Το «Μοναστήρι των Ακοιμήτων Μοναχών» προμαχώνας της Ορθοδοξίας

Μια διαδρομή στην ιστορία της Μονής Στουδίου που υπό τη μεγαλουργό πνοή του Οσίου Θεοδώρου, αποτέλεσε πραγματικό φυτώριο του μοναχισμού, με αριθμό μοναχών που ανήλθε στους επτακόσιους

Στην Κωνσταντινούπολη, στην δεξιά ακτή του Βοσπόρου προς τον Εύξεινο Πόντο, ήταν χτισμένο τον 5ο μ.Χ. ένα φημισμένο μοναστήρι που έμεινε γνωστό ως «η Μονή των Ακοιμήτων Μοναχών».
Την ονομασία του αυτή την οφείλει στο τυπικό του, που προέβλεπε οι Ιερές Ακολουθίες και η ψαλμωδία, δεν σταματούσαν ποτέ, μέρα και νύχτα: οι μοναχοί, χωρισμένοι σε ομάδες που διαδέχονταν η μια την άλλη, δοξολογούσαν ακαταπαύστως τον Τριαδικό Θεό, κατά μίμηση των ασωμάτων Λειτουργών Του, «ἀκαταπάυστοις στόμασιν, ἀσιγήτοις δοξολογίαις».

Ιδρυτής της αγγελομίμητης αυτή πολιτείας ήταν ο άγιος Αλέξανδρος ο Ακοίμητος. Η Μονή θα γνώριζε την μέγιστη ακμή της λίγα χρόνια αργότερα, όταν την ηγουμενία ανέλαβε ο Όσιος Μάρκελλος.
Έγινε τότε πραγματικό φυτώριο του μοναχισμού και πολλοί άνθρωποι, ακόμα και επιφανείς, συγκλητικοί και κρατικοί λειτουργοί, εγκατέλειπαν τα εγκόσμια για να μονάσουν εκεί.

Η ΙΔΡΥΣΗ

Το 463, όταν αυτοκράτορας ήταν ο άγιος Λέων ο Α΄ ο Μακέλλης, κάποιος συγκλητικός με το όνομα Στούδιος, θείω ζήλω κινούμενος, έλαβε την πρωτοβουλία να ιδρύσει μονή για να στεγαστεί η Τιμία Κεφαλή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, εξασφαλίζοντας για τον σκοπό αυτόν την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράσταση του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη Γενναδίου Α΄. Ωστόσο το Ιερό Λείψανο καθυστέρησε να φτάσει στον προορισμό του και το καθολικό της νεοσυσταθείσης Μονής, που πήρε το όνομα από τον ιδρυτή της, παραχωρήθηκε στην αδελφότητα των Ακοιμήτων, που θα διακονούσαν τη Μονή Στουδίου ως τον 8ο αιώνα.

Στα τέλη του 8ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν εκεί μοναχοί της Μονής Σακκουδίωνος, ηγούμενος της οποίας ήταν τότε ο Όσιος Πλάτων.

Μεταξύ των μοναχών εκείνων, ήταν και οι δύο ανιψιοί του Οσίου, οι αυτάδελφοι Ιωσήφ (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης) και Θεόδωρος ο Στουδίτης, που το όνομά του επρόκειτο να συνδεθεί αναπόσπαστα με την ιστορία και τους υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνας της Μονής.

Υπό τη μεγαλουργό πνοή του Οσίου Θεοδώρου, η Μονή Στουδίου εξελίχθηκε στο ονομαστότερο μοναστικό κέντρο της Ορθόδοξης Ανατολής και ο αριθμός των μοναχών έφτασε τους επτακόσιους.

Η Μονή Στουδίου υπήρξε ο προμαχώνας της Ορθοδοξίας και της Ιεράς Παραδόσεως, ιδίως κατά την δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας. Ο ηγούμενός της δεν δίστασε να συγκρουσθεί με αυτοκράτορες, κοσμικές αρχές, ακόμη και Πατριάρχες, αν έβλεπε να αθετείται η Ιερή Παράδοση ή να καταπατούνται οι Ιεροί κανόνες.

ΔΙΩΓΜΟΣ

Με την έναρξη της νέας εικονομαχίας, η Μονή υπέστη φοβερό διωγμό και οι μοναχοί με τον ηγούμενο μετακινούνταν από εξορία σε εξορία και από φυλακή σε φυλακή, μέχρι τον τελικό θρίαμβο της Ορθοδοξίας -που ο Όσιος Θεόδωρος δεν πρόλαβε να δει στη ζωή αυτή.

Εκοιμήθη εξόριστος στην Πρίγκηπο το 826 και τα ιερά του λείψανα μεταφέρθηκαν στη Μονή Στουδίου το 844. Οι περισσότερες από 500 επιστολές του (οι περισσότερες γραμμένες από την εξορία) όπου υπερασπιζόταν με ιερό ζήλο την Προσκύνηση των Αγίων Εικόνων, πέραν της θεολογικής/δογματικής τους αξίας, αποτελούν και μια σπουδαία πρωτογενή ιστορική πηγή για την περίοδο του 9ου αιώνα.

Το Τυπικό και η Διαθήκη του Αγίου Θεοδώρου, ήταν οι μοναστικοί κανόνες που επρόκειτο σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα να επικρατήσουν σε όλα τα μοναστήρια της αυτοκρατορίας μας, ενώ επέδρασαν αργότερα και στην Ορθόδοξη Ρωσία, αποτελώντας πρότυπο για όλες τις Ορθόδοξες Μονές, όπου το μοναστικό αυτό στουδίτικο τυπικό θα επικρατούσε έναντι του τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας.

ΕΝΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ ΠΟΥ ΑΝΕΔΕΙΞΕ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΡΕΠΕΙΣ ΛΟΓΙΟΥΣ

Στους αιώνες που ακολούθησαν, η οργάνωση του βίου των Στουδιτών μοναχών συνέχισε να αποτελεί το πρότυπο για ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο, ενώ η Μονή, που ήταν η μεγαλύτερη σε αριθμό μοναχών στην Κωνσταντινούπολη, στάθηκε ο πνευματικός φάρος της Αυτοκρατορίας, αναδεικνύοντας μεγάλους Αγίους και διαπρεπείς λογίους μεταξύ των μοναχών της: χαρακτηριστικά, πλην των ήδη προαναφερθέντων, να αναφέρουμε το Άγιο Νικόλαο τον Ομολογητή, τον Άγιο Ευάρεστο, τον όσιο Ναυκράτιο, τον Όσιο Συμεών τον Ευλαβή, Γέροντα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τον ίδιο τον κορυφαίο νηπτικό Άγιο Συμεών Νέο Θεολόγο, τον Όσιο Βλάσιο τον Στουδίτη, τον Όσιο Νικήτα τον Στηθάτο, τον Όσιο Ιωσήφ τον Βρυέννιο, τον Άγιο Δαμασκηνό τον Στουδίτη. Επίσης τους Οσίους Ιάκωβο τον Στουδίτη, Θαδδαίο τον Ομολογητή, Ευβίωτο τον Στουδίτη, Διονύσιο τον Ρήτορα, Ευθύμιο και Αρσένιο, καθώς και τους Υμνογράφους Βασίλειο, Αρσένιο, Γαβριήλ και Στέφανο τους Στουδίτες.

Υπήρξαν και Στουδίτες μοναχοί που ανήλθαν και στον Οικουμενικό θρόνο. Συγκεκριμένα πρόκειται για τους Πατριάρχες Αντώνιο Γ΄, Αλέξιο Α΄, Δοσίθεο Α΄ και Ευθύμιο Β΄, ενώ δεν έλειψαν και αυτοκράτορες που τελείωσαν εκεί τον επίγειο βίο τους ως μοναχοί.

Οι λεηλασίες των κατακτητών, η αρπαγή των ιερών κειμηλίων και η μετατροπή της σε τζαμί

Ο διάκοσμος του καθολικού, όπως τον περιγράφουν πολλοί περιηγητές, πρέπει να ήταν εκπληκτικού κάλλους. Ωστόσο στο μεγαλύτερο μέρος του έχει χαθεί. Στις εικόνες των Αγίων Ιεραρχών υπήρχαν επιγράμματα αφιερωμένα από τον Άγιο Θεόδωρο, τα οποία καταστράφηκαν κατά τη δεύτερη εικονομαχική περίοδο. Ο Ιωάννης ο Γεωμέτρης περιγράφει τον 10ο αιώνα σε έμμετρο λόγο τη διακόσμηση της αψίδας, που περιελάμβανε τον Χριστό επί θρόνου, πλαισιωμένο από την Θεοτόκο και τον Τίμιο Πρόδρομο.

Και ήρθαν οι δίσεκτοι καιροί. Το 1204 οι εξ Εσπερίας καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη. Είναι γνωστό από τις ιστορικές πηγές ότι υπερέβησαν σε ωμότητα και θηριωδίες στους μεταγενέστερους Οθωμανούς κατακτητές. Πολλά από τα ιερά κειμήλια αρπάγησαν και μεταφέρθηκαν στη Δύση, ενώ τα τιμαλφή της Μονής λεηλατήθηκαν. Οι κατακτητές επέβαλαν στους μοναχούς όρους λειτουργίας ανεπίτρεπτους και φυσικά οι Στουδίτες αρνήθηκαν να τους δεχθούν. Έτσι, η μονή έκλεισε. Ανασυστήθηκε το 1294, επί αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου. Ο Ανδρόνικος δεν διακρίθηκε για τις πολιτικές του ικανότητες, ήταν όμως βαθύτατα ευσεβής και φιλάνθρωπος.

ΑΛΩΣΗ

Η Μονή του Στουδίου θα ξαναπάρει την κορυφαία θέση ανάμεσα στα μοναστήρια της Πόλης και θα λειτουργήσει μέχρι την Άλωση. Κατά την αποφράδα εκείνη μέρα, θα γνώριζε κι εκείνη την καταστροφή και την λεηλασία από τους νέους κατακτητές. Το 1481 ο ιπποκόμος του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄, ο αλβανικής καταγωγής Ελιά Μπέης, μετέτρεψε τον ναό σε τζαμί, με την ονομασία Ιμραχόρ τζαμί (τέμενος του ιπποτρόφου).

Οι περιπέτειες της ιστορικής μονής δεν σταματούν εδώ. Το 1782 ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το 1894 θα γνωρίσει νέα καταστροφή, από σεισμό αυτή τη φορά, ενώ το 1920 νέα πυρκαγιά θα τον καταστρέψει.

Η σκεπή που έπεσε δεν αποκαταστάθηκε με αποτέλεσμα το υπέροχο ψηφιδωτό του 130υ αιώνα στο δάπεδο να καταστρέφεται σιγά-σιγά, καθώς είναι εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα. Τα υλικά του κτιρίου που είχαν διασκορπιστεί γύρω από τον ναό μετά τον σεισμό και τη φωτιά, χρησιμοποιήθηκαν από τους κατοίκους για να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους.

Το 2013 το υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας έλαβε την απόφαση να ανακαινίσει το κτίσμα και να το μετατρέψει σε τζαμί. Αυτή είναι η σημερινή εικόνα του παλαιού εκείνου προμαχώνα της Ορθοδοξίας. Ωστόσο, η υλική καταστροφή ή η μετατροπή σε τζαμί, δεν αλλάζει σε τίποτα την αιώνια διάσταση της Μονής Στουδίου. Ο χώρος που άνθησε ο μοναχισμός, ο χώρος που ανέδειξε τους προμάχους της Ορθοδοξίας, τους Υμνογράφους και τους Νηπτικούς Θεολόγους, δεν θα χάσει ποτέ την πνευματική του αξία.

Για να δανειστούμε τους στίχους του Κωστή Παλαμά σαν επίλογο: θα ’ρθη κάποιος καιρός και κάποια αυγή θα φέξη,/και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη, άκου!/Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθή; Δεν ξέρω./Δεν ξέρω· ξέρω πώς θα ρθη και, με το πέρασμά της,/μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν/οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες./Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι στ’ αργαστήρι,/στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαΐδια, Απρίλης! (Κωστής Παλαμάς: «Η φλογέρα του βασιλιά»).