του Πρωτοπρεσβύτερου Δρ. Γεωργίου Λέκκα, κληρικού της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου*
Ο νους τελεί σε συνθήκες διαστροφής όταν εργάζεται ενάντια στην Εντολή του Θεού για αγάπη ή ακόμα και στον νόμο της συνείδησης για το τι πρέπει να αποφεύγουμε. Ο εμπαθής νους όχι μόνο δεν μπορεί να αγαπήσει αλλά και πράττει συστηματικά το κακό για να εξασφαλίσει ό,τι ο ίδιος θεωρεί συμφέρον του. Η εμπάθεια του νου καταδικάζει, έτσι, σε πλήρη αδράνεια την «βαθιά καρδιά» του ανθρώπου που είναι εκ φύσεως ανοιχτή προς τον άλλον.
Μάλιστα ο άνθρωπος που είναι έρμαιο των παθών του αγνοεί ολωσδιόλου την ύπαρξη της βαθύτερης καρδιάς του. Θεωρεί ως καρδιακή αντίδραση την ευχαρίστηση που αντλεί από την ικανοποίηση των παθών του και, καθώς είναι εμπαθώς προσανατολισμένος σε ό,τι πορίζει ευχαρίστηση μόνο στον ίδιο, αδυνατεί να λάβει γνώση του κατεξοχήν καρδιακού εαυτού του που είναι φτιαγμένος για να ζει μέσω των άλλων. Η απομόνωση του νου από την ύπαρξη και την λειτουργία της βαθιάς καρδιάς μας εκδηλώνεται συνήθως με λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά συμπτώματα σκληροκαρδίας.
Ο εμπαθής λυπεί τον Θεό καθώς κάνει κακό στον εαυτό του για τον οποίο έπαθε ο Χριστός. Επειδή μάλιστα ο Τρισάγιος Θεός δεν θέλει την απώλεια κανενός ανθρώπου, έστω κι αν αυτός είναι ο χειρότερος αμαρτωλός, επιτρέπει συνθήκες στη ζωή μας που αποσταθεροποιούν την εμπαθή μονοκρατορία του νου μας με το να ξυπνήσουν την βαθιά καρδιά μας. Πότε μια απώλεια, άλλοτε μια αποτυχία, συχνότερα μια ασθένεια κινητοποιούν τη βαθιά καρδιά μας, καθώς δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να στραφούμε εξ όλης καρδίας προς τον Κύριο και Θεό μας αλλά και για να νιώσουμε δικό μας οποιονδήποτε πάσχοντα σ’ όλο τον κόσμο.
Κάποτε μάλιστα η παρέμβαση του Θεού για την μεταστροφή του ανθρώπου είναι τόσο πολύ εξόφθαλμη που δεν επιτρέπει παρερμηνείες. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση της θείας παρέμβασης για την μεταστροφή της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, όταν αυτή ζούσε ακόμα υπό το κράτος της φιληδονίας και ασκούσε την πορνεία όχι τόσο ως μέσω βιοπορισμού όσο κυρίως για την ευχαρίστηση που αυτή της προκαλούσε. Ενώ προσπαθούσε, λέει, να εισέλθει μαζί με πλήθος λαού στο ναό για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού του Κυρίου κατά την εορτή της Υψώσεως, ένα αόρατο χέρι την εμπόδιζε, μόνη αυτή, κάθε φορά που επιχειρούσε να εισέλθει.
Δεκαεπτά χρόνια πάλης με ανελέητους πορνικούς λογισμούς πέρασαν, σύμφωνα με την μαρτυρία της ίδιας, από την αισθητή παρέμβαση του Θεού στη ζωή της, που αρχικά την εμπόδιζε να εισέλθει στο ναό για να της το επιστρέψει ακολούθως κατόπιν προσωπικής μεσολάβησης της Κυρίας Θεοτόκου, μέχρι την πλήρη αποκατάσταση του νου της.
Εκτός από τον διχασμό προς θάνατο -όταν η εμπάθεια του νου έχει καταδικάσει σε θάνατο την βαθιά καρδιά μας-, υπάρχει κι ο διχασμός προς ζωή, όταν δηλαδή η καρδιά θέλει πλέον αισθητά τον Χριστό, όμως ο νους δεν έχει ακόμα ελευθερωθεί από τα πάθη. Ο πόνος τότε είναι τεράστιος και ο αγώνας μέχρι θανάτου. Στην περίπτωση του διχασμού προς θάνατο, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε μόνο τα αποτελέσματά του, στην περίπτωση όμως του διχασμού προς ζωή, βιώνουμε τον τιτάνιο αγώνα της καρδιάς έναντι του αντιστεκόμενου νου κι όλο τον πόνο μιας απόλυτης σύγκρουσης.
Πάντως στην περίπτωση του διχασμού προς θάνατο, ο άνθρωπος τελεί χωρίς αίσθηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του, στην περίπτωση, όμως, του διχασμού προς ζωή, η Χάρη της Θείας Παρουσίας τού είναι ολωσδιόλου αισθητή. Αρκεί τότε μόλις ν’ απλώσει το χέρι στον Κύριο που τον παραστέκει στον αγώνα του για να λάβει αμέσως τη λύτρωση. Μαθαίνει τότε ό,τι δεν μας είπανε ποτέ στα Κατηχητικά: Θέλεις να ζήσεις με ευσέβεια; Ετοιμάσου να διασχίσεις την Κόλαση. Όμως τότε και μέσα στην Κόλαση θα θέλεις να κράζεις κάθε στιγμή: «Καλύτερα με τον Χριστό και στην Κόλαση, παρά χωρίς Αυτόν στον Παράδεισο».
Ο πόλεμος των πορνικών λογισμών της Οσίας Μαρίας σταμάτησε, όπως μας αφήνει να εννοήσουμε ο βιογράφος της, όταν αυτή απέκτησε, με τη συνέργεια της Θείας Χάριτος, μόνιμη τη συναίσθηση της γύμνιας της από αρετές. Η σωματική γύμνια της Οσίας Μαρίας στην έρημο είναι σύμβολο της γύμνιας της ψυχής της. Η αποκατάσταση του νου της στην υπηρεσία της βαθιάς καρδιάς της προήλθε από την εμπεδωμένη ταπεινή της νοοτροπία ότι δεν έχει τίποτα καλό δικό της πάνω της.
Το σταθερό βίωμα μάλιστα της ψυχικής της γύμνιας τής δημιουργεί ακατάσχετη εν Αγίω Πνεύματι επιθυμία για τον Νυμφίο Χριστό. Η ταπείνωσή της ήταν, συνεπώς, που την κατέστησε εύχρηστο σκεύος του Αγίου Πνεύματος έμπλεο εξαιρετικών χαρισμάτων (του προορατικού, να προσεύχεται αιωρούμενη πάνω από το έδαφος, να βαδίζει πάνω στα νερά), αυτήν που πριν την μεταστροφή της υπήρξε εύχρηστο σκεύος των δαιμόνων.
Ο Χριστός δεν θέλει να αμαρτάνουμε, αλλά μάς επιτρέπει ακόμα και την ελευθερία να αμαρτάνουμε ώστε να έρθουμε σε συνείδηση της αναξιότητάς μας ενώπιον Του. Γιατί μόνο όταν ανοιχτούμε σε Αυτόν, του δίνουμε το δικαίωμα να κάνει μέσα μας αυτό που ο Ίδιος ξέρει και μπορεί. Είναι λοιπόν κακό να αμαρτάνουμε, είναι όμως άγιο να έχουμε συνείδηση της αμαρτωλότητάς μας ενώπιον Του.
Ο Θεός θέλησε την μετάνοια της πόρνης, όπως άλλωστε θέλει τη μετάνοια κάθε αμαρτωλού. Ο λογισμός, πάντως, μου λέει πως η πιο ευάρεστη ενώπιον του Κυρίου από όλων την μετάνοια είναι αυτή του υπερήφανου και πως η πραγματική μετάνοια ενός τέτοιου ανθρώπου έχει ευεργετικές συνέπειες ακόμα και για τους δαίμονες που έπεσαν από υπερηφάνεια.
*Ο π. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου. Σπούδασε Νομικά, Φιλοσοφία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διδάκτωρ Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι 4) και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Γαλλίας (2000-2005), δίδαξε ελληνική φιλοσοφία στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση (2005-2017). Η τελευταία ποιητική συλλογή του με τον τίτλο ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ εκδόθηκε από Το Κοινόν των Ωραίων Τεχνών (Αθήνα, 2021, σσ.79).