Πανδιδακτήριο Μαγναύρας, το αρχαιότερο πανεπιστήμιο της Ευρώπης

Στις 27 Φεβρουαρίου του 425 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ εξέδωσε το πρώτο διάταγμα που ρύθμιζε τη λειτουργία της Σχολής στην Κωνσταντινούπολη

Η περίοδος των λεγομένων βυζαντινών χρόνων είναι μία από τις πιο συκοφαντημένες ιστορικές περιόδους.

Οι περισσότεροι διανοητές και ιστορικοί της Ευρώπης, τόσο οι καθολικοί και προτεστάντες, όσο και οι διαφωτιστές, αντιμετώπισαν το Βυζάντιο με εχθρότητα, φθόνο και απαξίωση. Νεοέλληνες διανοούμενοι, οπαδοί του διαφωτισμού, θλιβερές απομιμήσεις του Βολταίρου και του Γίββωνα, το θεώρησαν ως μια σκοτεινή περίοδο δεισιδαιμονίας, που έπρεπε να παραδοθεί στην λήθη της Ιστορίας.

Και το χειρότερο, την ίδια στάση τήρησαν εν πολλοίς και αρκετοί Νεοέλληνες διανοούμενοι, οπαδοί του διαφωτισμού, θλιβερές απομιμήσεις του Βολταίρου και του Γίββωνα: θεώρησαν το Βυζάντιο ως μια σκοτεινή περίοδο δεισιδαιμονίας, που έπρεπε να παραδοθεί στη λήθη της Ιστορίας.

Ωστόσο, η Ιστορία είναι τα γεγονότα, και τα γεγονότα οδηγούν τον αντικειμενικό μελετητή στο συμπέρασμα ότι η περίοδος της μεσαιωνικής Χριστιανικής αυτοκρατορίας μας, υπήρξε από τις λαμπρότερες στην παγκόσμια Ιστορία.

Η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που ατυχώς επικράτησε να αποκαλείται «Βυζαντινή», διατήρησε και ανανέωσε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σε όλους τους τομείς, μπολιασμένο με το νέο πνεύμα που κόμιζε το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Ένας από τους τομείς στους οποίους το Βυζάντιο υπερείχε συντριπτικά έναντι της φραγκολατινικής Δύσης, ήταν η Παιδεία. Σχολεία υπήρχαν ακόμη και σε χωριά, ενώ στις πόλεις ήκμαζαν ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και φιλοσοφικές σχολές, όπως στην Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Βηρυτό και βέβαια στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.

ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΑΓΑΘΟ

Το έτος 425 αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους είναι ο Θεοδόσιος Β΄. Το περιβάλλον του αποτελείται από ανθρώπους ευσεβείς και συγχρόνως ιδιαίτερα καλλιεργημένους, που θεωρούν την Παιδεία ως το υπέρτατο εγκόσμιο αγαθό. Ανάμεσά τους η σύζυγος του αυτοκράτορα Ευδοκία (Αθηναΐς), η αδελφή του Αιλία Πουλχερία και ο έπαρχος του Πραιτορίου Κύρος Πανοπολίτης, φιλόσοφος και ο ίδιος. Οι δυο γυναίκες ήσαν επίσης κάτοχοι υψηλής παιδείας.

Ακολουθώντας τις συμβουλές τους ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος, άνθρωπος και ο ίδιος ιδιαίτερα καλλιεργημένος και ευσεβής, προχωρεί στην ίδρυση ενός Ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος στην Κωνσταντινούπολη, που επρόκειτο να μείνει γνωστό ανά τους αιώνες ως το Πανδιδακτήριον της Μαγναύρας. («Της Μαγναύρας» ονομάστηκε διότι μετά τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκε σε ένα πολυτελέστατο οικοδόμημα στον περίβολο του Παλατίου).

Πρόκειται για το αρχαιότερο Πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε επί Ευρωπαϊκού εδάφους και σύντομα η αίγλη του θα επισκίαζε εκείνη των παλιών ειδωλολατρικών σχολών της Αθήνας (που ούτως ή άλλως είχαν αρχίσει να παρακμάζουν), αλλά κατόπιν και της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Βηρυτού. Οι τελευταίες δεν έχασαν την παλιά τους αίγλη, αλλά μετά την αραβική κατάκτηση πολλοί καθηγητές τους κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 425 ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Β΄ εξέδωσε το πρώτο σχετικό διάταγμα που ρύθμιζε τη λειτουργία της σχολής.

ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Όπως αναφέρει ο Μάριος Νοβακόπουλος, είχε 31 έδρες εκ των οποίων 16 ελληνικές και 15 λατινικές.

Οι επιστήμες που διδάσκονταν ήταν η Γραμματική, η Ρητορική, η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά, η Αστρονομία, το Δίκαιο, η Ιατρική και η Μουσική. Διδάσκονταν σχεδόν όλοι οι φιλόσοφοι και οι ποιητές της αρχαιότητας: Πλάτων, Αριστοτέλης, Επίκουρος, Στωικοί, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Δημοσθένης, Ισοκράτης, Λυσίας, Πίνδαρος, Όμηρος, Αρχίλοχος, Επίχαρμος, Αριστοφάνης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Σαπφώ και με λίγα λόγια όλος ο πλούτος της αρχαίας σοφίας.

Άλλωστε ο Όμηρος και ο Αίσωπος αποτελούσαν τον άξονα ήδη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο Ψελλός καταγράφει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό με την ερωμένη του Κωνσταντίνου Θ΄, όπου φαίνεται καθαρά ότι όλοι σχεδόν οι πολίτες της Κωνσταντινουπόλεως γνώριζαν την Ιλιάδα και μπορούσαν να την απαγγέλλουν από στήθους.

Βέβαια οι Χριστιανοί καθηγητές ήξεραν να ξεχωρίσουν στα κείμενα της θύραθεν σοφίας το χρήσιμο πνευματικά από το επιβλαβές, όπως το είχε περιγράψει ο Μ. Βασίλειος στην ομιλία του προς τους νέους «Ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» και κατεύθυναν τους φοιτητές τους να προσεγγίζουν τα κείμενα υπό το πρίσμα της χριστιανική οπτικής.

Ο Ιουστινιανός Α΄, νομομαθής και ο ίδιος, αναβάθμισε ιδιαίτερα την Νομική Σχολή, της οποίας ο χρόνος σπουδών έγινε πενταετής.

ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΕΔΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ!

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Πανδιδακτήριο δεν υπήρχε έδρα Θεολογίας. Οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι γνώριζαν ότι η Θεολογία υπερβαίνει τα της ανθρώπινης λογικής και έρευνας και δεν μπορούσε να διδαχθεί παρά μόνον από τους αληθείς θεολόγους, εκείνους που βίωναν τα Θεία.

Την σχετική κατάρτιση παρείχαν οι πατριαρχικές σχολές, από τις οποίες προήλθε επίσης σημαντικός αριθμός λογίων, που ασχολήθηκαν και με τη θύραθεν σοφία, αφήνοντας πλούσιο συγγραφικό και φιλολογικό έργο.

Τα μαθήματα, ο «θρόνος», το 8ετές «λουκέτο» και οι διακεκριμένοι καθηγητές

Η φιλόλογος – Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας του ΑΠΘ Δήμητρα Ρετσινά Φωτεινίδου, αναφέρει, με βάση τις πηγές, κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες του τρόπου λειτουργίας του. Τα μαθήματα γίνονταν στην Ελληνική και στην Λατινική ως τον 8ο αιώνα, οπότε η Λατινική ουσιαστικά περιήλθε σε αχρηστία. Στην αίθουσα διδασκαλίας υπήρχε ο «θρόνος», η έδρα δηλαδή του καθηγητή, ο οποίος έφερε ειδική στολή, που υποδήλωνε την ιδιότητά του και τον εξ αυτής οφειλόμενο σεβασμό: «Στολὴν σεμνοτάτην, ὁποίαν οἱ τῶν λόγων καθηγηταὶ καὶ διδάσκαλοι ἀμφιέννυνται».

Οι φοιτητές επίσης όφειλαν να είναι συνεπείς, εργατικοί και κόσμιοι στο ήθος. Η Δ. Ρετσινά Φωτεινίδου υπενθυμίζει ότι ο Μιχαήλ Ψελλός κάπου αναφέρεται σε ράθυμους σπουδαστές, οι οποίοι επιπλήττοντο ή ετιμωρούντο. Επιπλέον, ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός είχε διορίσει επόπτες που επέβλεπαν αν κάποιοι από τους φοιτητές ασχολούντο πέραν του μέτρου με τον Ιππόδρομο ή τα τυχερά παίγνια. Οι παραβάτες στέλνονταν πίσω, στην πατρίδα τους.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ

Το ανώτατο αυτό εκπαιδευτικό ίδρυμα της αυτοκρατορίας λειτούργησε σε όλη την διάρκεια της αυτοκρατορίας. Για πρώτη φορά η λειτουργία του διεκόπη την περίοδο της τυραννίας του Φωκά, διάρκειας περίπου οκτώ ετών (602-608). Όταν ο Ηράκλειος αποκατέστησε την έννομη τάξη ανατρέποντας τον τύραννο, το Πανδιδακτήριο όχι μόνον επαναλειτούργησε, αλλά και αναβαθμίστηκε, αφού η διεύθυνσή του ανατέθηκε στον μεγάλο Αλεξανδρινό (Χριστιανό) φιλόσοφο Στέφανο, που ως τότε δίδασκε σε σχολή της Αλεξάνδρειας.

Κατά την περίοδο των Ισαύρων το Πανδιδακτήριο περιέπεσε σε κρίση, λόγω των διωγμών σε βάρος των Ορθοδόξων (εικονόφιλων) καθηγητών. Όμως υπήρχε και άλλος πολύ σοβαρός λόγος. Ήταν μια πολύ ταραγμένη για την αυτοκρατορία εποχή και οι αυτοκράτορες έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα στην άμυνα του κράτους, χωρίς να έχουν την πολυτέλεια για μεγάλες δαπάνες στην παιδεία.

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ

Η ταραχώδες εκείνη περίοδος έληξε με την αυγή του 9ου αιώνα και το Πανδιδακτήριο αναβαθμίστηκε και μεταφέρθηκε, όπως αναφέρθηκε, στο ανάκτορο της Μαγναύρας. Επί βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ ο θείος του αυτοκράτορα Καίσαρ Βάρδας φρόντισε για την αναδιοργάνωση του Πανδιδακτηρίου, καθόρισε υψηλές αμοιβές και προνόμια για τους διδάσκοντες, ενώ η διδασκαλία παρεχόταν δωρεάν στους φοιτητές. Τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε ο Λέων ο Μαθηματικός που δίδασκε Φιλοσοφία και Μαθηματικά.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΛΟΓΙΟΙ

Αλλοι διακεκριμένοι καθηγητές την εποχή αυτή είναι ο Θεόδωρος (δίδασκε Γεωμετρία), ο Θεοδήγιος (Αστρονομία) και ο Κομητάς (Γραμματική). Σημαντικό επίσης ρόλο στην αναβάθμιση του Πανδιδακτηρίου διεδραμάτισαν δύο κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής: Ο μετέπειτα Πατριάρχης Μέγας Φώτιος και ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα φωτιστής των Σλάβων Άγιος Κύριλλος.

Όλοι αυτοί οι κορυφαίοι λόγιοι της εποχής διατηρούσαν στενούς προσωπικούς δεσμούς. Ενας τόπος συνάντησής τους ήταν η βιβλιοθήκη του Μ. Φωτίου, όπου συζητούσαν και αντάλλασσαν απόψεις επί παντός επιστητού. Μάλιστα ο Μ. Φώτιος ήταν εκείνος που διέσωσε πολλά κείμενα της αρχαίας Γραμματείας, των οποίων οι μοναδικοί σωζώμενοι κώδικες είχαν φθαρεί και σύντομα καταστράφηκαν. Υπάρχουν πολλά έργα αρχαίων που χάθηκαν εξαιτίας αυτής της φυσικής φθοράς και μας είναι γνωστά μόνον χάρη στην άοκνη προσπάθεια του υπομνηματισμού τους από τον Μ. Φώτιο στην περίφημη «Μυριόβιβλο».

ΝΕΑ ΑΙΓΛΗ

Τον 10ο αιώνα η Μαγναύρα θα γνωρίσει νέα αίγλη, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου, ο οποίος ήταν και ο ίδιος λόγιος. Τον 11ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος διευρύνει τον κύκλο των σπουδών και τις χωρίζει σε δύο κατευθύνσεις: Το Διδασκαλείον των Νόμων, που είναι ουσιαστικά η Νομική Σχολή υπό την διεύθυνση του νομομαθούς Ιωάννου Ξιφιλίνου, και το Γυμνάσιον, την Φιλοσοφική Σχολή, όπου διδάσκονται όλες οι άλλες επιστήμες υπό την διεύθυνση του «Υπάτου και Υπερτίμου των Φιλοσόφων» (αξίωμα αντίστοιχο του σημερινού Πρυτάνεως), Μιχαήλ Ψελλού.

Η Σχολή της Μαγναύρας συνέχισε τη λειτουργία της ως τη λατινική κατάκτηση του 1204. Ομως και τότε οι λόγιοι αυτοκράτορες της Νίκαιας συνέχισαν την εκπαιδευτική παράδοση ιδρύοντας σχολές σε όλη τη δυτική Μικρά Ασία.

Μετά την ανάκτηση της Πόλης το Πανδιδακτήριο ξαναλειτούργησε, υπό την διεύθυνση κορυφαίων λογίων της όψιμης περιόδου του, όπως ο Ακροπολίτης και ο Παχυμέρης. Ηταν η τελευταία αναλαμπή. Η Αλωση του 1453 σηματοδότησε το τέλος του.

ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ

Δεν μπορούμε παρά να συμμεριστούμε απόλυτα το συμπέρασμα του Μάριου Νοβακόπουλου: Το Πανδιδακτήριο είναι ένα μικρό μόνον κεφάλαιο της βυζαντινής εκπαίδευσης και διανόησης, την οποία εκόσμησαν δεκάδες λόγιοι, φιλόσοφοι και επιστήμονες, κληρικοί και λαϊκοί. Το Βυζάντιο διέσωσε την αρχαιοελληνική γραμματεία, την εξέδωσε, την μελέτησε και την σχολίασε, μεταδίδοντάς την ύστερα στους Αραβες και από εκεί στην Εσπερία. Οι Βυζαντινοί ουδέποτε απαξίωσαν την παιδεία και δικαίως εκαυχώντο ότι αυτοί ήταν οι αληθινοί κληρονόμοι και συνεχιστές του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, κατά την μακρά εκείνη περίοδο που τα φραγκοτευτονικά φύλλα είχαν βυθίσει την υπόλοιπη Ευρώπη στο σκοτάδι. Τα βυζαντινά σχολεία και πανεπιστήμια λειτούργησαν επί μία χιλιετία, καλλιεργώντας τους πολίτες του, ακόμα και απλούς ανθρώπους του λαού, έτσι ώστε να γνωρίζουν και να απαγγέλλουν από στήθους τον Όμηρο.

Γιάννης Ζαννής

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”