκκλησία της Μόσχας. Ακόμη εξηγείται γιατί μερικοί Ουκρανοί διέκοψαν κάθε εξάρτηση από την Εκκλησία της Μόσχας και προχώρησαν σε αυτοχειροτονίες. Καθώς, επίσης, έτσι καταλαβαίνει κανείς ότι η πολιτική της Μόσχας οδήγησε μια ομάδα Χριστιανών να ζητήσουν προστασία από τον Πάπα και σχηματίσθηκε η Ουνία στην Ουκρανία. Όπως, επίσης, αντιλαμβάνεται πως μπορούν να ερμηνευθούν οι ποικιλότροπες διεισδύσεις των Ρώσων σε άλλα Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, πολύ περισσότερο σε τι αποβλέπει η υπονόμευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Έτσι εξηγείται ότι στις 27-1-2015 με Διάταγμα του Ουκρανικού Κοινοβουλίου η Ρωσία θεωρήθηκε ως «Επιθετικό Κράτος». Γι’ αυτό πολλοί Ουκρανοί θεωρούν ότι εκείνοι που μνημονεύουν τον Πατριάρχη Μόσχας εκλαμβάνονται ως «Εκκλησία του Επιθετικού Κράτους» ή ακόμη ως «Εκκλησία του κατακτητή» ή ως «ξένος» εκκλησιαστικός οργανισμός (Καθηγητής Κυριάκος Κυριαζόπουλος).
Δυστυχώς αλλά συνήθως τα εκκλησιαστικά προβλήματα συνδέονται στενά με τις πολιτικές εξελίξεις, είτε προηγούνται είτε έπονται, και δεν μπορούν να ερμηνευθούν ανεξάρτητα από αυτές.
Πάντως, διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο βλέπει στην Ουκρανία έναν λαό που αναζητούσε από την Τσαρική ακόμη Αυτοκρατορία μέχρι το 1990 να διαφυλάξει την εθνική του ταυτότητα και να επιτύχει την ανεξαρτησία του. Και οι προσπάθειες αυτές καταπνίγονταν στο αίμα. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν λαό που ζητούσε και ζητά την εθνική, πολιτική και εκκλησιαστική ανεξαρτησία του. Μακάρι να το καταλάβουν αυτό μερικοί κοντόφθαλμοι εκκλησιαστικοί και μη παράγοντες.