του Μητροπολίτη Μάνης Χρυσοστόμου
Υπάρχουν στην ανθρωπότητα αιώνια κείμενα. Αριστουργήματα. Παραμένουν ανεπανάληπτα, ανεξίτηλα. Ιερά κείμενα. Ένα τέτοιο κείμενο είναι και η περικοπή, την οποία μας παραθέτει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, στο κεφάλαιο ιε’ και στους στίχους 11-32.
Αυτή η ευαγγελική Περικοπή είναι η Παραβολή των Παραβολών, το Ευαγγέλιο των Ευαγγελίων. Έτσι έχει χαρακτηρισθεί. Είναι το αγλάισμα των τριάντα δύο Παραβολών του Κυρίου. Έχει λεχθεί, ότι και μόνο να υπήρχε αυτή η Ευαγγελική Περικοπή μέσα εις τις σελίδες της Καινής Διαθήκης, αρκούσε αυτή η περικοπή να μας μεταφέρει και να μας δώσει το μήνυμα της πίστεώς μας, την πεμπτουσία του Χριστιανισμού, που είναι η μετάνοια η δική μας και η αγάπη του Θεού.
Θα μελετήσουμε, λοιπόν, την Ευαγγελική περικοπή με πολλή προσοχή και θα ερμηνεύσουμε τις λέξεις και τις φράσεις της, που κρύβουν βαθύτατα και ουσιαστικά νοήματα. Θα προσεγγίσουμε την περικοπή, αλληγορικά και θεολογικά. Οφείλουμε, ως γράφει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, «διασχόντες το γράμμα και είσω παρακύψαντες», να μπορέσουμε να δούμε το «απόθετον κάλλος».
«Τέσσερεις πίνακες» εμφανίζονται, λοιπόν, ενώπιόν μας. Ο πρώτος πίνακας επιγράφεται: «Η ασωτία του υιού». Αρχίζει δε, η Παραβολή, ως εξής: «Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς». Ποίος άραγε είναι αυτός ο άνθρωπος;
Ποίος ο πατέρας των δύο υιών; Εδώ η λέξη άνθρωπος εικονίζει τον Θεό Πατέρα και χρησιμοποιείται η λέξη αυτή, για να γίνει πιο οικεία και πιο προσιτή η όλη διήγηση της Παραβολής. Είναι ο Πατέρας, όχι μόνον των δύο υιών, αλλά όλης της ανθρωπότητος. Και γιατί «δύο υιούς»; Διότι υπάρχουν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. «Και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας και διείλεν αυτοίς τον βίον». Και γιατί ο «νεώτερος»; Διότι εικονίζει το επιπόλαιον και ευεξαπάτητον και άστατον της νεότητος, αλλά και το γεγονός, ότι το κακό είναι επιγενόμενο. «Ουκ αίτιος του κακού ο Θεός» (Μεγ. Βασίλειος). Θρασύς και απερίσκεπτος, απαιτητικός και με αναισχυντία, ζητεί ο νεώτερος το μερίδιόν του από την πατρική περιουσία.
Νομίζει, αυτός ο νεώτερος υιός, που επιθυμεί τον βίον της αμαρτίας μακρυά από το σπίτι του πατέρα του, θεωρεί και διαλογίζεται και φαντάζεται, ότι όλα τα αγαθά που δίδει η αγάπη και η πρόνοια του Θεού στον άνθρωπο, ο,τι είναι χρέη που του οφείλει ο Ουράνιος Πατέρας, ότι είναι δικά του, ιδιοκτησία του, ότι αυτός τα απέκτησε και τα κάμνει ο,τι θέλει. Νομίζει, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να του δώσει όλα τα αγαθά και τα δώρα της ζωής. Η ύπαρξή του, το σώμα του, η ψυχή του, η υγεία του, ο ήλιος, το οξυγόνο, το νερό, το ψωμί, τα χρήματα, τα άλλα αγαθά, έχει την αίσθηση ότι του ανήκουν αυτοδικαίως.
Δεν εκφράζει καμμία ευχαριστία, ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεόν. Απαιτητικός, αγενής και με θρασεία αναισχυντία λέγει το, «δος μοι». Ζητεί το μερίδιόν του, να το διαχειρισθεί ερήμην του Θεού, χωρίς την μέριμνα και πρόνοιά Του. Δείχνει έτσι μία μωρά φιλοδοξία και ένα εγωισμό έναντι του Φιλανθρώπου Θεού Πατέρα.
Και ο καλός πατέρας δεν τον απέπεμψε ως αυθάδη και αγενή, αλλά του έδωσε το μερίδιόν του, καθ’ ότι ο Θεός ουδένα βιάζει. Αναγνωρίζει το αυτεξούσιον, που ο Ίδιος έχει δώσει στον άνθρωπο, σέβεται την ελευθερία του καθενός και αφήνει την δραστηριότητα στον άνθρωπο. Μόνος του, ο κάθε άνθρωπος να ενεργήσει και να διαλέξει το καλό ή το κακό.
Και ο νεώτερος υιός, αφού συνέλεξε όλα όσα του έδωκε ο πατέρας του, «μετ’ ου πολλάς ημέρας», που δηλώνει ότι τάχιστα θέλει να φύγει από το πατρικό σπίτι, λαθραίως, χωρίς ένα ευχαριστώ, χωρίς να χαιρετίσει, «απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Έφυγε μακριά από το σπίτι του πατέρα, απεμακρύνθη. Και βλέπουμε χαρακτηριστικά, λέγει το Ευαγγέλιο, «απεδήμησεν εις χώραν μακράν», έφυγε πολύ μακριά, όχι σε γειτονική, αλλά σε ξένη χώρα, απεδήμησε σε φθοροποιό χώρα, που σημαίνει ότι διέκοψε κάθε επικοινωνία με το σπίτι του, με τον πατέρα του. Εδώ πλέον είναι η απομάκρυνση από το Θεό, η αποξένωση.
Δεν θέλει να έχει καμμία σχέση. Η διακοπή αυτή της οικειότητος, της σχέσεως με τον πατέρα, δηλώνει ακριβώς ότι η αμαρτωλή ζωή δεν έχει τίποτα το κοινόν με την αναμαρτησία και αγαθότητα του Θεού. Φυγή από το Θεό σημαίνει υιοθέτηση αμαρτωλού βίου.
Και εκεί στη μακρυνή χώρα, ο άσωτος υιός, «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού», δηλαδή σπατάλησε όλην του την περιουσία. Καταδαπάνησε ο,τι πήρε από τον πατέρα του, ο,τι του έδωσε. Κάτω, βέβαια, από την λέξη «ουσία», κρύβεται ακριβώς όλο το περιεχόμενο, όλα τα χαρίσματα που δίνει ο Θεός στον άνθρωπο.
Ο νεώτερος αυτός, λοιπόν, υιός, τα διεσκόρπισε όλα, «κακώς εσκόρπισε τον θείον πλούτον», και άρχισε και συνέχισε να ζει μια ζωή διαφθοράς, ανηθικότητας, ακολασίας, ασωτίας. «Ζων ασώτως», λέγει το ιερό κείμενο. Η φράση αυτή άπαξ αναφέρεται στο Ευαγγέλιο.
Η λέξη «ασώτως» είναι σύνθετη, από το στερητικό α- και το ρήμα σώζω, που σημαίνει πλέον, ότι εκείνος που ζει στην ασωτία δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, δεν σώζεται, αν δεν μετανοήσει. Είναι πλέον βυθισμένος μέσα στο βυθό αμαρτημάτων, στον βούρκο της αλογίας, βρίσκεται στην κατάσταση της εκμηδένισης. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Υπέκυψε στα πάθη και αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτά. Πεπλήρωται το είναι του «πάσης αισχύνης». Και έτσι, τω όντι, «Της πατρώας δόξης αποσκίρτησε αφρόνως και εν κακοίς εσκόρπισε».
Αυτός λοιπόν, ο άσωτος υιός, όταν έφθασε στην κατάπτωση της ακολασίας και της ανηθικότητος, δηλαδή, ως περιγράφει το κείμενο, όταν «ήρξατο υστερείσθαι», που δηλώνει το υπαρξιακό κενό, τότε, «εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», που σημαίνει ότι πήγε να βρεί την λύτρωσή του, προσπάθησε να την βρεί μέσα, ακόμα βαθύτερα, στον βούρκο της αμαρτίας. «Πολίτης της χώρας» εκείνης είναι ο διάβολος και ο διάβολος είναι ο πρώτος άσωτος. Εκείνος, ο παμπόνηρος, τον έστειλε στους αγρούς να βόσκει χοίρους.
Οποίον κατάντημα! Τον εξευτέλισε. Του πήρε τον πλούτο της ψυχής. Οι «αγροί» δε, είναι οι πονηροί λογισμοί και οι «χοίροι», ακριβώς, είναι οι εμπαθείς λογισμοί, ο βυθός της αλογίας. Είναι πλέον αυτό, που λέει πολύ ωραία, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, «η αλητεία του νοός» του ασώτου υιού και του κάθε ανθρώπου, που έχει φθάσει στο έσχατον της αμαρτίας. Διότι η αμαρτία είναι η εσχάτη αφροσύνη. Και σ’ αυτό το βάθος βρέθηκε ο άσωτος υιός.
«Ταίς ηδοναίς του σώματος υπέκυψε παναθλίως». Και συνεχίζει το κείμενο: «Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι και ουδείς εδίδου αυτώ». Δηλ. προσπαθούσε να γεμίσει το στομάχι του, να θρέψει τον εαυτόν του από την φοβερή αυτή πνευματική πείνα, που είχε, από τα κεράτια, από τα ξυλοκέρατα που «ήσθιον οι χοίροι». Και αυτά τα ξυλοκέρατα στην αρχή, προς καιρόν, γλυκαίνουν τον φάρυγγα. Ύστερα, όμως, φέρουν στυφότητα και πικρία. Πίκρα στο στόμα, πίκρα στη ζωή. Ωραιότατα ο Μεγ. Βασίλειος λέγει για τα κεράτια «ηδονή τροφή του αιωνίου σκώληκος η προς καιρόν μόνον γλυκαίνει τον απολαύοντα, ύστερον δε πικρότερον χολής ποιείται τας ανταποδόσεις».
Ο ταλαίπωρος, ο άσωτος αυτός υιός, βόσκει χοίρους και την κοιλία του πρίσκει με την τροφή των χοίρων. Ο δύστυχος πως ζούσε και τώρα, πως περνούσε. Έτσι ήταν ο άσωτος. Διότι δεν μπορούν τα κεράτια, τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας του φθαρτού τούτου κόσμου, οι ποικίλες ηδονές, να πληρώσουν το εσωτερικό κενό του αμαρτωλού ανθρώπου. Βιώνει έτσι ο άσωτος μία βοσκηματώδη ζωή, γεύεται την πικρότητα της αμαρτίας. Καθυπετάγη στους πονηρούς δαίμονες, στα πάθη της αμαρτίας και ισχύει εν προκειμένω το του προφήτου Ησαΐα: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε.
Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη’, 13). «Και ουδείς εδίδου αυτώ». Ποιος να του δώσει; Ποιος; Δίδει, μόνον, όποιος, είναι κοντά στο Θεό. Αυτός μόνον είναι ελεήμων και φιλάνθρωπος.
Θα ακολουθήσει στη συνέχεια, στην Ευαγγελική Περικοπή, ο δεύτερος πίνακας. Είναι ο πίνακας της επιστροφής του ασώτου. Ο τίτλος «η επιστροφή»! Λέγει το κείμενο: «Εις εαυτόν δε ελθών». Όταν δηλ. ήλθε στον εαυτόν του, όταν ήλθε στα σύγκαλά του, όταν κατάλαβε που βρίσκεται και τι ακριβώς είχε χάσει, τότε θυμήθηκε και είπε: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι». Δηλ. όταν συνήλθε από τη ζάλη και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής, είπε, πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμί και φαγητό, εγώ δε χάνομαι από την πείνα.
«Λιμώ απόλλυμαι», φθάνει το τέλος μου, σβήνω, πεθαίνω. Και πράγματι, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, ότι μέσα στην κατάντια που βρισκόταν, ο άσωτος αυτός υιός, θυμήθηκε το σπίτι του, τον πατέρα του. Σημαίνει ότι υπήρχε μέσα του, σε κάποια γωνία της ψυχής του, ο θείος σπινθήρ. Θυμάται τον Πλάστη του, τον Πατέρα του. Και λέγει, αμέσως, την μεγάλη εκείνη και μεγαλειώδη φράση:
«Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ», και θα του πω, «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου», δηλ. δεν είμαι πλέον ικανός να ονομάζομαι υιός σου. «Ποίησόν με, ως ένα των μισθίων σου», κάνε με σαν ένα από τους δούλους σου. Ο άσωτος τώρα έρχεται σε αυτογνωσία, σε περισυλλογή, σε περίσκεψη, καταλαβαίνει ότι αθέτησε τα θεία προστάγματα και παρώργισε τον Θεό. Καταλαβαίνει ότι έχει καταρρακώσει και αμαυρώσει την θεία εικόνα. Έτσι λαμβάνει την γενναία απόφαση. Και αυτή η απόφαση βρίσκεται στη φράση, «αναστάς πορεύσομαι».
Και πράγματι, ο άσωτος υιός πραγματοποίησε αυτή του την απόφαση. Είναι η επιστροφή, ο δρόμος της μετάνοιας, η επιστροφή στο σπίτι του πατέρα, από όπου είχε φύγει, είναι ο γυρισμός στο αρχοντικό του. Και αξίζει να προσέξουμε ακόμη ότι είπε «πορεύσομαι προς τον πατέρα μου».
Θα επιστρέψω στον πατέρα μου. Δεν σκέφθηκε να επιστρέψει κάπου αλλού, δεν σκέφθηκε να αυτοκτονήσει, δεν σκέφθηκε να πάει στα ναρκωτικά, δεν σκέφθηκε κάποια άλλη λύση, κάποια άλλα χάπια, για να επανέλθει και να βρεί την ευτυχία, από την δυστυχία του. Σκέφθηκε βαθειά μέσα του, με σύνεση πλέον, μοναχά το σπίτι του Πατέρα του. Αυτή ακριβώς την απόφαση, την έθεσε σε εφαρμογή και άρχισε το δρόμο της επιστροφής.
«Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού». Ζώνεται τα κουρέλια του και επιστρέφει και σέρνοντας τα πόδια του, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Είναι ένα ερείπιο. Είναι νέος, αλλά αισθάνεται γερασμένος. Χωρίς φίλους, χωρίς αύριο. Είχε φύγει πρίγκηπας και επιστρέφει χοιροβοσκός. Όμως επιστρέφει. Αυτό έχει αξία.
Και ακολουθεί ο τρίτος πίνακας. Ο πίνακας που μπορεί να λάβει τον τίτλον «Ο εναγκαλισμός»! Το κείμενο είναι καταπληκτικό και λίαν συγκινητικό. «Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν». Ενώ ακόμη βρισκόταν ο άσωτος μακρυά από το σπίτι, ο πατέρας, που ήταν στο αγνάντι, τον είδε.
Πόσα χρόνια άραγε τον περίμενε; Πόσες άραγε φορές δεν ήταν έξω από την πόρτα του σπιτιού και κοίταγε, μήπως τον δεί να έρχεται; Ο πατέρας περίμενε! Γιατί, ο πατέρας ξέρει να περιμένει. Δηλ. ο Θεός περιμένει τον αμαρτωλό άνθρωπο, τον κάθε αμαρτωλό, τον περιμένει. Και όχι μόνον αυτό, αλλά αναφέρει η Ευαγγελική Περικοπή, «και είδεν αυτόν» από μακριά, τον είδε με τα κουρέλια, με τα ακάθαρτα ράκη του χοιροβοσκού και τον ανεγνώρισε, γιατί πάντα ήταν παιδί του.
Ο Θεός μας βλέπει, όπου κι αν είμαστε. Και στον βούρκο της αμαρτίας να είμαστε και στην χοιροβοσκή της αμαρτίας και βυθισμένοι στην ακολασία, ο Θεός μας βλέπει. Και υπάρχει στο ιερό κείμενο, στη συνέχεια, ένα πολύ δυνατό ρήμα. «Ευσπλαχνίσθη». Ο πατέρας, όταν τον είδε, τον σπλαγχνίσθηκε, άνοιξε τα σπλάγχνα των οικτιρμών του και της αγάπης του.
Ο γέροντας πατέρας, συνεχίζει η Ευαγγελική Περικοπή, ωραιότατα, «και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν». Όπως ήταν, ρυπαρός και μέσα στη βρώμα, ειλικρινά τον αγκάλιασε, τον έσφιξε στην αγκαλιά του, «ρυπαρόν και όζοντα». Ω, ύψος θείας πατρικής αγάπης! Ω, ύψος ευσπλαγχνίας του Ουρανίου Πατρός! Εδώ, ιδιαίτερα να εντείνουμε την προσοχή μας, κάθε μία λέξη κρύβει σπουδαιότατο θεολογικό, διδακτικό και σωτήριο νόημα.
Έτρεξε ο γέροντας πατέρας, πριν προλάβει και έλθει και γονατίσει, πλησίασε τον άσωτο υιό και τον ασπάστηκε στοργικά. Διαπιστώνουμε πόσο χαρακτηριστικό είναι το ρήμα. «Επέπεσεν δε επί τον τράχηλον αυτού». Ναί, στον τράχηλο, όπου συγκεντρώνεται όλη η βρωμιά, η βρωμιά της αμαρτίας. Δεν τον έδιωξε δε από κοντά του και ούτε του είπε καμμία λέξη. Μόνο τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε. Ο,τι είχε να του πεί, το είπε με το «κατεφίλησε».
Όχι απλώς φίλησε, αλλά και με την πρόθεση «κατά», δηλαδή θερμώς φίλησε. Έτσι, με την κίνηση αυτή, τον συγχώρεσε. Η συγχώρηση ιερουργείται εδώ, στον χώρο της σιωπής. Ο υιός με δάκρυα στα μάτια, με τρεμάμενα χείλη και φοβερά συντετριμμένος, μόνον ψέλισε: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου και ουκέτι ειμι άξιος κληθήναι υιός σου».
Εδώ πλέον είναι η κορύφωση της μετάνοιας. Είναι η αληθής και ειλικρινής μετάνοια, η εξομολόγηση, η ομολογία της αμαρτωλότητός του. Ο πατέρας, ωστόσο, ο άρχοντας της αγάπης, δεν τον επιπλήττει, δεν τον τιμωρεί, δεν του λέγει που ήσουν, γιατί κατασπατάλησες την περιουσία. Τίποτε απολύτως.
Ως να μην είδε τον ρύπο. Είδε το παιδί. Ως να μη κοίταξε τη βρωμιά της αμαρτίας. Ήκουσε το «ήμαρτον». Μόνο δίνει την εντολήν αμέσως στους δούλους, τους υπηρέτας, που αλληγορικά είναι οι άγγελοι, «εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε». Ποια είναι η πρώτη στολή; Είναι εκείνη που φορούσε όταν δεν ήταν στο χώρο της αμαρτίας, που είχε πριν φύγει από το σπίτι του Πατέρα. Είναι τα γνωρίσματα της «οικείας δόξης», είναι η στολή που λάβαμε από το Θεό, η θεοΰφαντος στολή, η γεμάτη θεία χαρίσματα. Συμβολίζει το βάπτισμα, τον χιτώνα του βαπτίσματος.
Αυτή την στολή να του φορέσετε. Και «δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού». Να του δώσετε και δαχτυλίδι, που συμβολίζει πάλιν την επανένωση με τον Θεό. Είναι ο θείος δεσμός, η αμοιβή της μετάνοιας, η αναγνώριση. «Και υποδήματα εις τους πόδας», δηλαδή, δώστε του την ηθική ενίσχυση και την δύναμη για να συνεχίζει τον πνευματικό αγώνα, τον καινούργιο, που αρχίζει μετά την μετάνοια. Η χαρά της μετάνοιας είναι η ουσιαστική συνέχεια της πνευματικής ζωής.
«Και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν», δηλαδή παραθέσατε τράπεζα στον μετανοήσαντα νέο. Έπρεπε να παρατεθεί επίσημο γεύμα και να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, το μοσχάρι το οποίο έτρεφε και διατηρούσε για μία εξαιρετική και σπουδαία περίσταση. Και η περίσταση είναι η επιστροφή του ασώτου υιού. Εδώ πράγματι, έρχονται στο νού μας η ίδια η διαβεβαίωση του Χριστού, ότι ήλθε «δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. η’, 28).
Η θυσία αυτού του μόσχου, του σιτευτού, της Παραβολής, εικονίζει αλληγορικώς την θυσία του Κυρίου, του «μόσχου του αμώμου, του μη δεχομένου αμαρτίας ζυγόν». Προσφέρθηκε και θυσιάστηκε ο Χριστός για μας, τον καθένα μας, τον αμαρτωλό άνθρωπο. Αυτή η θυσία επί του Σταυρού συνεχίζεται και συντελείται στο ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και εκεί, στην θεία αυτή τράπεζα της θυσίας, προσκαλούνται όλοι οι άνθρωποι και αυτοί που μετενόησαν.
Είναι «τα άγια τοις αγίοις», δηλ. για τους αγωνιζομένους και μετανοούντες πιστούς. Και συνεχίζει «και φαγόντες ευφρανθώμεν», διότι «ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». Πάλιν ο φιλεύσπλαγχνος Πατέρας δεν είπε τι έπραξε, ούτε τι έπαθε ο υιός του αυτός. Ιδού το μέγεθος της διακριτικής αγάπης του. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι». Όλοι βρέθηκαν στο πανηγυρικό αυτό τραπέζι και χάρηκαν για την επιστροφή του ασώτου για την μετάνοιά του, για την σωτηρία του. Μα πιο πολύ οι άγιοι άγγελοι, ο επουράνιος κόσμος, καθ’ ότι «χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».
Ακολουθεί στο τέλος, ο τέταρτος πίνακας. Ονομάζεται «Η ζηλοφθονία». Αλλ’ ενώ στον ουρανό γίνεται χαρά για την μετάνοια έστω και ενός αμαρτωλού, στη γη παρουσιάζεται, και μία άλλη κακή διαγωγή των ανθρώπων. Εάν ο Πατέρας είναι φιλεύσπλαγχνος και φιλάνθρωπος, όμως υπάρχουν άνθρωποι αφιλάδελφοι και φθονεροί.
Έτσι στην Παραβολή βλέπουμε τον μεγαλύτερο υιό, ο οποίος παρουσιάζει μία τέτοια απαράδεκτη διαγωγή. Φανερώνει την κακή συμπεριφορά του, απέναντι στον πατέρα του, αλλά και στον αδελφό του. Δείχνει εγωισμό, φαρισαισμό, ζηλοφθονία, μικροπρέπεια, αγένεια και έλλειψη σύνεσης και προ παντός αγάπης. Τώρα, όπως διαβάζουμε παρακάτω στην Παραβολή, μ’ όσα λέγει και μ’ όσα πράττει, δεν σέβεται τον πατέρα του και δεν αγαπά τον αδελφό του, που σώθηκε από τον θάνατο της αμαρτίας.
Λέγει το ιερό κείμενο: «Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών». Όταν πλησίασε στο σπίτι και άκουσε όλα αυτά, κάλεσε έναν υπηρέτη, για να πληροφορηθεί τι ακριβώς συμβαίνει.
Όταν όμως έμαθε την αιτία, ότι, δηλαδή, επέστρεψε ο αδελφός του και παρατέθηκε από τον πατέρα του εορταστικό δείπνο για τον υγιαίνοντα και σωματικώς και ψυχικώς πρώην άσωτο παιδί του και αδελφό του, τότε χωρίς καμμία άλλη λέξη, αυτός «ωργίσθη και ουκ ήθελε εισελθείν» στο σπίτι της χαράς. Αλλά, ο πατέρας έμαθε όλα αυτά που συνέβησαν με τον πρεσβύτερο υιό του, και τότε, «εξελθών παρεκάλει αυτόν».
Αναγκάστηκε να εξέλθει ο ίδιος έξω από το σπίτι, ο σεβάσμιος πατέρας και να τον παρακαλέσει να εισέλθει μέσα και να χαρεί και αυτός για την επιστροφή του χαμένου αδελφού του. Εκείνος όμως κυριευμένος από εγωισμό και ζήλεια απήντησε: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον, ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Με την απάντησή του όμως αυτή, ο πρεσβύτερος υιός δείχνει τον κακό χαρακτήρα του.
Καυχάται για αρετές, ενώ έχει μεγάλο εγωισμό, κατηγορεί τον πατέρα του για μεροληψία και εκδηλώνει ζήλεια, σκληρότητα, φθόνο και κακία, κατά του αδελφού του, και εξογκώνει την ασωτία του. Ουδόλως δέχεται την ειλικρινή μετάνοιά του και δεν τον θέλει, παρ’ ότι συντετριμμένος επέστρεψε στην οικία του πατρός του. Αυτή η συμπεριφορά, όμως, δεν έχει καμμία σχέση με την αληθινή χριστιανική ιδιότητα.
Πλην όμως ο πατέρας είναι πάντα πατέρας. Στοργικός και συγκαταβατικός, λέγει με τρυφερότητα, στον πρεσβύτερο υιό: «Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστιν». Συ, παιδί μου, του λέγει, είσαι πάντοτε μαζί μου και επομένως όλα τα αγαθά μου είναι και δικά σου. Το ότι δέχθηκα τον χαμένο αδελφό σου, δεν σημαίνει ότι σε απεξένωσα, ότι και εσύ δεν είσαι δικό μου παιδί. Και στη συνέχεια του λέγει με πατρική τρυφερότητα:
«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς ην και ευρέθη». Του λέγει, παιδί μου, έπρεπε να μην θυμώσεις και οργισθείς, αλλά να χαρείς και να έλθεις στο συμπόσιο και να ευφρανθείς. Και τούτο, γιατί ο αδελφός σου, ο κατά σάρκα αδελφός σου, όχι δηλαδή μόνο υιός μου, ήταν πνευματικώς νεκρός και ανέστη και βρισκόταν σε απώλεια, ένεκεν της αμαρτίας και αποστασίας και τώρα, με την μετάνοιά του, βρέθηκε και σώθηκε. Τον προσκαλεί, λοιπόν, ο πατέρας, να καταστεί άνθρωπος αγάπης και χαράς.
«Νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς ην και ευρέθη». Έτσι με αυτά τα καταπληκτικά λόγια του Πατέρα περατούται η θαυμάσια αυτή Παραβολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι αποσιωπά το γεγονός αν εισήλθε ο πρεσβύτερος υιός στο σπίτι ή όχι. Ενδέχεται να συγκλονίστηκε από την στοργική στάση του πατέρα του, να ανεγνώρισε το λάθος του, να συνεφιλιώθη με τον αδελφόν του και να εισήλθε στην χαρά. Αλλά ενδέχεται να έμεινε ασυγκίνητος, να παρέμεινε στο φθόνο, στη ζήλεια, κλεισμένος στον εγωιστικό εαυτό του. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.
Η μη γνώση μας, ωστόσο, αν συνέβη το δεύτερο, τότε τούτο δηλώνει, ότι για τέτοιους ανθρώπους, που μένουν στο μίσος, δεν υπάρχει θέση στο πνευματικό συμπόσιο της Βασιλείας των Ουρανών και αποκλείονται της πνευματικής ευφροσύνης.
Δεν μένει, παρά να ξαναδιαβάσουμε αυτή την Ευαγγελική περικοπή. Ίσως, κάτω από τις γραμμές του Ευαγγελίου αυτού, να ανακαλύψει ο καθένας τον εαυτό του, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Αλλά να ξέρουμε όμως, ότι όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας έναν άσωτο. Και όταν ανακαλύψουμε πραγματικά τον εαυτό μας, με την αυτοεξέταση και την αυτογνωσία, τότε ας ψελλίσουμε και εμείς τα λόγια του μετανοούντος ασώτου υιού και ας πούμε στον Θεό:
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου». Ας ψελλίσουμε αυτά τα λόγια με ταπείνωση, με συντριβή καρδίας, με διάθεση μετάνοιας. Και ασφαλώς μετά, ας αφήσουμε τον εαυτό μας στο Θεό. Γιατί ο Θεός, «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ουκ εξουθενώσει» (Ψαλμ. ν’, 19). Τότε θα καταλάβουμε, ότι έχουμε Πατέρα. Πατέρα άπειρης αγάπης. Πατέρα θείου ελέους.
Έχουμε τον Ουράνιο Πατέρα, που μας αγαπά και μας περιμένει με ανοικτές τις αγκάλες, να μετανοήσουμε, να επιστρέψουμε στο «παλάτι» Του. Καθ’ ότι, ο Κύριος είναι «οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλαιος» (Ψαλμ. ρβ’, 8) και ο Χριστός μας διαβεβαίωσε για τον Εαυτό Του, ότι «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’, 13). Ιδού, ενώπιόν μας οι τέσσερεις τόσο διδακτικοί πίνακες, της Παραβολής του Ασώτου ή του Φιλεύσπλαγχνου Πατρός. Είναι αληθώς συγκλονιστικοί.