Το μοναστήρι που από κρυφό σχολείο έγινε εξοχικό της Φρειδερίκης!

Χίλια εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την ίδρυση της ιεράς μονής Αστερίου. Ένα μοναστήρι που έχει αφήσει το στίγμα του στην ελληνική ιστορία.

Εκεί, κατά την τουρκοκρατία, τα ελληνόπουλα μάθαιναν τα πρώτα τους γράμματα. Εκεί προσεύχονταν αγωνιστές, αλλά και μανάδες για τα παιδιά τους.

Και αργότερα η Βασίλισσα Φρειδερίκη το επέλεξε ως εξοχική της κατοικία. Ένα μέρος, όπου κάθε γωνιά του έχει να μαρτυρήσει μοναδικά γεγονότα.

Η Ιερά Μονή Αστερίου βρίσκεται στο όρος του Υμηττού και είναι αφιερωμένη στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες, Γαβριήλ και Μιχαήλ.

«Το σημείο αυτό από την αρχαιότητα ήταν χώρος λατρείας, αλλά και στη συνέχεια, κατά τους χριστιανικούς χρόνους, ήταν ένας τόπος άσκησης, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε το «άγιον όρος» της Αθήνας. Μέχρι σήμερα, άλλωστε, υπάρχουν εννέα εν ενεργεία μοναστήρια» περιγράφει ο Μετοχιάρης της Μονής Αρχιμανδρίτης Αλέξιος Γιαννιός.

Η Μονή είναι χτισμένη στα 545 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και απέχει 3,5 χλμ. οδικώς από την Ιερά Μονή Καισαριανής, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η εν λόγω περιοχή έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενο οικολογικό πάρκο για την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά της, από όπου ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει μια εκπληκτική θέα της Αθήνας και κατηφορίζοντας να συναντήσει το ερειπωμένο μεταβυζαντινό κόσμημα του Πύργου της Ανθούσας.

Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ

«Σύμφωνα με την παράδοση υπάρχουν δύο υποθέσεις για την ονομασία της. Η πρώτη είναι ότι χτίστηκε τον 5ο αιώνα από τον Επίσκοπο Αθηνών Αστέριο, το όνομα του οποίου, όμως, δεν συναντάται στους Επισκοπικούς καταλόγους της Αθήνας. Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι συνδέεται με τον Οσιο Λουκά τον Στειριώτη. Ο όσιος, ήρθε στην Αθήνα περίπου το 920 μ.Χ., και αφού έλαβε το μοναχικό σχήμα ξεκίνησε την ασκητική του πορεία στην πλαγιά του Υμηττού, ακριβώς εκεί που στη συνέχεια ανήγειρε τη συγκεκριμένη Ιερά Μονή. Εκτοτε οι Αθηναίοι συνήθιζαν να την καλούν ως «Μονή του εκ Στειρίου», που με τον καιρό παραφράστηκε σε Μονή του Αστερίου».

Δυστυχώς η έλλειψη σχετικών γραπτών πηγών και επιγραφών, δημιουργεί μία ασάφεια και αφήνει άγνωστη την ιστορία του Μοναστηριού. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του η χρονολογία ανεγέρσεως της Μονής υπολογίζεται κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ.

Γενικότερα η ακριβής χρονολόγηση όλων των ιστορικών βυζαντινών μνημείων που βρίσκονται στον Υμηττό είναι μια ιδιαίτερα προβληματική υπόθεση με έντονα αντικρουόμενες θεωρίες, εξαιτίας της έλλειψης γραπτών πηγών. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η αξία των μοναστηριών πηγάζει όχι από την χρονολογία ανέγερσής τους, αλλά από το κατανυκτικό κλίμα που αποπνέουν και τη συγκίνηση που προκαλούν ακτινοβολώντας την λατρευτική διάθεση και τη δύναμη της πίστης των προγόνων μας.

ΠΑΝΩ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟ ΚΤΙΣΜΑ

Ο π. Αλέξιος Γιαννιός σημειώνει, επίσης, ότι ο ναός «είναι χτισμένος πάνω σε ένα αρχαίο κτίσμα, που λέγεται ότι ήταν το διδασκαλείο του φιλοσόφου Διοδώρου».

Το οικοδομικό συγκρότημα διατηρείται σχεδόν ακέραιο έως και σήμερα. Περιλαμβάνει τον τετράπλευρο φρουριακής μορφής περίβολο, δύο πτέρυγες κτηρίων και το Καθολικό στη μέση της αυλής. Πρόκειται για έναν τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο ναό, με προσκολλημένο στη δυτική πλευρά έναν ευρύχωρο νάρθηκα. Παράλληλα, από τον γλυπτικό διάκοσμο ενδιαφέρον έχουν οι κίονες που βρίσκονται εσωτερικά του ναού, οι οποίοι φέρουν ιωνικά κιονόκρανα με επιθήματα.

Η κατάργηση και η συγχώνευσή της, η πρώτη ανακαίνιση το 1930 και οι άκαρπες προσπάθειες επάνδρωσης

«Με προσπάθειες του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου περιέρχεται και πάλι στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου λειτουργεί ως μετόχι της Ι. Μονής Ασωμάτων Πετράκη»

Ο Μετοχιάρης της Μονής αναφέρει, ακόμη, ότι «το Μοναστήρι αρχικά ήταν σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ αργότερα υπήχθη στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Αθηνών, μαζί με τις υπόλοιπες Ιερές Μονές του Υμηττού. Κατά την Τουρκοκρατία η Μονή Αστερίου, διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη με πολλά χειρόγραφα, τα οποία χρησιμοποιούνταν στο κρυφό σχολειό που είχε το μοναστήρι. Εκατοντάδες ελληνόπουλα έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα στο σχολειό της μονής. Όλα τα χειρόγραφα, καθώς και σημαντικά ανεκτίμητης αξίας κειμήλια μεταφέρθηκαν στη μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, για να προφυλαχθούν».

Η εθνική προσφορά της Μονής Φανερωμένης, εξάλλου, υπήρξε τεράστια τα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Ι.Μ. ΠΕΤΡΑΚΗ

Σύμφωνα με ιστορικές πηγές το 1833 με διάταγμα του Όθωνα το μοναστήρι καταργείται, επειδή είχε λιγότερους από πέντε μοναχούς και συγχωνεύεται με την ιερά μονή Πετράκη. Το Καθολικό της Μονής φέρεται να αγιογραφήθηκε ή και πιθανώς να επαναγιογραφήθηκε μόλις τον 16ο αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με τις έως σήμερα σωζόμενες διάσπαρτες τοιχογραφίες του. Δυστυχώς, όμως, το υπόλοιπο και μεγαλύτερο μέρος του αγιογραφικού διακόσμου του ναού, καταστράφηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε το 1898.

Η πρώτη ανακαίνιση της μονής ήρθε το 1930 από τον κορυφαίο Έλληνα αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο, «ενώ το 1959 η βασίλισσα Φρειδερίκη αποφασίζει να ανακατασκευάσει και να μετατρέψει το μοναστήρι σε εξοχική της κατοικία» συμπληρώνει ο π. Αλέξιος και κάνει γνωστό ότι «όταν έφυγε η βασιλική οικογένεια το μοναστήρι έρχεται στα χέρια της βυζαντινής αρχαιολογίας. Με προσπάθειες, όμως, του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου περιέρχεται και πάλι στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου λειτουργεί ως μετόχι της ιεράς μονής ασωμάτων Πετράκη».

ΟΥΤΕ ΤΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ

Ο π. Αλέξιος, άλλωστε, εξηγεί ότι οι προσπάθειες να επανδρωθεί το μοναστήρι δεν καρποφόρησαν, διότι ήταν πολλές οι δυσκολίες, αφού δεν υπήρχαν ούτε τα αναγκαία, όπως είναι το ρεύμα και το νερό.

«Το 2013 με την ευχή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και την ευλογία του Ηγουμένου Επισκόπου Θαυμακού κ. Ιακώβου αναλάβαμε το μοναστήρι και με την χάρη του Θεού και την πολύτιμη βοήθεια πνευματικών παιδιών το συντηρήσαμε και προσπαθούμε να επαναφέρουμε την παλιά του αίγλη» τονίζει ο μετοχιάρης υπογραμμίζοντας ότι «τελούμε καθημερινά την Θεία Λειτουργία από τις 4 έως τις 7 το πρωί, ενώ κάθε Σάββατο από τις 6 έως τις 9:30. Παράλληλα, τελείται μία φορά το μήνα ιερά αγρυπνία, ενώ δεκάδες πιστοί έρχονται καθημερινά, για να προσευχηθούν, να προσκυνήσουν ή να εξομολογηθούν. Σήμερα εγκαταβιώνουν στη μονή δύο ιερομόναχοι, καθώς και δύο δόκιμοι μοναχοί».