Τη Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου το βράδυ στο Ιερό Παρεκκλήσιο του Αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία στο άβατο της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά Βεροίας τελέσθηκε Αρχιερατική Ιερά Αγρυπνία με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 30 ετών από της μακαρίας κοιμήσεως του οσιακής μνήμης Γέροντος Γερασίμου του Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Της Ιεράς Αγρυπνίας προεξήρχε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, πνευματικό τέκνο του μακαριστού Γέροντος, ενώ συμμετείχε μόνον η αδελφότητα της Ιεράς Μονής.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Αγρυπνήσαμε απόψε με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα ετών από την οσιακή κοίμηση του μακαρία τη λήξει γενομένου και οσίως βιώσαντος Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, του Μεγάλου Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, εδώ στο ιερό Παρεκκλήσιο του αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία, του οποίου ο αοίδιμος Γέρων υπήρξε όχι μόνον ομώνυμος αλλά και ομότροπος.
Γι᾽ αυτό και ισχύει και για τον μακαριστό Γέροντα Γεράσιμο, τη μεγαλη αυτή σύγχρονη μορφή της Εκκλησίας μας, την καλλικέλαδο αηδόνα όχι μόνο του Άθωνος αλλά και ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η προτροπή του ουρανοβάμονος αποστόλου Παύλου, «μνημονεύετε των ηγουμένων υμών … ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν».
Αυτή η πίστη έφερε τον Γέροντα νεαρό στο Άγιο Όρος, σε ηλικία 18-20 ετών, και μάλιστα όχι σε ένα μοναστήρι, σε ένα κοινοβιο, αλλά «εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω», στη Μικρή Αγία Αννα, στην έρημο του Αγίου Όρους. Και αυτή η πίστη, η μεγάλη, η ακλόνητη στον Χριστό, τον κρατησε στον τόπο, ακόμη και όταν ο Γέροντάς του τον εγκατέλειψε μετά από δύο χρόνια, νέο μοναχό και νέο στην ηλικία, εκτεθειμένο στις παγίδες και στις επιθεσεις του πονηρού. Όμως η πίστη του αυτή και η σταθερότητά του στην επιλογή που έκανε, του έφερε τη χάρη και την ευλογία του Θεού, που αποκαλύφθηκε οφθαλμοφανως σε έναν ενάρετο μοναχό, τον Γέροντα Εφραίμ τον ταλαίπωρο, όπως ονομαζόταν.
Ο όσιος αυτός Γέροντας περνούσε μια ημέρα έξω από την Καλύβη του τιμίου Προδρόμου, όπου ζούσε τοτε ο π. Γεράσιμος, νέος τότε, και είδε να υπερίπταται ο τίμιος Πρόδρομος. Έκπληκτος τότε τον ρώτησε: «Τι κάνεις εδώ, τίμιε Πρόδρομε;» Και εκείνος του απήντησε: «Κάθομαι εδώ και φυλάω το καλογέρι που μου ανάβει τα καντήλια».
Η πίστη όμως αυτή του Γέροντος στηριζόταν και ενισχυόταν και με την προσευχή, διότι η ζωή του Γεροντος υπήρξε μία διαρκής προσευχη, είτε μέσα στον ναό είτε στο κελί του είτε όταν συνέθετε τις ακολουθίες, αδιαλείπτως προσηύχετο, με όλη τη θέρμη της ψυχής του.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του μακαριστού Γέροντος Διονυσίου του Μικραγιαννανίτου, του πνευματικού μας, όταν ο ίδιος ήταν νεαρός μοναχός και ζούσε στο παρακάτω κελί, μαζι με τον Γέροντα Αβιμέλεχ, μία νύκτα, την ώρα που σηκώθηκαν για να διαβάσουν την Ακολουθία, ο Γέρων Αβιμέλεχ βγήκε από τον ναό και κατευθύνθηκε προς την αυλη. Μία περίεργη λάμψη τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του προς τον Τίμιο Πρόδρομο, όπου ασκήτευε ακόμη μόνος του ο Γερων Γεράσιμος. Και τότε είδε να φλέγεται ο ναός του τιμίου Προδρόμου και η λάμψη να βγαίνει από το παράθυρο.
Επέστρεψε στον ναό, όπου ο π. Διονύσιος συνέχιζε να διαβάζει την Ακολουθία, και του είπε ότι πήρε φωτιά ο ναός του τιμίου Προδρόμου και πρέπει να σπεύσουν γρήγορα να βοηθήσουν τον π. Γεράσιμο που κινδύνευε.
Όντως έτρεξαν και οι δύο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και έφθασαν στο παράθυρο από όπου έβγαινε η λάμψη της φωτιάς. Όταν πλησίασαν και κοίταξαν μέσα στον ναό, τα έχασαν. Ο π. Γεράσιμος προσευχόταν γονατιστός και όλος ο ναός ήταν πλημμυρισμένος από θείο και ουράνιο φως, του οποίου η λάμψη ήταν αυτή που έβγαινε από το παραθυρο και τους είχε κινητοποιήσει.
Τότε ο Γέρων Αβιμέλεχ, άγιος και αυτός μοναχός, πήρε τον π. Διονύσιο από το χέρι και του ειπε: «Ο Γέρων Γεράσιμος έχει πνευματική κατάσταση, ας μην τον ενοχλήσουμε, πάμε να φύγουμε». Και έτσι επέστρεψαν και συνέχισαν την Ακολουθία τους.
Όταν την επόμενη ημέρα συναντηθηκαν και είπαν στον Γέροντα Γεράσιμο το περιστατικό, εκείνος από ταπείνωση έκανε ότι δεν καταλάβαινε γιατί του μιλούσαν.
Αυτή η πνευματική εμπειρία δεν ήταν η μοναδική που είχε προσευχόμενος ο μακαριστός Γέροντας, επεδίωκε όμως να τις αποκρύπτει και ελάχιστες μόνο φορές μπορούσαν να καταλάβουν οι πατέρες και οι συνομιλητές του ότι πίσω από τα λόγια του για τον Χριστό, για την Κυρία Θεοτόκο ή για τους αγίους κρυβόταν κάποια ουράνια εμπειρία. Και επέτρεπε στον εαυτό του να υπαινιχθεί αυτή την εμπειρία για να ενισχύσει τον συνομιλητή του, όπως έκανε κάποτε με τους μαθητές ενός κατηχητικού σχολείου που συνάντησε στο πλοιάριο για το Άγιο Όρος. Όταν τον ρώτησαν «πως είναι, Γέροντα, ο Χριστός;» γιατί ο καθηγητής τους τους είχε πεί ότι ήταν «αδύνατος, ψηλός και φυματικος», ο Γέροντας τους τον περιέγραψε λέγοντας «Τι είναι αυτά που σας λένε; Ο Χριστός μας είναι δυνατος, ωραίος, λάμπει το προσωπόν του». Και όταν οι μαθητές τον ρώτησαν «και που το ξέρετε εσείς, Γέροντα», ο Γέρων Γεράσιμος τους είπε «Τον είδα, παιδιά μου, και είναι πανέμορφος και λάμπει υπέρ χιλίους ηλίους …» Και σταμάτησε απότομα, γιατί κατάλαβε ότι είχε παρασυρθεί και είχε αποκαλύψει τη Θεοφανεια, η οποία επιβεβαιώθηκε μετά την κοίμησή του, όταν οι πατερες της Συνοδείας του βρήκαν ένα αυτόγραφο σημείωμα, στο οποίο ο Γέροντας Γεράσιμος περιέγραφε τους αγώνες του, όταν ακόμη ζούσε μονος, και την ουράνια επίσκεψη του Κυρίου.
Έγραφε ο Γέροντας «… Ο Κύριος επέβλεψεν και εξαπέστειλεν το έλεός του. Παρήλθεν η αγωνιώδης αύτη κατάστασις, ήτις διήρκεσεν επί δύο συναπτά έτη, κατά τα οποία ευρέθην ως να είμαι εις ασέληνον και ζοφώδη νύκτα, εγκαταλελειμμένος από πάντας, μόνος, μονώτατος εις μίαν έρημον, αλλ᾽ είχα απαραμιλλον υπομονήν εν τελεία αυταπαρνήσει, έως ότου συνέβη η εξής θεία επίσκεψις. Είδον τον Κυριον, είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, λάμποντα υπέρ τον ήλιον και μου λέγει “Τι έχεις τέκνον μου; Δεν σε εγκατέλειψα, είμαι πλησίον σου, σε εδοκίμασα και ήδη παρήλθον όλα”».
Αυτής της θείας εμπειρίας αξιώθηκε ο Γέροντας δύο χρόνια αφότου έμεινε μόνος στο Άγιο Όρος, μετά την αναχώρηση του Γέροντός του, και πάλευε σκληρά, σώμα με σώμα, με τον σατανά.
Ήταν η απάντηση του Χριστού στην υπομονή του, στην πίστη του και στην αδιάλειπτη προσευχή του. Και αυτές τις αρετές σύστηνε και στους υποτακτικούς του παράλληλα με την ταπείνωση και την υπακοή.
Αυτές συστήνει και σε εμάς, μαζί την προσήλωση και την αφοσίωση στην προσευχή κατά την ώρα των ιερών Ακολουθιών, διότι, όπως ελεγε, «οι άγιοι είναι παρόντες και μας παρακολουθούν και μας ευλογούν» και πολλές φορές τους έβλεπε και πολλάκις επικοινωνούσε και συνομιλούσε μαζί τους. Πολλές φορές ερχόταν να τον ευχαριστήσουν για τις Ακολουθίες τις οποίες συνέθετε με τόση ευλάβεια, με τόση αγάπη, αφού μελετούσε τη ζωή τους πρώτα, και κατόπιν, όταν τελείωνε και έβγαινε έξω και τον συναντούσαμε, νομίζαμε ότι κατέβαινε από το Θαβώρειο όρος. Ήταν φωτισμένος, έλαμπε μέσα στο άκτιστο φως της θείας Μεταμορφώσεως.
Ο Γέροντας είχε την πλούσια ευλογία και του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου και των αγίων που ύμνησε, είχε την ευλογία να ζει μέσα στη χάρη και την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, και αξιώθηκε να προείπει και την κοίμησή του. «Θα είναι Σάββατο και εν καιρώ χειμώνος», είχε πεί 20 ημέρες νωρίτερα σε κάποιον προσκυνητή, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία, όταν κοιμηθεί ο Γέροντας να παρευρεθεί στην κηδεία του. Και του είπε: «Δεν θα μπορείς, πατέρα μου», ήταν ιερεύς, «διότι θα είναι και Σάββατο και θα είναι και καιρός χειμώνος». Και πραγματι τα ξημερώματα του Σαββάτου της 7ης Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο, στις 1 και 40 το πρωί, επικαλούμενος τρεις φορές τον άγιο Νεκτάριο, τον οποίο είχε γνωρίσει στα νεανικα του χρόνια, εκοιμήθη, για να μεταβεί «ένθα ουκ έστι πόνος … αλλα ζωή ατελεύτητος»· για να προσεύχεται από εκεί για όλους μας, υμνώντας διηνεκώς τον Χριστο μετά πάντων των αγίων.
Να έχουμε και εμείς που τον τιμούμε ως πνευματικό μας πατέρα, παππου και προπάτορα την ευχή του να μας προστατεύει και να μας στηρίζει στον αγώνα μας.