του Μητροπολίτου Μιλήτου Αποστόλου*
Για να μελετήσει κάποιος το ζήτημα του Οικουμενικού Ελληνισμού και του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρέπει οπωσδήποτε να εκκινήσει από την Ρωμιοσύνη, διότι Ρωμιοσύνη και Μεγάλη Εκκλησία – Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ρωμιοσύνη και Ελληνισμός είναι έννοιες όχι απλώς συγγενείς και συγκλίνουσες αλλά παράλληλες, ομοιόπτωτες και αλληλοπεριχωρούμενες∙ είναι με άλλες λέξεις οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, διότι η μία δεν μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από την άλλη.
Η Ρωμιοσύνη – ας γίνει αυτή η απαραίτητη διευκρίνηση – δεν είναι μια εθνική – εθνοτική κατηγορία η μια φυλετική συνομοταξία, αλλά το πολυσυλλεκτικό και υπερεθνικό εκείνο μέγεθος που προκύπτει από την γόνιμη συνάντηση και την καρπογόνο ανάκραση του ελληνικού πολιτισμού και της ανυπέρβλητης ελληνίδος γλώσσας και φιλοσοφίας με την χριστιανική αποκάλυψη επάνω στο εύφορο έδαφος που είχε καλλιεργηθεί από την ρωμαική νομική και πολιτισμική παράδοση. Η κρατική, αν θέλετε, έκφραση της συνάφειας αυτής είναι η Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία, αυτή που η δυτική ιστοριογραφία – όχι δίχως υποτιμητική διάθεση – ονόμασε Βυζάντιο.
Το ούτως καλούμενο, λοιπόν, Βυζάντιο είναι για την εποχή του η Οικουμένη, όπως άλλωστε φανερώνει η προσθήκη στην φήμη του Αλεξανδρινού προκαθημένου του τίτλου «Κριτής της Οικουμένης» και η οποία ως γνωστόν ανάγεται στις αρχές του ενδεκάτου αιώνος, όταν ο παρεπιδημών στην Βασιλεύουσα, διά τον φόβο του Χαλίφη Αλ Χακίμ, Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος ο Β´ κλήθηκε ως επιδιαιτητής στην διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου του Β´ και του Αυτοκράτορος Βασιλείου του Βουλαγοροκτόνου εξ αιτίας του αλληλέγγυου φόρου. Δεν ενδιαφέρουν στην παρούσα περίσταση οι ιστορικές λεπτομέρειες, το σημαντικό είναι να κρατήσουμε ότι αυτή η διένεξη αφορούσε στους δύο πυλώνες του Βυζαντινού Κράτους, δηλαδή της Οικουμένης, εξ ου και ο σχετικός τίτλος.
Η «Βασιλεία» αφ᾽ ενός και η «Ιερωσύνη» από την άλλη είναι τα δύο θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομείται η όλη πολιτική θεολογία της Ανατολικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, η όλη της ύπαρξη και υπόσταση για να ακριβολογούμε. Είναι εξόχως χαρακτηριστική η αναφορά στο περίφημο έργο της «Εισαγωγής (η Επαναγωγής) του Νόμου» -της νομικής αυτής συλλογής της Μακεδονικής Δυναστείας, που αποδίδεται στον Μ. Φώτιο: «Της πολιτείας εκ μερών και μορίων αναλόγως τω ανθρώπω συνισταμένης, τα μέγιστα και αναγκαιότατα μέρη βασιλεύς εστι και πατριάρχης, διό και η κατά ψυχήν και σώμα των υπηκόων ειρήνη και ευδαιμονία βασιλείας εστί και αρχιερωσύνης εν πάσιν ομοφροσύνη και συμφωνία» .
Τα ανθρώπινα όμως, έρχονται και παρέρχονται, η ιστορία γοργά τρέχει και οι Αυτοκρατορίες όσο κραταιές και θεοφρούρητες και αν είναι, «Κύριος οίδε» το γιατί, κάποτε εκπίπτουν. Κι έτσι μια μέρα, μέρα που σημάδεψε ανεξίτηλα όλην τη Ρωμιοσύνη, η Αυτοκρατορία άλλαξε χέρια, και εσίγησε το Χερουβικό στην Μεγάλη Εκκλησία, και ο Πορθητής εισήλθε στη Βασιλεύουσα, και έζησε η Ρωμιοσύνη εκείνη την φρικτή, ως άλλη Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα της σφαγής και της λεηλασίας, όπου έρρεε άφθονο το αίμα της θυσίας των αμνών των αμώμων πάνω στα μάρμαρα γύρω από την Αγιά Σοφιά.
Όμως, η Μεγάλη Εκκλησία συνέλεξε τις αιμορροούσες σάρκες Της και τα πληγωμένα σπλάγχνα Της και επεσύναξε ως η όρνις τα ορφανεμένα νοσία Της κάτω από τις τετρωμένας πτέρυγές Της για να τα προστατεύσει από τον κατατρεγμό και τον αφανισμό. Όλα είχαν χαθεί. Ο Αυτοκράτωρ ήταν νεκρός – μπορεί και όχι λέει ο θρύλος, όχι νεκρός, αλλά μαρμαρωμένος. Οι άρχοντες, όσοι επέζησαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν και άλλοι πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα και άλλοι, σαν εκείνο το παλικαρόπουλο τον γιό του Φραντζή, ας μην το ξεστομίσουμε τι μαύρη συμφορά τους βρήκε.
Μόνον η Εκκλησία απέμεινε και σε λίγο ο Κατακτητής ορίζει να εκλεγεί Πατριάρχης ο σπουδαίος Γεννάδιος και το γένος ευρίσκει προστάτη και οδηγό πάλι και οι Ρωμιοί παίρνουν μια κάποια ανάσα και ξαναβρίσκουν την ελπίδα τους. Ο Πατριάρχης του Γένους φορά τώρα, όχι μόνο το μοναχικό του τριβώνιο αλλά την βασιλική πορφύρα, μια πορφύρα αιματόβαπτη, βαριά σαν το μολύβι και πυρωμένη σαν το σίδερο, διότι κουβαλά όλα τα βάσανα και τους καϋμούς των σκλαβωμένων. Κατά τον επιφανή Βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν: «Ο Πατριάρχης, ως επικεφαλής του Ορθοδόξου millet, σε κάποιο βαθμό ήταν διάδοχος του Αυτοκράτορα» . Κάθε άλλο όμως παρά αυτοκρατορικός ήταν ο θρόνος του Πατριάρχου. Η σπάθη και η αγχόνη του κατακτητού επεκρέμαντο υπεράνω της κεφαλής του. Και η αγωνία του εκάστοτε Πατριάρχου ήταν να σωθεί το Γένος, να διατηρηθεί η γλώσσα, να κρατηθεί η πίστη, με όποιες θυσίες και όλα τα τιμήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν, ακόμη και με τη θυσία και το θάνατο.
Αυτής της Παραδόσεως κληρούχος και πανάξιος διάδοχος και φύλακας είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ο Πάνυ, ο πνευματικός πατέρας και ηγέτης του Γένους των Ορθοδόξων, ο οποίος σηκώνει το δικό του σταυρό και με θυσίες και πικρίες πολλές οδηγεί την Ορθόδοξη Εκκλησία στην επόμενη ημέρα. Εξελέγη σαν σήμερα, την ευλογημένη ημέρα της 22ας Οκτωβρίου του έτους 1991 και από τότε παρέλαβε και ανέλαβε το σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του ιδρυτού της Μεγάλης Εκλκησίας. Γι᾽ αυτό είναι ο κατ᾽ εξοχήν πνευματικός πατήρ της Εκκλησίας, ο οποίος είναι και ο πρώτος της ιερωσύνης των Ορθοδόξων. Και ποιο είναι εκείνο το πρώτιστο και το βασικό χαρακτηριστικό της πατρότητός του; Η αγάπη, όπως αυτή διδάσκεται από το Ευαγγέλιο του Χριστού. Η αγάπη είναι σίγουρα εκείνο το χαρακτηριστικό στοιχείο του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, το οποίο υπερτερεί πάντων των υπολοίπων, διότι αυτό είναι, όπως είπαμε, το συστατικό στοιχείο της πατρότητας και της πατρικής καρδίας του Πατριάρχου μας. Ασφαλώς, δεν πρόκειται περί χαρακτηριστικού, αλλά περί καταστάσεως της υπάρξεως, περί τρόπου ζωής και πολιτείας. Περί εμπειρίας.
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος πορεύεται την οδό της αιματηράς διακονίας Του με απόλυτο και βασικό κριτήριο την αγάπη. Αγάπη προς όλους χωρίς διακρίσεις και κρατούμενα, προς ανωνύμους και επωνύμους, ασήμαντους και σημαντικούς, εναρέτους και αμαρτωλούς, φίλους και εχθρούς… Διότι έτσι είναι ένας πατέρας, αφού η πραγματική και γνησία αγάπη «προσφέρει χωρίς να προσδοκά ανταπόδοσιν, βλέπει τον κεκρυμμένον εις τον βόρβορον μαργαρίτην της απεικονίσεως του Θεού, της εστιγματισμένης μεν διά πλήθους πταισμάτων, αλλά ανακλώσης την άρρητον δόξαν του αρχετύπου, εναγκαλίζεται τον γεγηρακότα ασθενή και ανακαινίζει ως αετού την νεότητα αυτού, αναμορφώνει εις τον μη έχοντα ουδέ είδος ουδέ κάλλος την αρχαίαν και απερινόητον πρωτότυπον ωραιότητα, προσλαμβάνει το ασθενές και παλαιόν και ενδύει αυτό διά της υγείας και νεότητος, και εν γένει ως πυρ καθαίρον αφόβως και διαβλέπον επέκεινα των παραμορφωτικών φίλτρων, τα οποία περιβάλλουν ως φύλλα συκής, ως ράκη και ως έλκη την προσωπικήν οντότητα του αδελφού, αποκαθαίρει και υπέρ χιόντα λευκαίνει αυτήν και ποθεί την μεθ’ αυτής κοινωνίαν» , όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο Παναγιώτατος σε ένα από τα συγγράμματά του.
Εάν κανείς ακουμπήσει στο στήθος του Πατριάρχου θα ακούσει την πατριαρχική καρδιά του, ρυθμικά και αδιάλειπτα να επαναλαμβάνει μία και μόνη λέξη: «ΑΓΑΠΗ». Διότι ο Πανσέβαστος Οικουμενικός Πατριάρχης είναι όλος καρδία αγαπώσα, καιομένη και αναλωμένη υπέρ του Θεού και του ανθρώπου. Διότι η αγάπη είναι το μείζον, και «ουδέποτε εκπίπτει· είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται· είτε γλώσσαι, παύσονται· είτε γνώσις καταργηθήσεται» (Α´ Κορ. 13, 8). Και κατά τα σοφά πατριαρχικά λόγια «η αληθινή αγάπη… είναι αγάπη τελεία, καθολική, ανυστερόβουλος, ανιδιοτελής, προσφέρουσα θυσιαζομένη και όχι λαμβάνουσα. Είναι αγάπη μαρτυρούσα τον μακαρίως δίδοντα Θεόν και θεοποιούσα τους αντιπροσφέροντας την λαμβανομένην αγάπην ανθρώπους» .
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι διάστασεις του Οικουμενικού Ελληνισμού, της Ρωμιοσύνης είναι άπειρες και το ίδιο άπειρες είναι και οι πνευματικές διαστάσεις του Πρώτου της Ρωμιοσύνης και του Γένους και δύσκολα μπορεί κάποιος να περικλείσει σε σχήματα και λέξεις αυτά που μόνον νοούνται και ψηλαφούνται με την καρδιά και μόνο.
Για την οικονομία του χρόνου και του περιορισμού των λέξεων του παρόντος κειμένου όμως, καθώς και το περιοριστικό του θέματος θα προσπαθήσω να καταθέσω ελάχιστα μόνο ψήγματα της προσωπικότητος, της διακονίας και της προσφοράς του Οικουμενικού Πατριάρχου, ως Πνευματικού Πατρός. Είναι, λοιπόν, ο Πατριάρχης μας Πατήρ του Γένους και της Ρωμιοσύνης ως ήδη ελέχθη, αλλά Πατήρ της Εκκλησίας, και Πατήρ Ανθρώπων και Λαών, και βεβαίως Πατήρ της Κτίσεως.
Πατήρ του Γένους και της Ρωμιοσύνης.
Την 29η Μαίου 1453, Τρίτη της Κυριακής των Αγίων Πάντων, ανέτειλε η ημέρα η αποφράς και δυσώνυμος, η ημέρα της «δευτέρας βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας» , κατά τον πολύ και μέγα Γεδεών, η ημέρα όπου «εάλω η Πόλις» και η «Βασιλεία» εξέλιπε. Όμως, η «Ιερωσύνη» λαβωμένη, καθημαγμένη, αιμόφυρτος και ολολύζουσα επέζησε για να συνεχίσει να ανάβει το καντήλι της Κυρά Δέσποινας που θρηνεί για την Πόλη Της και ο Πατριάρχης να φυλάττει τα όσια και τα ιερά του Γένους. Στο πρόσωπο, λοιπόν, του Οικουμενικού Πατριάρχου διασώζεται η συνέχεια της Ρωμαίικης Παράδοσης και της Ρωμιοσύνης, του οικουμενικού Ελληνισμού με τις άπειρες διαστάσεις και εκφάνσεις, ο οποίος δεν περιορίζεται μέσα στα στενά όρια του ελλαδοκεντρικού Κράτους, όπως αυτό διαμορφώνεται από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και εντεύθεν διότι, όπως ακριβώς τονίστηκε και πάραπάνω, η Ρωμιοσύνη είναι μέγεθος και ποιότητα υπερεθνική και οικουμενική. Και στο πρόσωπο του Πατριάρχου το Γένος θα αναγνωρίζει πάντα τον προστάτη και Πατέρα του. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος εδραίος και αμετακίνητος με το «μικρόν ποίμνιόν» Του παραμένει στην Πόλη των ονείρων και των θρύλων ακοίμητος φύλακας των τιμαλφών της πίστεως και Πατέρας στοργικός στα βάσανα και τους καημούς των τέκνων της Ρωμιοσύνης.
Πατήρ της Εκκλησίας.
Ατυχώς στις μέρες μας η «εκκλησιολογία» του εθνοφυλετισμού ολοένα και περισσότερο κερδίζει έδαφος σε μερικές εκ των νεωτέρων Τοπικών Εκκλησιών, γεγονός που εδράζεται στη λογική της κοσμικής δυνάμεως, της αριθμητικής υπεροχής και της οικονομικής ισχύος και όχι ασφαλώς στα πιστεύματα της Εκκλησίας. Αντιθέτως, ο Παναγιώτατος ημών Πατήρ και Δεσπότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εβάδισε όλα αυτά τα έτη της καλλικάρπου Πατριαρχείας Του και βαζίζει πάντα με κριτήριο την γνήσια και απαραχάρακτη εκκλησιολογική διδασκαλία της Ανατολικής Εκκλησίας, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί στους ιερούς Κανόνες, την Παράδοση και την Πράξη της Εκκλησίας.
Αυτήν την χριστοκεντρική και αγιοπνευματική συνοδική εκκησιολογική προοπτική, που αναδεικνύει τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο Πατέρα Πνευματικό της Εκκλησίας, από της πρώτης ημέρας αναρρήσεως Του στον Πρώτο και Αποστολικό Θρόνο της Ανατολικής Εκκλησίας υπηρετεί απαρέγκλιτα, όπως άλλωστε με έμφαση ο ίδιος τόνισε στην μνημειώδη ενθρονιστήρια ομιλία Του: «Δηλούμεν εκ προοιμίων, ότι ουχί απλώς μόνον τη κανονική τάξει της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας επόμενοι και ιδιαιτέρως την πολιάν παράδοσιν και πράξιν της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας σεβόμενοι, αλλ’ έτι πλέον εκ βιωματος ιερού στερράν πεποίθησιν έχοντες επί την αναντικατάστατον αξίαν της συνοδικότητος, δι’ ης το Πνεύμα το Άγιον λαλεί εν τη Εκκλησία, πορευσόμεθα υπό το φως αυτής και μόνον, εν τοις πλαισίοις αυτής και τη κανονική αυτής λειτουργία, ομοψύχως μετά των τιμιωτάτων εν Χριστώ αδελφών και συλλειτουργών την οδόν της διακονίας της Εκκλησίας» .
Πάμπολλα θα μπορούσαν να ειπωθούν για την προσφορά του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στο πεδίο της εκκλησιολογίας, θα αναφερθώ μόνο σε ένα και αυτό δεν είναι άλλο από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης το 2016 σε συνέχεια των μεγάλων Συνόδων των παρελθόντων αιώνων. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος υπήρξε καρπός κοπιώδους προετοιμασίας πολλών δεκαετιών αλλά και προσωπικό κατόρθωμα του Παναγιωτάτου, δίχως την καθοριστική συμβολή και το προσωπικό κύρος, την αποφαστιστικότητα και την μέριμνα του Οποίου δεν θα είχε ποτέ πραγματοποιηθεί αλλά θα παρέμενε ακόμα ένα μακρινό όνειρο. Όμως, η Μεγάλη Σύνοδος είναι γεγονός και η ιστορία το έχει ήδη πιστώσει στον ακαταπόνητο Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Αυτή και μόνον η συνεισφορά του Πατριάρχου στο σύγχρονο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι και στην εκκλησιολογική συνείδηση της Ανατολικής Εκκλησίας τον κατατάσσει στους μεγίστους Πνευματικούς πατέρες.
Πατήρ Ανθρώπων και Λαών.
Όσοι είχαμε την εύνοια και την ευλογία του Θεού να αναστεφόμαστε εκ του σύνεγγυς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο μπορούμε να μαρτυρήσουμε και «ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε» , ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι για όλους ο στοργικός Πνευματικός Πατέρας που αγωνιά, μεριμνά και οδυνάται για τα τέκνα Του∙ είναι ο υπομονετικός και συγχωρητικός Πατέρας που μακροθυμεί και ανέχεται τις πολλές μας αδυναμίες, τα λάθη και τις αμαρτίες∙ είναι ο στιβαρός εκείνος Πατέρας που πάνω Του μπορούμε να ακουμπήσουμε τα κρίματά μας και να βρούμε το κουράγιο και τη δύναμη να συνεχίσουμε στον δύσκολο αγώνα του ο καθένας∙ είναι ο Πατέρας που ανοίγει την αγκαλιά Του για να υποδεχτεί τον πλανεμένο και άσωτο υιό.
Και, βεβαίως, όλα αυτά δεν ισχύουν μόνο στο προσωπικό επίπεδο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει αναδειχθεί Πατέρας πραγματικός ολοκλήρων Λαών, όπως έκανε με τον Ουκρανικό Λαό, και την παραχώρηση Αυτοκεφαλίας και την επαναφορά στην αγκαλιά της Εκκλησίας εκατομμυρίων αδελφών μας, οι οποίοι βρίσκονταν σε σχίσμα. Όλοι γνωρίζετε ότι η αδυναμία η η αδιαφορία της Ρωσσικής Εκκλησίας να δώσει λύση στο Ουκρανικό πρόβλημα, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των Ουκρανικών εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών οδήγησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο να παραχωρήσει το 2019 την «Αυτοκεφαλία» στην Εκκλησία της Ουκρανίας, μόνος Αυτός άνευ της συνδρομής η της συναινέσεως οιασδήτινος άλλης Εκκλησίας, ως είχε το κανονικό δικαίωμα, όπως εξ άλλου μαρτυρά η πράξη της Εκκλησίας και για την περίπτωση όλων των νεοπαγών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, σύμφωνα με τις ιεροκανονικές προνομίες που του επεδεψίλευσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι και η μακραίωνη πράξη της Εκκλησίας.
Όμοίως, και στην περίπτωση του γειτονικού Λαού του Κράτους της Βορείου Μακεδονίας, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανεδείχθη Πατήρ μέγας και ευεργέτης του Λαού αυτού, αφού με τη σοφία και τη σύνεση που τον διακρίνει τον Μάιο του 2022 δέχτηκε σε ευχαριστιακή κοινωνία την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον Λαό της Χώρας και θεράπευσε το μακροχρόνιο και κακοφορμισμένο σχίσμα που σοβούσε από δεκαετίες.
Πατήρ της Κτίσεως.
Είναι αναντίρρητο ότι εδώ και πολλές δεκαετίες, ήδη από της εποχής του αοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε αναλάβει πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος όμως, η ανάρρηση του Πατριάρχου Βαρθολομαίου στον Αποστολικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε το γεγονός που καθιέρωσε στο παγκόσμιο γίγνεσθαι το θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως ενός εκ των φορέων διεθνούς εμβελείας και κύρους στον τομέα της προστασίας του οικοσυστήματος και της Κτίσεως.
Η θεολογία της της Α. Θ. Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου για το φυσικό περιβάλλον συμπυκνώνεται, φρονώ ταπεινώς, στο «Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα επί τη ημέρα προσευχής υπέρ της Προστασίας του Φυσικού Περιβάλλοντος» της 1ης/09/2014. Αναφέρεται χαρακτηριστικώς: «Η άνευ φραγμών ληστρική εκμετάλλευσις των φυσικών πόρων της δημιουργίας, αποτελούσα την κυρίαν αιτίαν καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, είναι κατά την μαρτυρίαν της θεολογίας, της τέχνης και της λογοτεχνίας αποτέλεσμα πτώσεως του ανθρώπου, παρακοής προς την εντολήν του Κυρίου και μη συμμορφώσεως προς το Θέλημα του Θεού. Η Εκκλησία παρέχει το αντίδοτον διά την θεραπείαν των οικολογικών προβλημάτων, καλούσα τους πάντας εις αποκατάστασιν της εικόνος του Θεού εις το αρχαίον, το πρωτότυπον κάλλος. Η ανόρθωσις της πεπτωκυίας φύσεως του ανθρώπου, τη επιπνοία του Αγίου Πνεύματος και τη μετοχή εις τας δωρεάς αυτού, αποκαθιστά και την αρμονικήν σχέσιν του ανθρώπου με την κτίσιν και την δημιουργίαν, την οποίαν εποίησεν ο Θεός προς χαράν, τέρψιν και απόλαυσιν αυτού, αλλά και αναγωγήν αυτού εις τον Ίδιον, τον Πλάστην» .
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ο Ίμβριος, «ο Πράσινος Πατριάρχης» όπως πολύ επιτυχώς έχει χαρακτηριστεί, ως «Ιερεύς της Κτίσεως» εργάζεται για την συμφιλίωση ανθρώπου και περιβάλλοντος και την προστασία της Κτίσεως, η οποία ως δημιούγημα του Θεού είναι και σεβαστή και ιερή, χωρίς όμως όλη αυτή η εργώδης προσπάθεια να είναι απλώς ένας ακτιβισμός υπέρ του περιβάλλοντος αλλά τελεσιουργείται σε μια προοπτική εκκλησιοκεντρική και ευχαριστιοκεντρική, πράγμα που καθιστά τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο όχι απλώς άνθρωπο με οικολογικές ευαισθησίες και ανησυχίες αλλά Πατέρα της Κτίσεως.
***
Με αυτές τις ταπεινές σκέψεις, σίγουρα όχι αντάξιες της προσωπικότητος και της προσφοράς του κοινού Πατρός πάντων ημών, του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, επιχείρησα να ψηλαφίσω την ιερά προσωπικότητα του Πατριάρχου του Γένους και να αγγίξω έστω και ακροθιγώς, την έννοια και την ιδέα της Ρωμιοσύνης και του Οικουμενικού Ελληνισμού.
Αυτό που θέλω να καταδείξω συμπερασματικά είναι ότι κάθε προσπάθεια αναζητήσεως των ριζομάτων και του πολιτισμού μας θα πρέπει να αποτελεί μια μαρτυρία ελληνικής ρωμαίικης φωνής μέσα στις πολλές φωνές και τις άναρθρες κραυγές του σύγχρονου «ελλαδισμού». Η οποιαδήποτε αναφορά στην ρωμαίικη ταυτότητα του Γένους μας και στο σεπτό πρόσωπο του Πατριάρχου μας, θα πρέπει να καταδεικνύει την αδιάψευστη μαρτυρία ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξακολουθεί, παρά το «δύστηνον» των καιρών, να έχει οικουμενικό οφθαλμό και παλλομένη για όλο τον κόσμο καρδία, υπενθυμίζοντάς μας ότι άλλο είναι η παγκοσμιοποίηση κι άλλο η οικουμενικότητα. Άλλο είναι η Ρωμιοσύνη κι άλλο είναι ο εθνοφυλετισμός και ο «ελλαδισμός».
Σήμερα το Πατριαρχείο είναι ένας τόπος στενός, φτωχικός και πραγματικά σταυρωμένος. Αλλά πάντοτε έτσι ήταν διότι αυτό είναι το πνεύμα της Ρωμιοσύνης. «Κι ο Πατριάρχης είναι πατέρας και ποιμένας. Δεν είναι πολιτικό πρόσωπο ούτε ποτέ εζήλωσε τη δόξα και τη δύναμη των πολιτικών» . Και το ταπεινό μας Φανάρι δεν επεδίωξε ποτέ να μοιάσει στα Βουλευτικά κτήρια ή στα μεγαλόπρεπα ανάκτορα των Τσάρων.
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που είναι απεριόριστα συνετός, ενσαρκώνει εκείνα τα ορθόδοξα χαρίσματα, τα οποία, ενώ φαίνεται να είναι σήμερα παραγκωνισμένα, αποδεικνύονται παντοδύναμα. Το Πατριαρχείο, παρά τη στενότητά του, σου δίνει οξυγόνο και ανασαίνεις μια εκπληκτική ευρύτητα ζωής. Μέσα στους τέσσερις τοίχους έχεις την αίσθηση ενός οικουμενικού και απεριόριστου χώρου. Έτσι, είτε το θέλουμε είτε όχι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποκαλύπτει την ασύγχυτη ένωση του ουρανού με τη γη και δίνει σάρκα στο δόγμα της Χαλκηδόνας. Όσο το φτωχικό και πραγματικά εσταυρωμένο Φανάρι εξακολουθεί να ζει στις διαστάσεις της Αγίας Σοφίας, ενσαρκώνοντας την Οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας ως ολότητα αληθείας και ζωής, ούτε ο Τούρκος, ούτε ο Μόσχοβος, ούτε η μυωπία των «ελλαδιτών» θα μπορέσει να το μειώσει . Γιατί είναι πλεόν χιλιομαρτυρυμένο από την ιστορία ότι ο Έλληνας Ρωμιός δεν μπορεί να μην είναι ορθόδοξος και ότι το κέντρο της Οικουμενικής Ελληνικής Ρωμιοσύνης δεν μπορεί να μην είναι το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο .
Εις πολλά έτη Παναγιώτατε πάτερ και Δέσποτα!
*Καθηγουμένου Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής
Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας