Tου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Συνήθως πανηγυρίζουμε τα θριαμβευτικά ιστορικά γεγονότα που συνετέλεσαν στην ελευθερία και την συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, αλλά ξεχνάμε ότι αυτοί οι αγώνες και οι νίκες είχαν σοβαρό αντίκτυπο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αυτό το βλέπουμε στα γεγονότα που έγιναν στους Ρωμηούς της Κωνσταντινοπόλεως, τους Πατριάρχες και τους Αρχιερείς μετά την εξέγερση των Ελλήνων το 1821, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή (1912 -1922), και μετά την συνθήκη της Λωζάννης (1923) και αργότερα κατά τον απελευθερωτικό Αγώνα των Κυπρίων του 1955 που ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα.
Αφορμή να κάνω αυτές τις σκέψεις ήταν το νέο βιβλίο του θεολόγου-ιστορικού Αριστείδη Πανώτη με τίτλο «Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας», τόμος Γ΄, τεύχος Β΄, και τον ειδικότερο τίτλο του Η΄ Μέρους «Η “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)». Πρόκειται για 20 κεφάλαια που αναφέρονται σε διάφορα γεγονότα που έγιναν μετά την Συνθήκη της Λωζάννης.
Από τις πολλές πληροφορίες που διαβάζουμε σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου, θα περιοριστώ να παρουσιάσω μερικά στοιχεία που αναφέρονται στις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και των λαθών των Ελλήνων πολιτικών στην υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην μαρτυρική ζωή των Πατριαρχών και των Αρχιερέων του Θρόνου μετά την Συνθήκη της Λωζάννης.
1. Η αλλαγή της υπόστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Η Διεθνής Συνδιάσκεψη για την επίλυση των θεμάτων που ανέκυψαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έγινε στην Λωζάννη της Ελβετίας, η οποία άρχισε στις 13/20 Νεομεβρίου 1922 και κατέληξε στις 24 Ιουλίου 1923 με την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας.
Εκτός των άλλων σημείων, με την «Συνθήκη Ειρήνης» στην Λωζάννη της Ελβετίας γινόταν γνωστό «ότι παραδιδόταν και πάλι η Πόλη (Κωνσταντινούπολη) στην τουρκική κυριαρχία και ταυτόχρονα αναγνωριζόταν πλέον διεθνώς η νέα εθνικιστική κυβέρνηση».
Στο παρόν κείμενό μου δεν θα ασχοληθώ με τις επί μέρους αποφάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης, αλλά με όσα αφορούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο όντως βρέθηκε σε δύσκολη θέση.
Ο Αριστείδης Πανώτης στην αρχή του βιβλίου γράφει:
«Με την υπογραφή της “Συνθήκης Ειρήνης” στην Λωζάννη της Ελβετίας γράφτηκε ο επίλογος της “Μικρασιατικής Καταστροφής”. Τότε τέθηκε κάποιος συμβιβασμός στις εκατέρωθεν μακροχρόνιες εδαφικές διεκδικήσεις Ελλήνων και Τούρκων, όμως δεν εξασφαλίστηκε το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο για την διευθέτηση και των θρησκευτικών προβλημάτων κατά το Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Αντιπρόσωποι των κρατών που συνήλθαν στην Λωζάννη εθεώρησαν πολύ σωστά εαυτούς αρμοδίους μόνον για επίλυση των διακρατικών ζητημάτων. Τα θρησκευτικά και πολιτιστικά ζητήματα μεταξύ των Ορθοδόξων και των Τούρκων εθνικιστών, τα άφησαν ρυθμιζόμενα κατά τις παλαιότερες διεθνείς συνθήκες στην καλή θέληση των δύο χωρών, όπως τα αποδέχθηκαν οι αυτοκρατορίες που πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον 20ο αιώνα. Οι συνελθόντες στην Λωζάννη ευελπιστούσαν ότι ξεπέρασαν το τεθέν από τους Τούρκους “Πατριαρχικό ζήτημα” με διπλωματικούς χειρισμούς, ίσως διότι δεν είχαν εμπειρία της αγριοτητος της εθνικιστικής εξάψεως του Νεοτουρκισμού».
Οι Τούρκοι κατά τις Συνεδριάσεις στην Λωζάννη, ζήτησαν να φύγη το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Σύμμαχοι «απείλησαν τότε τους Τούρκους πως αν επιμείνουν να μετατεθεί το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη θα αρχίσουν πάλι οι εχθροπραξίες που θα έκριναν το μέλλον της Ανατολικής Θράκης. Οπότε, οι Τούρκοι υπεχώρησαν και υπογράφηκε η “Σύμβαση”».
Πάντως, το Τουρκικό Κράτος μετά την Συνθήκη της Λωζάννης υποχρεώθηκε μεν να κρατήση την Έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά προέβη σε δύο ενέργειες για να εξαναγκάση τους Αρχιερείς να φύγουν μόνοι τους.
Η πρώτη ήταν να αλλάξη τον χαρακτήρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γράφει ο Αριστείδης Πανώτης: «Στους πρώτους στόχους της κυβερνήσεως της Άγκυρας ήταν και η μετάλλαξη του ιδιάζοντα Ελληνορθόδοξου χαρακτήρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και για να το πετύχει αυτό καθιστά την ανάδειξη του νέου Πατριάρχη μια εσωτερική υπόθεση της Ρωμαίικης Ομογένειας, στην οποία δικαιούνται να έχουν ανάμειξη μόνον οι αναγνωρισμένοι πλέον ως Τούρκοι πολίτες ορθόδοξοι ιερωμένοι. Όσοι αρχιερείς των τριανταπέντε (35) Μητροπόλεων του Θρόνου παρασταθηκαν στο διωκόμενο ποίμνιό τους ή και δέχθηκαν συμμαχική προστασία κατά την περίοδο της Ανακωχής του 1918 καταδικάζοντο εις θάνατον από τους εθνικιστές και μαζί με αυτούς και όσοι ακολούθησαν το διωχθέν ή “ανταλλαγέν” ποίμνιό τους και κατέφυγαν στην ελληνική επικράτεια. Αυτοί θεωρήθηκαν ότι ανέκτησαν δεσμό ιθαγένειας με το Ελληνικό κράτος και συνέπεια ήταν να απωλέσουν την οθωμανική υπηκοότητά τους και επομένως δεν δικαιούνται πλέον να συμμετέχουν σε συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου, που βρίσκεται εντός του τουρκικού κράτους. Αυτό στέρησε από την διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου πλείστα ικανά και εξαιρετικά καταρτισμένα αρχιερατικά στελέχη, όπως τον Ηρακλείας Φιλάρετο, τον Κασσανδρείας Ειρηναίο, τον Τραπεζούντος Χρύσανθο, τον Ρόδου Απόστολο, τον Δυρραχίου Ιάκωβο και πλείστες άλλες αξιόλογες εκκλησιαστικές προσωπικότητες του Φαναρίου και προέκυψαν πολλές δυσχέρειες στην οικουμενική αποστολή του πανάρχαιου σεπτού θεσμικού κέντρου των Ορθοδόξων».
Η δεύτερη ενέργεια ήταν η εμφάνιση του «παπα-Ευθύμη» για να δημιουργή προβλήματα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γράφει:
«Η Μεταλωζάννειος περίοδος της εχθρικής τακτικής της Άγκυρας κατά του Φαναρίου αρχίζει όταν εμφανίζεται στις 2 Οκτωβρίου 1923 στο Πατριαρχείον ο παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης ως ο “τοποτηρητής των Τουρκορθοδόξων” και ως “εξουσίαν έχων” επιδιώκει ασεβέστατα με αυθάδεια και ενοχλητικά να ενημερωθεί για τις προϋποθέσεις που βαδίζει η Ενδημούσα Σύνοδος στην νέα πατριαρχική εκλογή και ειδικότερα:
α) Ως προς τον τρόπο της διεξαγωγής της και την τήρηση της αποστολής στην κυβέρνηση προ της εκλογής του καταλόγου των εκλεκτόρων και των υποψηφίων και μετά ως προς την νομιμοποίησή της.
β) Ως προς την συμμετοχή σ’ αυτή των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Με το ερώτημα τούτο επιδιώκεται να προσμετρηθεί η αντίδραση των ορθοδόξων κρατών, των οποίων οι Αντιπρόσωποι αντιτάχθηκαν στις τουρκικές αξιώσεις στην Λωζαννη και τι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση παραβιάσεως των Ιερών Κανόνων».
Πάντως, οι Τούρκοι όταν ήθελαν να δημιουργούν προβλήματα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο χρησιμοποιούσαν τον «παπα-Ευθύμη» και τους οπαδούς του.
2. Οι Οικουμενικοί Πατριάρχες στην Μεταλωζάννεια εποχή
Οι Τούρκοι, ενώ από τους Συμμάχους υποχρεώθηκαν να κρατήσουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, όμως προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να υποτιμήσουν τον ρόλο του και ακόμη περισσότερο να δημιουργήσουν προσκόμματα στην εκλογή των Οικουμενικών Πατριαρχών.
«Οι κεμαλικοί πίστευαν ότι, όπως εύκολα ανέτρεψαν και εκτόπισαν εκ της Τουρκίας με συνοπτικές διαδικασίες και κατά προσβλητικό τρόπο για τους μουσουλμάνους το ισλαμικό Χαλιφάτο, θα μπορούσαν άμεσα ή έμμεσα να απαλλαγούν και από την παρουσία στην Κωνσταντινούπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Σε υπόμνημα που απέστειλε αργότερα ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄ στην Γενεύη στις 22 Φεβρουαρίου 1925, μεταξυ των άλλων γραφόταν, όπως εξηγεί ο Αριστείδης Πανώτης, ότι η Άγκυρα «ενώ απέσυρε κατά τις συζητήσεις στην Λωζάννη το αίτημά της για την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την έδρα του και ο ιερός Θεσμός αποδέχθηκε την αποδέσμευσή του από τα κοσμικά προνόμια που τον περιέβαλε ο Μωάμεθ Β΄ και προσαρμόστηκε αυστηρά στην εκκλησιαστική διακονία του, η τουρκική κυβέρνηση δεν έπαυσε διά των οργάνων της να δημιουργεί σ’ αυτό κάθε είδους εμπόδια, προκειμένου να μειώσει διεθνώς το πνευματικό και εκκλησιαστικό του κύρος».
Πάντως, την περίοδο μετά την Συνθήκη της Λωζάννης τέσσερεις Πατριάρχες αντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες, όπως αναλύεται στο παρόν βιβλίο, ήτοι ο Μελέτιος Μεταξάκης, ο Γρηγόριος Ζ΄, ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και ο Βασίλειος Γ΄. Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Ο Πατριαρχικός “Γολγοθάς” από το νέο καθεστώς». Η εξιστόρηση των γεγονότων δείχνει πράγματι τον «Γολγοθά» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
α) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος (25 Νοεμβρίου 1921 – 20 Σεπτεμβρίου 1923), που ήταν Πατριάρχης κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας «θεωρούσε δεινή ήττα της Χριστιανοσύνης την εγκατάλειψη του Πατριαρχείου στην διάκριση των νέων εξουσιαστών της Τουρκίας από τους συνελθοντας στην Λωζάννη».
Ο Μελέτιος απομακρύνθηκε από τον Πατριαρχικό θρόνο και ο «Επίτροπος του Πατριάρχη, ο Καισαρείας Νικόλαος, ανέλαβε την δύσκολη αποστολή της προσεγγίσεως εκ μέρους του Πατριαρχείου του νέου καθεστώτος επωφελούμενος την ευκαιρία του εορτασμού της θεσπίσεως του νέου Συντάγματος».
«Βασικός στόχος των εθνικιστών της Άγκυρας ήταν ο,τι δεν κατόρθωσαν κατά τις συνομιλίες στην Λωζάννη να το δρομολογήσουν για τα επόμενα χρόνια. Αρχικά επιχείρησαν την διεθνή υποβάθμιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου χαρακτηρίζοντάς το ως ιδρύματος “εσωτερικού νομικού δικαίου” και επομένως μη δικαιούμενου τιμητικής εκπροσωπήσεως στην Άγκυρα. Μετά θέλησαν να ασκήσουν επιρροή στην πατριαρχική εκλογή, υποδεικνύοντας υποψηφιότητα της αρεσκείας τους. Ο “Κατάλογος” των εκλόγιμων συνοδικών ιεραρχών που επέστρεψε στο Φανάρι ο νομάρχης περιλάμβανε μόνον τους ένδεκα (11) εν ενεργεία αρχιερείς, που αναγνωρίστηκαν ως μη “ανταλλάξιμοι” και παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως έχοντες την τουρκική υπηκοότητα κατά τις γνωστές “Οδηγίες” της 19ης Νοεμβρίου (1339) – 1923 (Π.Η.)».
Από τις συζητήσεις μεταξύ των Ιεραρχών ο Χαλκηδόνος Γρηγόριος συγκέντρωνε την προτίμησή τους, ο οποίος «δεν αναμείχθηκε στα τότε συμβάντα με την “Εθνική Άμυνα” στα της εκλογής του από Αθηνών Μελετίου Μεταξάκη ως Πατριάρχου», μάλιστα δε «διατηρούσε καλές σχέσεις με τον τουρκικό παράγοντα κατά το διάστημα της Ανακωχής του 1918 και γι’ αυτό κρίθηκε ως ο πλέον κατάλληλος ιεράρχης για να αποκαταστήσει τις σχέσεις κατά την Μεταλωζάννεια περίοδο με τους κυβερνώντες την Τουρκία».
β) Έτσι, ο Γρηγόριος Ζ΄ εξελέγη Πατριάρχης την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου ή την 6η Δεκεμβρίου 1923 (Νέο ημερολόγιο). Ανακοινώθηκε επίσημα η εκλογή του στην Άγκυρα και στην Νομαρχία. Όμως, «η εκλογή του νέου Πατριάρχη δυσαρέστησε την κυβέρνηση της Άγκυρας και αμέσως από την επομένη της εκλογής του Γρηγορίου Ζ΄ εξαπολύθηκε από τον Νεοτουρκικό εθνικισμό μέσω του ελεγχόμενου Τύπου σφοδρή προσωπική επίθεση εναντίον του προς υπόσκαψη του προσωπικού του κύρους και της ιερότητος του αξιώματός του και συνεχίστηκε η έξαλλη πολεμική κατά του Πατριαρχείου “ως του αμετανόητου κέντρου προδοτικής συνομωσίας κατά της Τουρκίας”! Απλώθηκε μια παγερή σιωπή για λίγες ημέρες και μετά δόθηκαν τυπικές απαντήσεις από τις κατεστημένες Κεμαλικές αρχές, οι οποίες στο διάστημα αυτό “σχεδιάζουν” πως θα εμποδίσουν την ενθρόνιση του εκλεγέντος Πατριάρχη. Για το ανίερο και κακοποιό έργο επιστρατεύεται ο παπα-Ευθύμ φρουρούμενος από μερικούς Τουρκολαζούς μαζί με τους λίγους οπαδούς του. Αυτοί έφθασαν στις 20 Δεκεμβρίου 1923 (Ν.Η.) και έξαλλοι και επιθετικοί στράφηκαν κατά των θυρωρών της πύλης του Φαναρίου και προχώρησαν θρασύτατα στα πατριαρχικά δώματα. Εκεί συνέλαβαν τον Πατριάρχη και τους αρχιερείς και με βίαιο τρόπο τους εκδίωξαν από τα Πατριαρχεία για να μην πραγματοποιηθεί η ενθρόνισή του!».
Πρόκειται για θρασύτατες ενέργειες που έγιναν με την προστασία και την κάλυψη των Τούρκων.
«Τότε ο Πατριάρχης και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος προστατεύοντας το “αυτοδιοίκητο” του Πατριαρχείου, που είναι από μακρού κατοχυρωμένο και με το άρθρο 62 της Συνθήκης του Βερολίνου του 1878, συνεδρίασαν εκτός Φαναρίου και ανακοίνωσαν τα έκτροπα στην νομαρχία Κωνσταντινουπόλεως και ζήτησαν την προστασία των αρχών. Ταυτόχρονα επικοινώνησαν με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, καταγγέλλοντας την κατάφωρη παραβίαση της “Συνθήκης της Λωζάννης” πέντε μήνες μετά την υπογραφή της σε ένα κράτος, που υφίσταται πλέον χωρισμός της Θρησκείας από την Πολιτεία! Η εν Ελλάδι ελεύθερη ιεραρχία του Οικουμενικού Θρόνου και η ιεραρχία της Αυτοκεφάλου Διοικήσεως απευθύνθηκαν με διαμαρτυρίες στις ετερόδοξες Εκκλησίες και στις πολιτικές αρχές των κρατών, που υπέγραψαν την Συνθήκην».
Υπήρξε έντονη αντίδραση των Αρχιερέων, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και διεθνών παραγόντων εναντίον των γεγονότων αυτών, και τελικά έγινε η ενθρόνιση στις 30 Δεκεμβρίου 1923, και το Συνοδικό Δικαστήριο στις 19 Φεβρουαρίου 1924 καθήρεσε από το ιερατικό λειτούργημα τον παπα-Ευθύμ για «φατρία και στάση».
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄ «με σπάνια ευψυχία και ηρωισμό αντιμετωπίζει τα πολλά σοβαρά προβλήματα, που προξενήθηκαν από τις πονηρές φαλκιδεύσεις πολλών άρθρων της Συνθήκης της Λωζάννης από την Άγκυρα. Όμως, ο συνεχής κατατρεγμός με δικαστικές διώξεις και άλλες θλιβερές αμφισβητησεις κλόνισαν την υγεία του Πατριάρχη. Την 1η Σεπτεμβρίου 1924 στην τελετή της Ινδίκτου δεν παρέστη αφού προέκυψε κρίση χολολιθιάσεως από αποφρακτικό ίκτερο. Ο ίκτερος όμως γενικευόταν και επιχειρήθηκε στις 23 Οκτωβρίου εγχείρηση μέσα στο Πατριαρχείο. Δυστυχώς μετά από λίγες ημέρες εμφανίστηκαν επιπλοκές επεκτάσεως του ίκτερου (χρυσής) που δεν τις άντεξε και ο σεπτός Προκαθήμενος της Εκκλησίας κατέληξε σε ηλικία 79 ετών στις 17 Νοεμβρίου του 1924».
Μετά την κοίμηση του Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ την 17 Νοεμβρίου 1924, «ο Δερκων Κωνσταντίνος ήταν πλέον δημοφιλης Ιεράρχης στην Ομογένεια και η εκλογή του εθεωρήθη καταλληλη για να αντιμετωπίσει την Μεταλωζάννεια οργή της Άγκυρας. Όμως ο δεσμός του με την Ομογένεια δεν άρεσε καθόλου στους κρατούντες, που ενδιαφέρονταν να τον αποσυνθέσουν αυτον από το Φανάρι. Οι εθνικιστές κυρίαρχοι της εξουσίας στην Τουρκία σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία της συμφωνίας περί της ανταλλαξιμότητας, μέσω της Μεικτής Υποεπιτροπής Ανταλλαγής πληθυσμών της “Κοινωνίας των Εθνών”, η οποία τότε έδρευε στην Κωνσταντινούπολη».
«Έτσι προσάγονται συνοδικοί αρχιερείς για δήθεν εξακρίβωση στοιχείων τους, συνοδευόμενοι πάντα ως δήθεν “ύποπτοι φυγής” από μυστικούς αστυνομικούς, ενώπιον της Υποεπιτροπής Ανταλλαγής που εδρεύει στην Πόλη και με αυτόν τον ανακριτικό τρόπο αναζητούνται αφορμές από τους αρχιερείς για να τους καταστήσουν αρχικά ανασφαλείς και να τους τρομοκρατήσουν και μερικούς εξ αυτών να μπορέσουν να τους εκδιώξουν από το τουρκικό έδαφος».
Τότε με αστυνομική συνοδεία «ως κρατούμενος» προσήλθε ο υποψήφιος για τον Πατριαρχικό θρόνο Δέρκων Κωνσταντίνος στην Υποεπιτροπή και «επί ώρες τον ταλαιπωρούν στον προθάλαμο των συνεδριάσεων για να τον απαξιώσουν με μακρά αναμονή ως επαχθές πρόσωπο». Μάλιστα, «δύο ημέρες πριν την εκλογή η Άγκυρα θέλησε να επιδείξη πάλι την πυγμή της για να εκφοβίσει τους εκλέκτορες για την εκλογή του από Δέρκων και συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στην Υποεπιτροπή και άλλα δύο μέλη της Ιεράς Συνόδου, επειδή δήθεν είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη μετά την Ανακωχή του 1918».
γ) Τελικά, ο Μητροπολίτης Δέρκων Κωνσταντίνος ΣΤ΄ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης στις 17 Δεκεμβρίου 1924, και αμέσως έγινε η τελετή της «Αναρρήσεως εις τον Θρόνον, καθώς και η ανάληψη των καθηκόντων του», για να προληφθούν αντιδράσεις από τους Τούρκους.
«Όμως, η εκλογή αυτή δυσαρέστησε την κυβέρνηση της Αγκυρας, γιατί έδειχνε ότι το Πατριαρχείο υπεραμυνόταν της ανεξαρτησίας και των θρησκευτικών δικαιωμάτων του στο να ρυθμίζει μόνο τα του οίκου του και πως επιμένει να γίνονται σεβαστές οι επιλογές του και μέσα στο εκσυγχρονιζόμενο νέο κράτος. Αυτή η ξεκάθαρη θέση του Φαναρίου προκάλεσε τις οχλοκρατικές ενέργειες της “Τουρκορθοδόξου” συμμορίας του καθηρεμένου “Καραχισαρίδη-Erenerol” και στις επάλληλες ταπεινωτικές ενοχλήσεις και ενέργειες της Αστυνομίας του Φαναρίου από τις 22 μέχρι την 24ην Δεκεμβρίου 1923 κατευθυνόμενες με εμπάθεια υπό του τουρκικού Τύπου, ενώ η κυβέρνηση της Αγκυρας αναζητούσε τρόπους εκτοπίσεως του εκλεγεντος Πατριάρχη».
Στην συνέχεια οι Τούρκοι με βίαιες ενέργειες τον απέλασαν από την Τουρκία. Η περιγραφή των τραγικών αυτών γεγονότων είναι γλαφυρά από τον Αριστείδη Πανώτη:
«Κατά την 43η ημέρα της πατριαρχίας του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ με κάθε μυστικότητα η Νομαρχία διά της Αστυνομίας οργανώνει την απέλαση του Πατριάρχη για να δείξουν στην μουσουλμανική κοινή γνώμη της χώρας ότι πράττουν τα όμοια στον θρησκευτικό ηγέτη των Χριστιανών με εκείνα που υπέστη πριν λίγους μήνες εκτοπιζόμενος και ο Χαλίφης τους Αβδούλ Μετζίτ και ότι έμπρακτα πλέον χωρίζουν την Θρησκεία από το νέο κρατικό μόρφωμα που συνιστούν με λαικό χαρακτήρα. Στις 6.30΄ π.μ. της 30ης Ιανουαρίου 1925, εορτή των Τριών Ιεραρχών, αφού είχαν διακόψει την τηλεφωνική επικοινωνία για να αιφνιδιάσουν τους πάντες και να μην ειδοποιηθούν οι συνοδικοί αρχιερείς και ο λαός, καταφθάνουν τις πρώτες πρωινές ώρες στο Φανάρι αστυνομικοί και αξιώνουν από τον φύλακα να τους ανοίξει την πύλη, οπότε ορμούν και ανέρχονται στον κοιτώνα του Πατριάρχη! Τον ξυπνούν επιτακτικά ως καταζητούμενο: “Η Αστυνομία”! Μόλις άνοιξε την θύρα εισόρμησαν στο κελλί του και του παραδίδουν το ένταλμα συλλήψεώς του μαζί με το τουρκικό “Διαβατήριο ανταλλαξιμότητος”. Η ασεβής αυτή σκηνή έμοιαζε με σύλληψη δραπέτου! Ο επικεφαλής του δίδει καιρό 10 μόλις λεπτά να ντυθεί παρουσία του και χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν να τον ακολουθήσει! Ο Πατριάρχης με αξιοπρέπεια και ευγένεια τους ζήτησε λίγο χρόνο να διεκπεραιώσει την διαδικασία της αναθέσεως της Επιτροπείας του στον Μέγα Πρωτοσύγκελλο Πολύκαρπο Δημητριάδη, μετέπειτα Μητροπολίτη Μύρων και Προύσης. Και αφού διεκπεραιώθηκε αυτή η διαδικασία προσκύνησε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου -τότε του αγίου Ευσταθίου- και κατέβηκε στον περίβολο. Διερχόμενος από την “Κλειστή Πύλη” υποκλίθηκε στο σύμβολο αυτό της διαμαρτυρίας κατά πάσης θρησκευτικής βαρβαρότητας και πορεύθηκε και προσκύνησε στον πατριαρχικό ναό. Τέλος εξήλθε της πύλης και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο της Αστυνομίας και οδηγήθηκε υπό αυστηρή φρούρηση στον σιδηροδρομικό σταθμό του “Σίρκετζι”! Εκεί επιβιβάστηκε με συνοδεία φρουρών στην αμαξοστοιχία που έφευγε για τα ελληνικά σύνορα! Ένας παρατυχών ομογενής στον σταθμό, που έσπευσε με σεβασμό να του φιλήσει το χέρι τον ρώτησε αν έλαβε μαζί του χρήματα, όταν άκουσε την άρνησή του με φορτικότητα του πρόσφερε 200 τουρκικές χάρτινες λίρες που είχε στο πορτοφόλι του!».
Όταν μαθεύθηκε το γεγονός της απελάσεως του Πατριάρχου, «αναστατώθηκαν οι αρχιερείς, ο κλήρος και η Ρωμιοσύνη της Πόλης! Όλοι πλέον έβλεπαν καθαρά διαγραφόμενο το ζοφερό μέλλον του Πατριαρχείου και της Ομογένειας στην Τουρκία υπό το νέο καθεστώς. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τότε έφθασαν στο χειρότερο σημείο εξάψεώς τους μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και απειλούνται γεγονότα».
Αντίθετα, από όπου περνούσε η αμαξοστοιχία με τον απελαθέντα Πατριάρχη γινόταν συγκέντρωση κόσμου με ενθουσιασμό.
«Μόλις η αμαξοστοιχία έφθασε στο Πύθιο στις 10 το βράδυ τον υποδέχονται με σεβασμό οι μητροπολίτες του Έβρου, Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης και Αλεξανδρουπόλεως Γερβάσιος Σαρασίτης και οι συνοριακές αρχές. Όταν ο Πατριάρχης έφθασε στον σταθμό της Αλεξανδρουπόλεως το σύνολον του πληθυσμού τον περιβάλλει με συγκίνηση και θερμές εκδηλώσεις με επικεφαλής τις στρατιωτικές και τις πολιτικές αρχές, τα προσφυγικά και λοιπά σωματεία της πόλεως. Η πρώτη δήλωση του Πατριάρχου προκάλεσε την εκρηκτική αγανάκτηση του πλήθους κατά των Τούρκων! Είπε: “Η Εκκλησία θεωρείται εν διωγμώ. Διώρισα αντιπρόσωπον τον μέγαν πρωτοσύγκελλον προς απόδειξιν ότι η Εκκλησία διατελεί εν διωγμώ”».
«Τις νυκτερινές ώρες τον υποδέχονταν με αναμμένα κεριά και με συγκινητικές επευφημίες, κραδαίνοντας λάβαρα και σημαίες, διαβάζοντας ψηφίσματα με ζωηρότατες διαμαρτυρίες, αποδοκιμάζοντας τον εμπαθή κυνισμό των διωκτών της Εκκλησίας μας, προσπαθώντας να την αποδυναμώσουν».
«Η αρχική υπόδειξη της κυβερνήσεως ήταν να πορευθεί στην Αθωνική Πολιτεία για να αποφευχθεί η έξαψη του ελληνικού λαού κατά των Τούρκων και ο εκτοπισμός του να προκαλέσει μεγαλύτερη συγκίνηση στην κοινή γνώμη και το διεθνές ενδιαφέρον των κυβερνήσεων. Όμως ο Πατριάρχης έκρινε πως πρέπει να βρεθεί στο μέσον της Ιεραρχίας του στις Νέες Χώρες και συνασπισμένος μαζί της να αποκαλύψει την αδίστακτη τακτική της Άγκυρας να περιορίσει και να περικόψει τα συμφωνηθέντα στην Λωζάννη περί του Πατριαρχείου. Έτσι βάδισε αποφασιστικά προς την συμπρωτεύουσα».
Ο Πατριάρχης έφθασε στην Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε για έξι μήνες, ασκώντας ποιμαντική δραστηριότητα στους προσφυγες, αφού μέχρι τότε οι Επαρχίες αυτές υπήγοντο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
«Ο Πατριάρχης από την Θεσσαλονίκη ως “επικεφαλής” της Ιεραρχίας του απηύθυνε τηλεγραφική διαμαρτυρία προς τους πρωθυπουργούς όλων των κρατών που υπέγραψαν την “Συνθήκη της Λωζάννης” καταγγέλλοντας το αυθαίρετο πραξικόπημα των Τούρκων οι οποίοι καταπάτησαν τα συμφωνηθέντα στην Λωζάννη για την παραμονή της Καθέδρας της Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη, ως θρησκευτικού και πνευματικού κέντρου αιώνων και για την σκόπιμη παρερμηνεία διατάξεων της αποφάσεως περί της “Ανταλλαγής των Πληθυσμων”, προκειμένου να απελάσουν τον υπεύθυνον ταγόν των μυριάδων ορθοδόξων της Ανατολής που ασκούσε το λειτούργημά του όπως και οι προκάτοχοί του στην Κωνσταντινούπολη επί 15 αιώνες!».
Η Ελληνική Κυβέρνηση, ευρισκόμενη μπροστά στο τραγικο γεγονός της απέλασης του Πατριάρχη, επιχείρησε να διεθνοποιήση το θέμα με προσφυγή στην «Κοινωνία των Εθνών», έγινε συλλαλητηριο στην Αθήνα, αντέδρασαν τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και άλλοι οργανισμοί, υπήρξε πρόταση από την Εκκλησία της Ρωσίας στον Πατριάρχη να «εγκατασταθεί στη Μόσχα με όλα τα δικαιώματα του Ρώσου Πατριάρχη», η οποία πρόταση απερρίφθη από τον Πατριάρχη, το Συμβούλιο της «Κοινωνίας των Εθνών» εξέτασε την επιχειρηματολογία της Ελλαδος να παραπέμψη το ζήτημα στο «Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης».
Ακόμη, οι Τούρκοι απέλασαν τους Αρχιερείς του Θρόνου, ώστε να αναγκασθούν να μετακινηθούν από την τουρκική επικράτεια.
Έγιναν διάφορες διαβουλεύσεις για την επίλυση του θέματος και κατέληξαν σε συμβιβασμό. Οι Εγγυήτριες Κυβερνήσεις της Συνθήκης της Λωζάννης «εισηγήθηκαν τον συμβιβασμό των δύο Κυβερνήσεων για πολιτικούς και εμπορικούς λόγους». «Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε τον συμβιβασμο που θα αποκαθιστούσε την ομαλότητα στο Φανάρι» με την διπλή λύση:
α) Η ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει την προσφυγή της και ο απελαθείς Πατριάρχης να υποβάλει την κανονική του παραίτηση.
β) Η τουρκική κυβέρνηση να αναγνωρίσει ως μη ανταλλάξιμους όλους τους αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου που βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι και θα εκλέξουν με κάθε ελευθερία τον νέο Πατριάρχη».
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄ υπέγραψε την παραίτησή του στις 22 Μαίου 1925, για να διευκολύνη τα πράγματα, στις 6 Ιουλίου ανεχώρησε από την Θεσσαλονίκη για την Χαλκίδα, όπου έζησε δύο χρόνια και στις 24 Ιανουαρίου 1927, μέχρι τον θάνατό του, που συνέβη στις 28 Νοεμβρίου 1930, σε ηλικία 71 ετών, παρέμεινε στην Αθήνα σε οικία που προσέφερε η Ελληνική Κυβέρνηση «στο μέσο του προσφυγικού κόσμου, μεταξύ των συνοικισμών της Νέας Χαλκηδόνος και της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου μέχρι σήμερα υφίσταται η “Πλατεία Πατριάρχου”, τιμώμενος ως ζωντανο σέμνωμα του Οικουμενικού Θρόνου και πατέρας του εκπατρισθέντος Μικρασιατικού ελληνισμού».
δ) Ύστερα από τις κινήσεις αυτές, την 13η Ιουλίου 1925 εξελέγη Πατριάρχης ο Βασίλειος Γ΄, από Μητροπολίτης Νικαίας, σε ηλικία 85 ετών. Ήταν σοφός Ιεράρχης, «λιτός στον βίο, αφιλάργυρος, ακτήμονας και φιλάνθρωπος», με σπουδές στην Ευρώπη και «γλωσσομαθέστατος συγγραφέας». Δύο ημέρες πριν την εκλογή του έγιναν βίαιες ενέργειες. Γράφει ο Αριστείδης Πανώτης:
«Το απόγευμα της 11ης Ιουλίου (1925) τρεις κακοποιοί απάγουν από την κατοικία του και κακοποιούν στην περιοχή Κασίμ Πασά τον αρχιγραμματεύοντα Σάρδεων Γερμανό. Με μαχαίρι του αποκόπτουν την γενειάδα τραυματίζοντάς τον και του αφήρεσαν το καλυμαύχιο για να το δείξουν στον αποστολέα τους, που δεν ήταν άλλος από τον καθαιρεθέντα Ευθύμη! Ακόμη και ο ταραχοποιός του Γαλατά Δαμιανίδης έφθασε μέχρι το Φανάρι και απαιτούσε την εκλογή του Νεοκαισαρείας Αμβροσίου! Έναντι όλων αυτών των αθλιοτήτων οι συνοδικοί στάθμισαν τις ευθύνες τους στο μέσον αυτής της σφοδρής καταιγίδος του τουρκικού εθνικισμού και έθεσαν το μέλλον του Πατριαρχείου υπεράνω κάθε προκλήσεως και προσωπικής γνώμης και σταθερά προέκριναν για την ώρα αυτή την υποψηφιότητα του γεραρού και κορυφαίου “Δασκάλου της Ιεραρχίας” Νικαίας Βασιλείου για την ομαλή μετάβαση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στην «Μεταλωζάννεια περίοδο της Ιστορίας της».
«Η ενθρόνιση έγινε αμέσως σεμνά και χωρίς χρονοτριβή κατά την Τάξη και την πατριαρχική ράβδο του παρέδωσε ο Καισαρείας Νικόλαος».
Ο Πατριάρχης Βασίλειος, εκτός των άλλων εκκλησιαστικών θεμάτων, επίλυσε τον τρόπο διοικήσεως των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου στην Ελλάδα με την έκδοση της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928. Εκοιμήθη την 29 Σεπτεμβρίου 1929, και την 7 Οκτωβρίου 1929 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ο Φώτιος Β΄.
Στις 19 Ιουνίου 1930 υπεγράφη σύμφωνο «Φιλίας και Ειρήνης» μεταξύ της Άγκυρας και των Αθηνών από τον Βενιζέλο και τον Κεμάλ.
Διαβάζοντας όλα αυτά εθαύμασα για μια ακόμη φορά το μαρτυρικό φρόνημα και την μαρτυρική ζωή των Πατριαρχών Κωνσταντινοπόλεως, και των Συνοδικών Αρχιερέων, οι οποίοι σε δύσκολες εποχές ενήργησαν με αποφασιστικότητα, νηφαλιότητα και διάκριση και κατόρθωσαν να παραμείνη ως έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Κωνσταντινούπολη.
Τελικά, όλες τις κινήσεις για την συγκρότητση του Ελληνικού Κράτους, τις πλήρωσε πολύ ακριβά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με θυσίες, δοκιμασίες και αίματα.
Επίσης, κατάλαβα ακόμη περισσότερο γιατί αυτήν την κρίσιμη περίοδο μετά την Συνθήκη της Λωζάννης, και κυρίως το 1928, ύστερα από τα γεγονότα που αναφέρθησαν, δόθηκαν οι Επαρχίες του Θρόνου, οι λεγόμενες «Νέες Χώρες», στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος «επιτροπικως», και το Οικουμενικό Πατριαρχείο κράτησε το ανώτατο κανονικό δικαίωμα στις Μητροπόλεις του στην Ελλάδα.
Ασφαλώς, όπως έχω αναλύσει σε άλλο βιβλίο μου με τίτλο «Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος», η Αυτοκέφαλη τότε Εκκλησία της Ελλάδος και η Ελληνική Κυβέρνηση διέγνωσαν σημαντικούς Εκκλησιαστικούς και Εθνικούς λόγους για να μη χειραφετηθούν οι Επαρχίες αυτές του Οικουμενικού Θρόνου στην Ελλάδα, αλλά να δοθούν μόνον διοικητικώς και επιτροπικώς σε αυτήν.
Επομένως, πρέπει να μαθαίνουμε την σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία, ώστε να μη διαπράττουμε σοβαρά λάθη. Γι’ αυτό και ευχαριστώ τον Αριστείδη Πανώτη για την προσφορα του σε αυτό το σημαντικό θέμα και τις πληροφορίες που μας δίνει.–