του π. Γεωργίου Λέκκα*
Ο Θεός ταπεινώθηκε στο πρόσωπο του Παιδός Ιησού, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην μπορεί να Τον δεχτεί παρά μέσω της ταπείνωσης του νου του. Επειδή ψήλωσε ο νους του ανθρώπου κι έχασε τον Παράδεισο, για να τον ξανακερδίσει οφείλει ο νους του να ταπεινωθεί με αφορμή την υπέρλογη ταπείνωση του Θεού που ήρθε στον κόσμο ταπεινά σαν νήπιο.
Για να ανοίξει, συνεπώς, ο άνθρωπος στον Θεό οφείλει να δεχτεί ταπεινά το άνοιγμα του Άπειρου Θεού που δεν δίστασε να γίνει νήπιο στο πρόσωπο του Παιδός Ιησού για να σώσει τον άνθρωπο από την κλειστότητά του.
Ανοίγει όποιος γίνεται ό,τι δεν ήταν πριν το άνοιγμά του. Ανοίγει ο Θεός και γίνεται τέτοιος που δεν ήταν πριν – άνθρωπος και μάλιστα ταπεινός σαν νήπιο. Ανοίγει κι ο άνθρωπος και γίνεται τέτοιος που δεν ήταν πριν – άπειρος Θεός κατά χάρη, αφού ο Θεός Πατήρ δίνει το Άγιο Πνεύμα κατεξοχήν σε όποιον πιστεύει στην Θεότητα του ταπεινού Ιησού.
Η πίστη στη Θεότητα του ταπεινού Ιησού και η προσπάθεια για την τήρηση των εντολών του φαίνεται ότι ενεργοποιεί βαθύτερη δομή του ανθρώπου, που δεν είναι βέβαια ο σωματικός εαυτός του, ούτε καν ο ψυχοσωματικός, αλλά ο πνευματικός του εαυτός, ο κατεξοχήν πλασμένος «κατ’ εικόνα» του Κτίσαντος.
Όπως, επίσης, η άρνηση του Θεού εμποδίζει τον άνθρωπο να λαμβάνει γνώση του πνευματικού του εαυτού και να διατηρεί αυτόν ανοιχτό στο Ταπεινό Πνεύμα του Θεού που κατέρχεται για να τον σώσει όλο.
Σε αντίθεση με το ψυχοσωματικό μας εγώ, ο πνευματικός μας εαυτός είναι απειροελάχιστος κατά τον όγκο, η δυνητικότητά του όμως είναι άπειρη, αφού αυτός είναι που αποτελεί κατεξοχήν την δυνάμει κατοικία του Τριαδικού Θεού. Ο όγκος του μοιάζει, έτσι, αντιστρόφως ανάλογος της πνευματικής του εντελέχειας.
Ανάλογα με το μάτι μέσω του οποίου βλέπει (σωματικό, ψυχικό ή πνευματικό), ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται όχι απλώς διαφορετικά την πραγματικότητα, αλλά και διαφορετική κάθε φορά πραγματικότητα. Το ποιος, μάλιστα, είναι ο εαυτός που προεξάρχει, είναι μάλλον ό,τι τελικά προσδιορίζει την οντολογική αξία του μεγέθους άνθρωπος.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι κατά την ανάσταση των Δικαίων θα προεξάρχει της ψυχοσωματικής τους ενότητας ο «κατ’ εικόνα» του Κτίσαντος πνευματικός τους εαυτός και, αντιθέτως, ότι κατά την ανάσταση των αδίκων ο πνευματικός τους εαυτός θα συνθλίβεται οδυνηρά από την υπέρμετρη διόγκωση του ψυχοσωματικού.
Τί είναι, άλλωστε, έμπνευση τόσο στην τέχνη όσο και στην προσευχή, αν όχι το να μπορεί κανείς να δει για λίγο ή και για πολύ με τα μάτια του πνευματικού του εαυτού όταν αυτός δανείζεται στον Κύριο; Η έμπνευση αποκαλύπτει, έτσι, την ύπαρξη μιας διαφορετικής και διαυγέστερης τάξης πραγμάτων, αμφισβητεί την εμπεδωμένη τάξη του ψυχοσωματικού και ως εκ τούτου συνιστά συνθήκη πλήρους ανατροπής της μονολιθικής οργάνωσής του.
Και τί δεν κάνει ο Τρισάγιος Κύριος για να ενεργοποιηθεί η βαθύτερη δομή μας που είναι ο πνευματικός μας εαυτός και να συνειδητοποιήσουμε πως είναι από Θεία Ταπείνωση που ο Υψηλός Θεός θέλει να κερδίσει ώς και τον τελευταίο των ανθρώπων. Επιτρέπει από τον πιο μεγάλο πόνο –όχι βέβαια χωρίς σπαραγμό και της δικής Του καρδιάς– μέχρι και την πιο μεγάλη χαρά για να σπάσει τον φαύλο κύκλο της αυτοϊκανοποίησής μας.
Δεν φείδεται να δώσει χαρίσματα τελείων ακόμα και σε πνευματικά νήπια όταν προβλέπει ότι μέσω αυτών θα μπορέσουν να φτάσουν σε μετάνοια ώστε να κραυγάσουν: «Εσύ, ταπεινός Θεός κι εγώ, υπερφίαλος άνθρωπος. Σώσε με απ’ αυτό. Δεν το αντέχω!»
Το παράδοξο είναι ότι ενώ ο Κύριος είναι τόσο πολύ εγγύς, ο άνθρωπος εξακολουθεί να πάσχει από άγνοια της εγγύτητάς Του.
*Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου. Σπούδασε Νομικά, Φιλοσοφία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διδάκτωρ Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι 4) και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Γαλλίας, δίδαξε ελληνική φιλοσοφία στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση από το 2005-2017. Η τελευταία ποιητική συλλογή του με τον τίτλο ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ εκδόθηκε πρόσφατα από Το Κοινόν των Ωραίων Τεχνών (Αθήνα, 2021, σσ.79).