Τα πρώτα πογκρόμ κατά των Χριστιανών της Μικράς Ασίας, 1913-1918

Από τα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, μια σειρά αποτυχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς και η πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων (που απέβλεπαν στον διαμελισμό του «Μεγάλου Ασθενούς») οι Σουλτάνοι, με πρώτον τον Μαχμούτ Β΄ άρχισαν να προχωρούν σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, ούτως ή άλλως αναγκαίων για το πολυεθνικό κράτος που ταλανιζόταν από τις εθνικές επαναστάσεις των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής.

Η διαδικασία αυτή των μεταρρυθμίσεων, γνωστή ως Τανιζμάτ (=αναδιοργάνωση) συνεχίστηκε με τον Σουλτάνο Αμπντούλ Μεζίτ και οδήγησαν το 1856 στη δημοσίευση του διατάγματος Χάττ-ι-Χουμαγιούν, που επαναλάμβανε όλες τις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές αποφάσεις.

Το 1869 με νομοθετική πράξη παραχωρήθηκε η Οθωμανική υπηκοότητα σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Οι μεταρρυθμίσεις κορυφώθηκαν το 1876 με την ανακήρυξη του πρώτου τουρκικού Συντάγματος.

Ο Αβδούλ Χαμίτ και οι Νεότουρκοι

Το 1876 τα ηνία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέλαβε ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, μια προσωπικότητα αρκετά αμφιλεγόμενη. Ενώ τασσόταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων, το 1877, υπό το βάρος του ρωσοτουρκικού πολέμου, κατήργησε το Σύνταγμα και κυβέρνησε απολυταρχικά, προκαλώντας την δυσαρέσκεια όλων των υπηκόων του.

Το 1887 μορφωμένοι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη δημιούργησαν το κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος (Ittihat ve Terakki Cemiyeti) με στόχο την επαναφορά του Συντάγματος.

Το 1908 εκδηλώθηκε στην Θεσσαλονίκη η επανάσταση των Νεοτούρκων υπό την ηγεσία του Εμβέρ πασά, με στόχο την επαναφορά του συντάγματος του 1876 και την την ισοπολιτεία για όλους ανεξάρτητα από γένος και θρησκεία. Δύο σώματα στρατού ετοιμάστηκαν να βαδίσουν εναντίον της Κωνσταντινούπολης.

Υπό την πίεση των περιστάσεων ο σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο επαναφερόταν το σύνταγμα, παρεχόταν ελευθεροτυπία, σταματούσε το φακέλωμα των πολιτών και προκηρύσσονταν εκλογές. Η αναίμακτη αυτή εξέλιξη, προκάλεσε αληθινό ενθουσιασμό στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μακεδονία Βούλγαροι και Έλληνες αποφάσισαν να καταθέσουν τα όπλα.

Μολονότι ο εκλογικός νόμος δημιούργησε υποψίες στους Έλληνες και σε άλλες μειονότητες, αυτές πέρασαν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο κλίμα γενικής ευφορίας που επικρατούσε.

Ωστόσο ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ετοίμαζε την αντεπίθεσή του,που εκδηλώθηκε στις 31 Μαρτίου του 1909. Οι πιστοί στον Σουλτάνο αξιωματικοί κατέλαβαν και έκλεισαν τη Βουλή ενώ οι «αγανακτισμένοι πολίτες» έσφαξαν Αρμενίους στην Κιλικία και τα Άδανα. Στο Βαλκανικό έδαφος δεν πρόλαβαν να εκδηλωθούν ανάλογα γεγονότα: Ο στρατός των Νεοτούρκων κινήθηκε εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Στον Άγιο Στέφανο τους υποδέχθηκαν οι εκλεγμένοι βουλευτές και γερουσιαστές και στις 12 Απριλίου η Πόλη είχε περιέλθει στην κυριαρχία τους.

Οι ηγέτες των πραξικοπηματιών συνελήφθησαν και περί τους 40 απαγχονίστηκαν. Ο Αβδούλ Χαμίτ κηρύχθηκε έκπτωτος και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Μεχμέτ Ε΄.
Οι Νεότουρκοι είχαν επικρατήσει. Όμως η τάση που επικράτησε ήταν η ακραία εθνικιστική: η «οθωμανική ισότητα» επιχειρήθηκε να επιβληθεί με τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτήτων της επικράτειας.

Τα μειονοτικά σχολεία (ελληνικά, σερβικά, βουλγαρικά κ.λπ.) τέθηκαν υπό τον απόλυτο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας, οι νόμοι για τη λειτουργία των εκκλησιών προκάλεσαν την αγανάκτηση των χριστιανών και ο νόμος για τον γενικό αφοπλισμό των κατοίκων έδωσε την ευχέρεια στη χωροφυλακή να προβαίνει σε πλήθος αυθαιρεσιών με εισβολές και έρευνες στα σπίτια και βιαιοπραγίες.

Οι νέοι κυρίαρχοι έδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο: Στόχος τους δεν ήταν η ευημερία των πολιτών μέσα σε ένα πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό κράτος δικαίου, αλλά η πολιτική αφομοίωσης ή εξόντωσης όσων δεν υποστήριζαν τις αρχές του Τουρκισμού. Με πρόσχημα την ήττα των Βαλκανικών Πολέμων και την φυγή των Μουσουλμάνων από τα βαλκανικά εδάφη, προσπάθησαν παντοιοτρόπως να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους εις βάρος των εθνοτήτων που είχαν απομείνει στην ακρωτηριασμένη πια Αυτοκρατορία τους.

Η άλλη μεγάλη γάγγραινα για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας, υπήρξε η πολιτική της Γερμανίας. Οι Γερμανοί επεδίωκαν να διασφαλίσουν τη σύμπραξη των Τούρκων σε μια μελλοντική σύρραξη (που εκδηλώθηκε πολύ σύντομα) και υπόσχονταν στους Τούρκους την επιστροφή των χαμένων βαλκανικών επαρχιών. Έτσι, το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους» βρήκε θερμότατη υποστήριξη από τη γερμανική πολιτική.

Τα πρώτα και τραγικότερα θύματα της πολιτικής αυτής υπήρξαν οι Αρμένιοι και ακολούθησαν οι Έλληνες: Από το 1913 έως το 1924, περίπου 2.500.000 Έλληνες και Αρμένιοι εξοντώθηκαν και άλλα 2.000.000 εκδιώχθηκαν από τις προαιώνιες πατρογονικές εστίες τους, για να γίνει η Τουρκία εθνικό κράτος. Και όλα αυτά με την στήριξη και υποκίνηση της Γερμανίας και την ανοχή των ευρωπαϊκών κρατών και των Η.Π.Α.
Ήδη από το 1913 αρχίζει ο διωγμός των Ελλήνων και τίθενται σε εφαρμογή τα γενοκτονικά σχέδια των Νεοτούρκων και των Γερμανών υποκινητών τους, οι οποίοι απέβλεπαν στον ολοκληρωτικό έλεγχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ας σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο του 1914 αρχηγός του τουρκικού επιτελείου στρατού ήταν ο στρατηγός Ζέλεντορφ, γενικός επιθεωρητής του στρατού ο Λίμαν φον Ζάντερς, ενώ άλλοι είκοσι ανώτατοι Γερμανοί αξιωματούχοι κατείχαν καίριες θέσεις στο στράτευμα!

Οι Γερμανοί αυτοί αξιωματικοί, επιθεωρώντας διάφορα στρατηγικά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Θράκη, την Προποντίδα και τη Δυτική Μικρασία, διαπίστωσαν την εντυπωσιακή υπεροχή των Ελλήνων έναντι των συνοίκων Μουσουλμάνων στο οικονομικό και το πολιτιστικό πεδίο.

Ο Λίμαν φον Ζάντερς εισηγήθηκε την εκδίωξη των Ελλήνων από τις περιοχές της Θράκης και της δυτικής Μικράς Ασίας, γιατί η ύπαρξη τόσου Ελληνικού πληθυσμού στις επαρχίες αυτές αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα σε περίπτωση πολέμου. Αλλά και ο Γερμανός ναύαρχος Ούζεντομ αργότερα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δήλωνε απερίφραστα και κυνικότατα ότι “οι Γερμανοί υπέδειξαν στους Τούρκους την απομάκρυνση των Ελλήνων για στρατηγικούς λόγους”.

Γενικώς οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους ως σοβαρό εμπόδιο στις βλέψεις τους, γι’ αυτό πρότειναν πιεστικά την απομάκρυνση των συμπαγών ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών από τις εστίες τους. Έτσι, τα θύματα του νεοτουρκικού ιδεολογήματος και του γερμανικού επεκτατισμού ήταν οι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας. Και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο φιλόλογος Θεόδωρος Κοντάρας, «οι Έλληνες κατηγορήθηκαν συλλήβδην ως άπιστοι στην κυβέρνηση και ως κατάσκοποι, που εργάζονταν μυστικά για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας.

Οι Αρμένιοι, οι πιστότεροι ανάμεσα στους Χριστιανούς Οθωμανούς υπηκόους, θεωρήθηκαν ύποπτοι συνωμοσίας, επαναστάσεως και ανατρεπτικών ενεργειών. Με τέτοιου είδους επιχειρήματα οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να απαλλαγούν από πολυάνθρωπα έθνη, που διατελούσαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας τους επί πέντε ή και έξι αιώνες».

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) άρχισε η δεύτερη φάση των διωγμών, συστηματικότερη και ωμότερη από την προηγούμενη.

Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που δίνει ο Θ. Κοντάρας: Στις 24 Απριλίου 1915 συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στην Πόλη 235 Αρμένιοι ηγέτες. Ήταν η πρώτη πράξη του δράματος της γενοκτονίας του αρμενικού έθνους .

Στα μέσα του 1915 απομακρύνθηκαν όλοι οι Ρωμιοί από τα παράλια του Μαρμαρά στη Θράκη και την Ασία, καθώς και από τα Μαρμαρονήσια. Επίσης ερημώθηκαν από τους ελληνικούς πληθυσμούς τους η Αιολίδα και τα παράλια της Καρίας. Ταυτοχρόνως άρχισαν τρομερές εκτοπίσεις και σφαγές στον Πόντο, που κορυφώθηκαν μετά τη συνθηκολόγηση της Ρωσίας (1917).

Στην Ερυθραία, οι 753 Έλληνες των χωριών Πάνου και Κάτου Ντεμερτζιλί εξορίστηκαν στα Κούλα, στο Σαλιχλί και στη Φιλαδέλφεια (24 Ιουνίου 1915). Προηγουμένως οι Τούρκοι κακοποίησαν τους κοινοτάρχες και τους ιερείς και απογύμνωσαν τους Ντεμερζιλιώτες από τα υπάρχοντά τους. Μέχρι τώρα σώζεται η ρίμα της εξορίας στα χείλη των Ντεμερτζιλιωτών:

Ανήμερα τ’ Αη-Γιαννιού, πριχού τη μεσηβρία,
σηκώσαν τα Ντεμερτζιλιά, τα στείλαν εξορία.

Την ίδια μέρα οι Ρωμιοί από το Γιατζιλάρι, τον Γκιούλμπαξε και άλλα μικρά χωριά του Καπλάντερε, περίπου 3.500 ψυχές, διατάχθηκαν να πάνε στα Βουρλά, απ’ όπου εκτοπίστηκαν στην Φιλαδέλφεια . Διώχτηκαν επίσης και οι 2.500 Ελληνες από το Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού. Πολλοί αγρότες των Βουρλών εκπατρίστηκαν στο Χαμιντιέ της μικρασιατικής Μαγνησίας.

Τα αστικά κέντρα της Μικρασίας, που ήταν υπό τον οικονομικό έλεγχο των Ρωμιών, αποκλείστηκαν πλήρως. Οι ξένοι εμπορικοί οίκοι, οι τράπεζες, οι αντιπροσωπείες διατάχθηκαν να απολύσουν τους Ρωμιούς υπαλλήλους και να προσλάβουν Μουσουλμάνους. Το ίδιο συνέβη και με πολλές κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων. Επίσημος οικονομικός αποκλεισμός των Ελλήνων κηρύχθηκε σε όλη τη χώρα. Ακόμη και το πιο μικρό ελληνικό χωριουδάκι της Πισιδίας, της Καππαδοκίας ή της Κιλικίας υπέφερε και δεινοπάθησε, αποκλεισμένο και τρομοκρατημένο από τους Τούρκους. Απαγορεύτηκαν στους Μωαμεθανούς οι οικονομικές συναλλαγές με Χριστιανούς και καλλιεργήθηκε το μίσος κατά των Ρωμιών.

Οι Έλληνες στρατεύσιμοι στον τουρκικό στρατό εντάχθηκαν στα περιβόητα τάγματα εργασίας (amele taburu), όπου πέθαιναν κατά χιλιάδες από τις στερήσεις, τις κακουχίες, τον τύφο και τα βασανιστήρια.

Ωστόσο η πολιτική εκτουρκισμού έπληξε ανεπανόρθωτα τον ίδιο τον τουρκικό λαό, οδηγώντας στην παρακμή της οικονομίας. Απόλυτη ένδεια μάστιζε για τέσσερα χρόνια την πλειονότητα των Οθωμανών υπηκόων, ενώ κυριαρχούσαν παντού ο υποσιτισμός και η μαύρη αγορά. Η ήττα της Τουρκίας και η συνθήκη του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918 ) σηματοδότησαν το τέλος του Πρώτου Διωγμού.

Σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), οι διωγμένοι Έλληνες από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία ανέρχονται στις 776.000. Εξ αυτών, το ένα τρίτο έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες κατά τη διάρκεια των εκτοπισμών

Οι υπόλοιποι, μετά τη συνθηκολόγηση, επέστρεψαν στις καθημαγμένες εστίες τους. Μετά τον Μάιο του 1919, όταν ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Σμύρνη, πολλοί που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα αποφάσισαν να επιστρέψουν στις εστίες τους, θεωρώντας ότι τα πέτρινα χρόνια αποτελούσαν πια παρελθόν. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, θα βίωναν μιαν ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία…

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”