Βάση βυζαντινής εκκλησίας από το 365 μ.Χ. βρέθηκε στην αρχαία Στρατονίκεια της Μικράς Ασίας

Η βάση μιας βυζαντινής εκκλησίας η ηλικία της οποίας πλησιάζει τα 1550 χρόνια, βρέθηκε στο πλαίσιο ανασκαφών στην αρχαία πόλη Στρατονίκεια της Καρίας, στην επαρχία Μούγλα της σημερινής Τουρκίας.

Όπως αναφέρει το capital.gr, η περιοχή έχει προστεθεί στον Προσωρινό Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 2015 και μάλιστα αρχαιολόγοι την έχουν χαρακτηρίσει ως μία από τις μεγαλύτερες μαρμάρινες πόλεις στον κόσμο.

Μιλώντας στο πρακτορείο Anadolu, ο Μπιλάλ Σογκούτ, επικεφαλής των ανασκαφών της Στρατονικείας, δήλωσε ότι η αρχαία πόλη – γνωστή και ως πόλη μονομάχων – διατήρησε τη σημασία της κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική και τουρκική περίοδο.

Ο Σογκούτ είπε ότι η ανασκαφική ομάδα έφτασε στην εκκλησία που χτίστηκε μετά από σεισμό το 365 μ.Χ. Πρόσθεσε ότι η εκκλησία παρέμεινε στο πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα. Αργότερα, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Είπε ότι πραγματοποίησαν τις περισσότερες ανασκαφές στην περιοχή που ονομάζεται Δυτική Οδός της πόλης, προσθέτοντας ότι: “εδώ, χτίστηκε μια εκκλησία στο δρόμο με τους κίονες. Αργότερα, όταν η εκκλησία καταστράφηκε, η περιοχή μετατράπηκε σε νεκροταφείο τη βυζαντινή περίοδο, τον 7ο αιώνα μ.Χ”. Τόνισε ότι η ομάδα εργάζεται στον χώρο όπου βρίσκονταν τόσο οι τάφοι όσο και η εκκλησία, σημειώνοντας, “Επί του παρόντος, αποκαθιστούμε τα καλύμματα δαπέδων της εκκλησίας.” Σημείωσε επίσης ότι χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά μαρμάρινα χρώματα για το πάτωμα της εκκλησίας, προσθέτοντας ότι έχουν εντοπίσει 62 τάφους στην περιοχή μέχρι στιγμής.

Η Στρατονίκεια μελετήθηκε για πρώτη φορά κατά το 18ο αιώνα. Η αρχαία πόλη ήταν γνωστή ήδη από το 17ο αιώνα, όταν οι περιηγητές της εποχής είχαν επισκεφτεί την περιοχή, εντοπίζοντας τα ερείπια και τις επιγραφές. Το 1743 ο R. Pococke περιέγραψε το θέατρο, το βουλευτήριο και την επιβλητική είσοδο της πόλης. Οι παλιότερες απεικονίσεις των μνημείων της Στρατονίκειας δημοσιεύτηκαν από τον Choiseul-Gouffier και τον Chandler. Τοπογραφικό σχέδιο της πόλης με τα ορατά μνημεία της εποχής και η ταυτοποίηση των δημόσιων οικοδομημάτων παρουσιάστηκε το 1863.

Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα μελετήθηκε για πρώτη φορά συστηματικά το βουλευτήριο,40 ενώ το 1977 άρχισε να ανασκάπτεται η θέση υπό τη διεύθυνση του Y. Boysal.41 Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα σημαντικότερα κτήρια της πόλης και έδωσαν μια εικόνα της τοπογραφίας της, αρκετά ασαφή όμως και αποσπασματική. Οι ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν ολοκληρωθεί42 και οι ελλιπείς γνώσεις μας για την αρχαία πόλη συμπληρώνονται από έμμεσες πηγές, όπως οι επιγραφές και οι περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων. Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται, και ορισμένα εκτίθενται, στα Μουσεία της Κωνσταντινούπολης, της Αλικαρνασσού, των Μυλάσων και του Μουγκλά. Στον αρχαιολογικό χώρο της Στρατονίκειας έχει οργανωθεί μικρό τοπικό μουσείο.

Λίγα λόγια για τη Στρατονίκεια από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

Η Στρατονίκεια ήταν μεσόγεια πόλη της Καρίας, χτισμένη σε ομαλή περιοχή κοντά στις πηγές του ποταμού Μαρσύα. Τα ερείπια της αρχαίας πόλης εντοπίζονται στο χωριό Εσκιχισάρ, στην επαρχία Μούγλα.

Η ίδρυση της Στρατονίκειας είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους μελετητές, καθώς οι γραπτές πηγές δίνουν ασαφή στοιχεία σχετικά με την ακριβή ημερομηνία δημιουργίας της. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για ελληνιστική πόλη των Σελευκιδών του 3ου αι. π.Χ. Παρά τις μαρτυρίες σε επιγραφές και νομίσματα η έρευνα δεν έχει καταλήξει στην ταυτοποίηση του ιδρυτή. Πιθανοί διεκδικητές της πατρότητας της πόλης θεωρούνται ο Σέλευκος Α΄, ο Αντίοχος Α΄, ο Αντίοχος Β΄, ο Αντίοχος Γ’ αλλά επίσης και ο Ευμένης Β’. Οι περισσότεροι μελετητές της ιστορίας της Στρατονίκειας θεωρούν πιθανότερο θεμελιωτή τον Αντίοχο Α’ το διάστημα 281 με 261 π.Χ.

Η Στρατονίκεια είχε φτάσει σε μεγάλη ακμή επί της δυναστείας των Σελευκιδών, οι οποίοι φρόντισαν να την κοσμήσουν με πολυτελή οικοδομήματα και να εξασφαλίσουν την κυριαρχία της στην ευρύτερη περιοχή.

Ήταν μία από τις πόλεις που φιλοξένησε Δελφικούς θεωρούς το 230-220 π.Χ. Αργότερα παραχωρήθηκε στους Ροδίους σε αβέβαιη χρονολογία. Στον Πολύβιο αναφέρεται ότι η Ρόδος απέκτησε τη Στρατονίκεια χάρη στη μεγάλη εύνοια του Αντιόχου και του Σελεύκου.Η ταυτοποίηση των βασιλέων είναι προβληματική. Πιθανότατα πρόκειται για το Σέλευκο Β΄ και τον Αντίοχο Γ΄, δηλαδή το γεγονός συνέβη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σελεύκου Β΄ (246-226/5 π.Χ.).

Γύρω στο 200 π.Χ. πέρασε για σύντομο χρονικό διάστημα στον έλεγχο του Φιλίππου Ε΄ του Μακεδόνα και ανακτήθηκε από τους Ροδίους με τη βοήθεια του Αντιόχου το 197 π.Χ. Τα στοιχεία για την απώλεια και την επανάκτηση της Στρατονίκειας από τους Ροδίους είναι ένα χωρίο από το Λίβιο και μερικά επιγράμματα που γράφτηκαν από ένα Ρόδιο στρατηγό, το Νικαγόρα. Οι επιγραφές που είναι αφιερωμένες στην εκστρατεία του Νικαγόρα πιθανότατα τοποθετούνται χρονολογικά στην περίοδο 201-198 π.Χ., προσφέροντας σχετικά ακριβή στοιχεία για τη χρονολόγηση της ανάκτησης της Στρατονίκειας. Η ροδιακή κατοχή στην πόλη επιβεβαιώθηκε με την Ειρήνη της Απάμειας το 188 π.Χ. Η Ρόδος απαιτούσε από τη Στρατονίκεια ετήσιο φόρο 120 τάλαντα και καταπίεζε τον πληθυσμό. Η Στρατονίκεια σύντομα αποστάτησε από τη Ρόδο. Το 167 π.Χ. έγινε μια προσπάθεια ανακατάληψής της από τη Ρόδο, αλλά η ενέργεια αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς την άδεια της ρωμαϊκής συγκλήτου και οι Ρόδιοι υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν.

Η Στρατονίκεια ανακηρύχθηκε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο ελεύθερη πόλη. Η συγκλητική απόφαση senatus consultum με τα ονόματα των υπάτων Marius Censorinus και Calvisius Sabinus που επιβεβαίωνε και την αρωγή της Ρώμης στην πόλη της Στρατονίκειας είχε τοποθετηθεί στο ναό του Δία στα Πανάμαρα. Η απόφαση αυτή ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τους ήδη στενούς δεσμούς της πόλης με τη Ρώμη. Η αφοσίωση της Στρατονίκειας προς την αυτοκρατορία κορυφώθηκε την εποχή του Αυγούστου με την καθιέρωση της αυτοκρατορικής λατρείας και την ίδρυση ναού προς τιμή του Αυγούστου και της Ρώμης. Σε αυτή τη χρονική περίοδο άρχισε να παράγει τα δικά της νομίσματα.

Μια διαμάχη σχετικά με τα σύνορα Ρόδου-Στρατονίκειας εξομαλύνθηκε από την πόλη των Βαργυλίων26 το 130 π.Χ. Το ίδιο έτος ο Αριστόνικος κατέφυγε στη Στρατονίκεια, μετά την ήττα του από τον ύπατο Marcus Perperna, όπου αιχμαλωτίστηκε έπειτα από πολιορκία, χωρίς να έχει την υποστήριξη της πόλης, η οποία παρέμεινε πιστή στη Ρώμη.

Κατά τη διάρκεια του Μιθριδατικού πολέμου, το 88 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από το Μιθριδάτη, ο οποίος εγκαταστάθηκε για ορισμένο διάστημα εκεί. Η Στρατονίκεια αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί από το Μιθριδάτη, ο οποίος όρισε πρόστιμα και εγκατέστησε φρουρά στην πόλη, αλλά στο τέλος του πολέμου αποζημιώθηκε από το Σύλλα. Η ανταμοιβή της ήταν να ανακηρυχθεί ελεύθερη και να λάβει πάλι το λιμάνι της Κέραμο.

Οι ορδές των Πάρθων επιτέθηκαν στη Στρατονίκεια το 40 π.Χ., αλλά απέτυχαν να καταλάβουν την πόλη, ακόμα και ύστερα από μακροχρόνια πολιορκία. Για τη σθεναρή της αντίσταση η πόλη κέρδισε την ευγνωμοσύνη του Αυγούστου και της συγκλήτου. Το συγκλητικό ψήφισμα ήταν αναρτημένο στο ναό της Εκάτης στη Λάγινα. Οι Πάρθοι προς εκδίκηση λεηλάτησαν το ιερό της Εκάτης στη Λάγινα και επιδίωξαν ανεπιτυχώς να καταστρέψουν και το ιερό του Δία στα Πανάμαρα.

Στην πόλη παραχωρήθηκαν ιδιαίτερα πολιτικά και οικονομικά προνόμια, όπως η απαλλαγή της από την απόδοση φόρων στη Ρώμη, με αποτέλεσμα την ανάταση της οικονομίας. Κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ. η Στρατονίκεια έλαβε 250.000 δηνάρια από τον Αντωνίνο Πίο, ίσως ως ενίσχυση ύστερα από καταστροφικό σεισμό. Εκείνη την περίοδο η πόλη θεωρούσε ότι ήταν πρωτεύουσα της Καρίας.