Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η μεγαλύτερη μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821. Για την ευφυΐα, την τόλμη, τη σύνεσή του, αλλά και για τη βαρύτητα του λόγου του, που τον χαρακτήριζαν από νέο, ονομάστηκε «Γέρος του Μωριά».

Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από τον 16ο αιώνα βρισκόταν σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν 10 ετών όταν το 1780 ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, γεγονός που είχε σημαδέψει την υπόλοιπη ζωή του. Σε ηλικία 17 ετών είχε γίνει οπλαρχηγός του Λεονταρίου.

Ο Κολοκοτρώνης είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς, οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι. Για να διασωθεί ο Κολοκοτρώνης το 1810 κατέφυγε στη Ζάκυνθο με την οικογένειά του, όπου είχε καταταχθεί στον αγγλικό στρατό, και έφθασε μέχρι το βαθμό του Ταγματάρχη.

Η θητεία του εκείνη του δίδαξε πολλά για την στρατιωτική τέχνη, την οποία και εφάρμοσε αργότερα όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να πάρει μέρος στον αγώνα της επανάστασης.

Το 1818 o Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον φιλικό Πάγκαλο. Ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας στη Μάνη σήκωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα, και επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, την απελευθέρωσαν.

Αμέσως μετά ο Κολοκοτρώνης έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο, γιατί πίστευε πως διαφορετικά δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η Επανάσταση.

Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι στις 13 Μαΐου 1821, και η άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, που οφείλονταν σε πρωτοβουλίες του Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.

Στη μάχη των Δερβενακίων, 26-28 Ιουλίου 1822, όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Κολοκοτρώνη, και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων.

Η ίδια όμως κυβέρνηση τον φυλάκισε στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, στις οποίες είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να απελευθερώσει τον Κολοκοτρώνη το Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την Επανάσταση, και του ανέθεσε εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα.

Ο Ιμπραήμ πασάς, γιος του πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλί, το Φεβρουάριο του 1825, αφού είχε καταστείλει την Επανάσταση στην Κρήτη, αποβιβάστηκε με ισχυρές δυνάμεις στη Μεθώνη και προχωρούσε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου.

Η κυβέρνηση, που για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ύστερα από τις επιτυχίες των Τουρκοαιγυπτίων, το Μάϊο του 1825 είχε αναθέσει στον Κολοκοτρώνη και στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων.

Ο Κολοκοτρώνης, με 6.000 άνδρες που μπόρεσε να συγκεντρώσει, και με τη συνεργασία του Δημητρίου Υψηλάντη, του Μακρυγιάννη και άλλων οπλαρχηγών, ανέλαβαν τον δυσχερέστατο αγώνα της επανάστασης. Παρά τις τοπικές επιτυχίες των Ελλήνων, ο Ιμπραήμ με υπέρτερο αριθμητικά, και άριστα οργανωμένο στρατό, επικράτησε στο σύνολο περίπου της Πελοποννήσου, και το φθινόπωρο του 1825 ελάχιστες περιοχές είχαν μείνει ελεύθερες.

Ο Κολοκοτρώνης, εκτός από τη στρατιά του Ιμπραήμ, αντιμετώπιζε και την κάμψη του ηθικού των πληθυσμών, κατόρθωσε όμως να τους εμψυχώσει και να αποτρέψει το «προσκύνημα».

Στην πρόσκληση του Ιμπραήμ προς τους κατοίκους της Μεσσηνίας να εγκαταλείψουν τον αγώνα, ο Κολοκοτρώνης του απάντησε, όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματα του: «Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γη μας θα την κάμεις δικήν σου».

Τον κλεφτοπόλεμο εναντίον του Ιμπραήμ τον συνέχισε ως το τέλος της Επανάστασης, ενώ συγχρόνως εντονότερη υπήρξε η παρουσία του στα πολιτικά πράγματα, και κυρίως στην Τρίτη Εθνοσυνέλευση του 1826-1827, πολλές από τις κυριότερες αποφάσεις της οποίας οφείλονταν σε δικές του εισηγήσεις.

Συντέλεσε αποφασιστικά στην εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, και μετά την άφιξή του υπήρξε θερμός υποστηρικτής του, μολονότι διαφωνούσε με τις ενέργειες των ανθρώπων του περιβάλλοντός του, και στάθηκε στο πλευρό του κατά την περίοδο της αντιπολίτευσης εναντίον του.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, με το Ιουλιανό ημερολόγιο, ο Κολοκοτρώνης ορίστηκε από την Εθνική Συνέλευση μέλος της πενταμελούς «Διοικητικής Επιτροπής» μαζί με τον Ανδρέα Μεταξά, τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Δημήτριο Μπουντούρη, που θα κυβερνούσε τη χώρα ως την άφιξη του Όθωνος, παραιτήθηκε όμως αμέσως λόγω διαφωνίας του με τον Κωλέττη.

Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε με ενθουσιασμό την εκλογή και την άφιξη του Όθωνος, γρήγορα όμως απογοητεύθηκε από τις ενέργειες της Αντιβασιλείας που απαρτιζόταν από μια ομάδα Βαυαρών, και την έκρινε με αυστηρότητα. Η στάση του εκείνη προκάλεσε την οργή των Βαυαρών, και κατέληξε στη δίωξη και τη θανατική του καταδίκη.

Κατά το κατηγορητήριο, ο Κολοκοτρώνης αποτελούσε μέλος συνωμοσίας που στρεφόταν εναντίον της Αντιβασιλείας, και απέβλεπε στην άμεση ανάληψη της βασιλικής εξουσίας από τον ανήλικο ακόμη Όθωνα.

Στην πραγματικότητα, συνωμοσία δεν υπήρξε, και ο Κολοκοτρώνης ψευδώς κατηγορήθηκε ότι είχε απευθύνει επιστολή προς τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσελροντ, στην οποία δήθεν εξέφραζε την ανησυχία και τη θλίψη του για την πολιτική της Αντιβασιλείας.

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Οι Βαυαροί Μάουρερ και Άμπελ, μέλη της Αντιβασιλείας, διέταξαν τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη το Σεπτέμβριο του 1833, και συγχρόνως συνελήφθησαν ο Δημήτριος Πλαπούτας, ο Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι αγωνιστές. Τελικά, η κατηγορία περιορίστηκε στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, οι οποίοι κλείστηκαν επί μήνες στο κάστρο Ιτς-Καλέ του Ναυπλίου σε αυστηρή απομόνωση, και δικάστηκαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

Στις ανακρίσεις που προηγήθηκαν, και παρά τη χρησιμοποίηση ψευδομαρτύρων, δεν βρέθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία. Εν τούτοις, ο Κολοκοτρώνης, θύμα της ακτινοβολίας του και της δημοτικότητας του, στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκε σε θάνατο, παρά την αντίδραση του Προέδρου του δικαστηρίου Αναστάσιου Πολυζωίδη και του δικαστή Γεωργίου Τερτσέτη. Σε θάνατο είχε καταδικαστεί και ο Πλαπούτας.

Όμως ο Όθων ακύρωσε την ποινή των δύο αγωνιστών, διόρισε τον Κολοκοτρώνη σύμβουλο της Επικρατείας, και τον προήγαγε σε αντιστράτηγο. Από εκείνη τη θέση ο Κολοκοτρώνης κατόρθωσε να κρατήσει ζωντανή την Επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβριο του 1827, η οποία τελικά σηματοδότησε την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης.

Ο Κολοκοτρώνης έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στο ιδιόκτητο σπίτι του στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Κατά την περίοδο εκείνη υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τη ζωή και τη δράση του στην Επανάσταση.

Τα απομνημονεύματά του, τα οποία εκδόθηκαν το 1846 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836», αποτελούν πολύτιμη πηγή για τον Αγώνα του 1821, και χαρακτηρίζονται για τη λιτότητα του ύφους, καθώς και για τη νηφαλιότητα και την εύστοχη κρίση του Κολοκοτρώνη για πρόσωπα και γεγονότα.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 στο σπίτι του στην Αθήνα από εγκεφαλική συμφόρηση. Όταν ο θάνατός του είχε γίνει γνωστός, όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας είχαν κλείσει, και κηρύχθηκε τριήμερο δημόσιο πένθος.

Τον Οκτώβριο του 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων της Τρίπολης, και το Σεπτέμβριο του 1993 τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του, που τον αναπαριστά πάνω στο άλογό του.

Πηγή: neoskosmos.com