Του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Βρισκόμαστε στις πρώτες ημέρες της νέας χρονιάς. Αλλά αλήθεια, πως θέλουμε να ζήσουμε μακρυά από το Θεό; Πως μας περνά αυτό από τον νού μας; Πες μου, πως θέλουμε να χωριστούμε από το Θεό; Πως θέλουμε να ζήσουμε ερήμην του Θεού; Τι είναι αυτό; Είναι αληθές ότι διερχόμεθα μία περίοδο σύγχυσης, χρονική περίοδο αναζητήσεων, αλλά και πολλών ψυχολογικών προβλημάτων. Εποχή αγνωστικισμού και αρνήσεως. Ένας στείρος νεο-ορθολογισμός βασανίζει το είναι μας. Το τριμερές της ψυχής μας ταράσσεται. Με το λογικό δεν διακρίνουμε το καλό από το κακό. Με το επιθυμητικό δουλεύουμε στη φιληδονία και με το θυμικό υπηρετούμε τον φθόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπον η αμαρτία καθίσταται στη ζωή μας εσχάτη αφροσύνη και κυριαρχεί μέσα μας αλλά και σ’ όλους τους κοινωνικούς τομείς.
Από την άλλη, φαίνεται να εναποθέτουμε υπερβολική εμπιστοσύνη στην τεχνολογία και η διαλεκτική μας θητεύει μοναχά με αξίες γήινες, πρόσκαιρες, φευγαλέες. Καταντήσαμε έτσι μια κοινωνία που ζει με χάπια. Χάπια για τον ύπνο, την ηρεμία, την ρύθμισι των γεννήσεων, ακόμη και για το χαμόγελο, το χιούμορ, την ευτυχία στη ζωή.
Αλλά έτσι πορευόμαστε σε μια θάλασσα ασεβείας, αθειστικής μανίας, συστηματικής προσπάθειας απομάκρυνσης του θεικού παράγοντα από τη ζωή μας. «Φύγε Θεέ, δεν σε θέλω». «Εμποδίζεις στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο μου, την απληστία μου, την νομοθεσία μου, τον αμοραλισμό μου. «Δεν θέλω ανοικτούς ουρανούς». «Κανένας λόγος για Σένα».
Κατά συνέπειαν, φθάνουμε να ισχύει το βιβλικόν χωρίον για τον σύγχρονο άνθρωπο: «Έφαγεν και ενεπλήσθη και απελάκτισεν, ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη και εγκατέλιπε τον Θεόν, τον ποιήσαντα αυτόν και απέστη από Θεού Σωτήρος αυτού» (Δευτερ. λβ’,15).
Αυτό το γεγονός αποκαλείται εγκατάλειψη του Θεού από μέρους μας. Οποία τραγική πραγματικότητα. Ο Θεός φεύγει πρώτα από τη σκέψη μας, μετά από την καρδιά μας και στη συνέχεια από την βιοτή μας. Μια ζωή χωρίς Θεό. Προσκύνηση μονάχα στα σύγχρονα είδωλα, τους κατασκευασμένους νέους θεούς. Και βέβαια «ουδέν πτωχότερον διανοίας εκτός του αληθινού και ζώντος Θεού, φιλοσοφούσης τα του Θεού».
Ωστόσο, ο κόσμος χωρίς την παρουσία του Θεού δεν έχει ομορφιά. Μόνο δάκρυα πίκρας, θλίψης και απογοήτευσης. Δίχα Θεού, nur tränen. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε συντελείται μια αυτοπαράδοση στον μισόκαλο και ανθρωποκτόνο. Υπέροχα έχει λεχθεί ότι: «Ο άνθρωπος δεν δύναται να εύρη ανάπαυσιν και ευτυχίαν, ειμή μόνον εν τω Θεώ». Πλην όμως υπάρχουν και τα άλλα δάκρυα. Τα γαλήνια δάκρυα, εκείνα τα δάκρυα της μετάνοιας. Αυτά τα δάκρυα, τα γαλήνια και της μετάνοιας τα δάκτυλα των Σεραφείμ και των Χερουβείμ, τα παίρνουν μαζί τους και τα ανεβάζουν στον ουρανό. Μα, κι’ αν στης γης το χώμα έπεφταν, ήθελαν φυτρώσει πολλά, γεμάτα ευωδία, άνθη. Αλλά η Γραφή μας διαβεβαιώνει «χαρά έσται εν τω ουρανώ» (Λουκ. ιε’,7). Μονάχα σε κοινωνία με το Θεό η ψυχή μας φλέγεται αφλέκτως από θεία και άρρητη και ανερμήνευτη αγαλλίαση. Τότε ο σαρκωθείς Λόγος, ο Χριστός, διά των ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας Του «αεί ποιείται», δηλαδή είναι συνεχώς παρών. Μας συγχωρεί, μας αγιάζει, μας ευλογεί, μας χαριτώνει, μας θεώνει. Γι’ αυτό και Εκείνος είναι η απαρχή της νέας ανθρωπότητος, η «καινή κτίσις» και η προοπτική της αιωνιότητος. Τότε τον Μονογενή του Θεού, Υιόν και Λόγον Ιησούν Χριστόν τον κοιτάζω και με κοιτάζει, του μιλάω και μου μιλάει, τον ρωτάω και μου αποκρίνεται, είναι μια πλησμονή μακαριότητος. Άλλωστε ο Θεός μας έδωκε σώμα υπέρτερον των ζώων πάντων. Μας έδωκε ψυχή ζώσα «κατ’ εικόνα» του εστολισμένη. Υπάρχει η θεία σφραγίδα στον καθένα μας, ο κρίκος που συνδέει άρρηκτα Θεό και άνθρωπο. Γι’ αυτό πάντοτε ο άνθρωπος «εκζητεί τον Θεό και αίρει την ψυχή του προς τα άνω». Έχει έκτυπη την δυναμική του «καθ’ ομοίωσιν» και απώτερος σκοπός του, πάντοτε παραμένει το «οράν τον Θεόν».
Λοιπόν, ιστάμεθα μεν επί της γης, αλλά είμαστε πλασμένοι να ενατενίζουμε την πύλη του αιωνίου, της αθανασίας, της ζωής με το Θεό. Δεν επιτρέπεται τούτο να το λησμονήσουμε ούτε να το απεμπολήσουμε. Ο άνθρωπος δεν είναι ξηρά βιολογική μονάδα και δεν μπορεί να παραμένει με αλλοιωμένη την ωραιότητα του προσώπου του. Είναι ανάγκη και τούτη την χρονιά να εντείνουμε την προσπάθειά μας προς την οικείωσιν της εν Χριστώ βιοτής και ουδόλως να χωριστούμε από την «Θεού δύναμη και Θεού σοφία» ο,τι κι’ αν συμβεί.
Γι’ αυτό, ως τέκνα υπακοής, στην ανατολή της νέας χρονιάς αξίζει να πούμε την ικεσία: «Κύριε, εν τω φωτί του προσώπου Σου πορεύσομαι και τω ονόματί Σου αγαλλιάσομαι όλην την ημέραν».