Όταν η Βασιλομήτωρ Ελένη βρήκε με θαυμαστό τρόπο τον Τίμιο Σταυρό

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*

Στο Συναξάριο της 6ης Μαρτίου, διαβάζουμε, μεταξύ των άλλων, και τα εξής:
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ (δηλ. την έκτη του μηνός Μαρτίου), μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὑπὸ τῆς Μακαρίας Ἑλένης

Και: Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων».

Στο τελευταίο αυτό ακολουθούν και οι στίχοι:
«Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μὲν κράνους ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δὲ κράτος».

Επειδή τα σχετικά με τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου συνήθως αναφέρονται στην ημέρα της Παγκοσμίου Υψώσεώς του, δηλαδή την 14η Σεπτεμβρίου, φαίνεται να έχει περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι η 6η Μαρτίου είναι η ημέρα κατά την οποίαν η Αγία Ελένη, η θεόστεπτη Αυγούστα και Βασιλομήτωρ, η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου, βρήκε με θαυμαστό τρόπο τον Τίμιο Σταυρό του Σωτήρος. Και, όπως αναφέρουν οι σχετικές διηγήσεις, βρήκε και τα καρφιά (τους ἥλους) με τους οποίος κάρφωσαν το Άχραντο Σώμα του Χριστού πάνω στον Σταυρό οι δήμιοί Του. Και, συνεχίζει η θαυμαστή διήγηση, με εντολή της Αγίας Ελένης, το ένα από αυτά τα καρφιά προσκολλήθηκε στο κράνος του γιου της και το άλλο στον χαλινό του αλόγου του, σαν φυλαχτό προς κάθε απειλή, «ὅπλον εἰρήνης και ἀήττητον τρόπαιον».

Την ιστορία διηγούνται πολλές πηγές εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Θεοδώρητος Κύρου και ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, από την διήγηση του οποίου περιγράφεται εδώ το υπερφυές γεγονός καθώς και όλα τα θαυμαστά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την επίσκεψη της Αγίας Ελένης στην Παλαιστίνη.

Βρισκόμαστε στην εποχή που οι διωγμοί αποτελούν παρελθόν και ο Χριστιανισμός έχει θριαμβεύσει στο Ρωμαϊκό κράτος. Η Αγία Ελένη, η μητέρα του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου, καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Μ. Ασίας, που ονομαζόταν Δρέπανον. Ο αυτοκράτορας γιος της μετέτρεψε το μέχρι τότε μικρό χωριουδάκι σε πόλη, στην οποίαν έδωσε το όνομα της μητέρας του: Ελενούπολη.

Η ευσεβεστάτη Αυγούστα έλαβε θεία πληροφορία σε ενύπνιό της, να μεταβεί στην Αγία Γη, προκειμένου να βρει τον Σωτήριο Όπλο του Τιμίου Σταυρού και να αποκαταστήσει και τους άλλους Ιερούς τόπους, στους οποίος ο Σωτήρας γεννήθηκε, έζησε, έπαθε, σταυρώθηκε, τάφηκε και αναστήθηκε για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους.

Έφτασε λοιπόν η Αγία Ελένη στην Παλαιστίνη με πολυπληθή συνοδεία που έθεσε στη διάθεσή της ο αυτοκράτορας, καθώς και όλα τα μέσα που θα της ήταν απαραίτητα για την ασφάλειά της και την εκπλήρωση του σκοπού της.

Η κατάσταση στην Ιερουσαλήμ ήταν δραματική. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, η Αγία βρήκε την πάλαι ποτέ Ιερουσαλήμ «ἔρημον ὡς ὀπωροφυλάκιον», κατά τον στίχο του Ιερού Ψαλμωδού.

Η Βασίλισσα αναζήτησε εσπευσμένα τον Τάφο του Χριστού. Εν τούτοις, το θεάρεστο και μεγαλόπνοο έργο που επιχειρούσε να φέρει εις πέρας, αντιμετώπιζε μεγάλες δυσχέρειες. Και ο λόγος ήταν ότι, μέχρι την ερήμωση της Ιερουσαλήμ, ο Χριστιανοί της πρώτης Εκκλησίας γνώριζαν τον τόπο του μνήματος και το τιμούσαν. Η Ιερουσαλήμ, ως γνωστόν, μετά την επανάσταση των Ιουδαίων κατά της Ρώμης, καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Τίτου και επαληθεύτηκε έτσι η προφητεία ου Χριστού. Αλλά λίγα χρόνια μετά, επί αυτοκράτορος Αδριανού, οι εναπομείναντες Ιουδαίοι ξεσηκώθηκαν για δεύτερη φορά. Η επανάσταση είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη, όμως αυτή τη φορά ο Αδριανός έλαβε ακόμα πιο σκληρά μέτρα, ώστε να αποθαρρύνει οριστικά κάθε παρόμοια σκέψη για το μέλλον. Μετά την δεύτερη αυτή καταστροφή από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, η πόλη ερημώθηκε τελείως από τους κατοίκους της, απαγορεύτηκε οποιαδήποτε πρόσβαση Ιουδαίων σε αυτή και επιπλέον ο αυτοκράτορας Αδριανός άλλαξε το όνομά της σε Αιλία Καπιτωλίνα. Ο τόπος που βρισκόταν ο Πανάγιος Τάφος και ο Γολγοθάς σκεπάστηκαν με χώματα και πάνω από αυτόν οι εθνικοί ανήγειραν ναό της Αφροδίτης (με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, αφού η Αφροδίτη ήταν η θεότητα του έρωτα) και τοποθέτησαν εκεί το άγαλμα της ψευδώνυμης θεάς. Η μνήμη έσβησε και ο χρόνος την σκέπασε με το σεντόνι της λήθης.

Η ανέγερση του ναού της Αναστάσεως και η Ν. Ιερουσαλήμ

Όμως στην Αγία Ελένη φανερώθηκε ότι εκεί βρισκόταν αυτό που ζητούσε. Διέταξε λοιπόν να γκρεμιστεί το άγαλμα της Αφροδίτης και να ανασκαφεί ο τόπος. Όταν καθαρίστηκαν τα χώματα, οι εργάτες και η Βασίλισσα είδαν τρεις σταυρούς, καθώς και την ξύλινη πινακίδα με την επιγραφή που είχε τοποθετήσει ο Πιλάτος: «Ἰησοῦς Ναζωραῖος, Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων». Ήταν προφανές ότι ο ένας από τους τρεις ήταν ο Σταυρός του Κυρίου και οι άλλοι δύο των συσταυρωθέντων ληστών. Δεν γνώριζαν όμως ποιος από του τρεις ήταν ο Σταυρός του Χριστού.

Και εν τέλει το έμαθαν μέσα από ένα μεγάλο θαύμα που επιτελέστηκε.

«Ἐπεὶ δὲ ἀμφίβολος ἦν ὁ σταυρὸς ὁ ζητούμενος, οὐχ ἡ τυχοῦσα λύπη κατέσχε τὴν τοῦ βασιλέως μητέρα», αφηγείται ο Σωκράτης ο Σχολαστικός. Ένοιωσε μεγάλη λύπη η Αγία Ελένη, έχοντας φτάσει στο ποθούμενο, αλλά μη μπορώντας να μάθει ποιος ήταν ο σταυρός που ζητούσε.

Από την στενοχώρια αυτή την έβγαλε ο τότε επίσκοπος των Ιεροσολύμων, ο Άγιος Μακάριος. Ο Πατριάρχης προσευχήθηκε, ζητώντας από τον Θεό ν φανερώσει με κάποιο σημείο τον Τίμιο Σταυρό. Και ο Θεός δεν άργησε να ανταποκριθεί στο αίτημα του Ιερουργού Του.

Κατά την διήγηση του Σωκράτη, η σύζυγος ενός από τους κατοίκους της περιοχής ήταν ετοιμοθάνατη εξαιτίας κάποιας βαριάς ασθένειας. Έφερε λοιπόν στην ετοιμοθάνατη τους τρεις σταυρούς ο Πατριάρχης, με ακλόνητη την πίστη ότι, μόλις αυτή άγγιζε τον Σταυρό του Χριστού θα ανακτούσε την υγεία της και θα γλίτωνε από τον θάνατο. Και η ελπίδα του Αγίου Μακαρίου δεν διαψεύστηκε.

Η γυναίκα άγγιξε τους πρώτους δύο σταυρούς, αλλά δεν είδε την παραμικρή βελτίωση της υγείας της. Μόλις όμως άγγιξε τον τρίτο σταυρό, ανάρρωσε αμέσως και πλέον ήταν απολύτως υγιής. Ό Πατριάρχης, η Βασίλισσα και όλοι όσοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες του υπερφυούς σημείου, κατάλαβαν ότι αυτός ήταν ο Σταυρός του Κυρίου, ο Ζωηφόρος Σταυρός.

Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός. Η ευσεβεστάτη Βασιλομήτωρ ανήγειρε στον τόπο εκείνο τον μεγάλο αυτό Ναό της Αναστάσεως και ονόμασε τον τόπο Νέα Ιερουσαλήμ, αποκαθιστώντας έτσι την παλαιά εκείνη που είχε ερημωθεί.

Συνέρρευσε πλήθος λαού για να προσκυνήσει το πολύτιμο εύρημα και το πλήθος ήταν τόσο, ώστε ήταν αδύνατο να προσκυνήσουν όλοι. Έτσι ο Πατριάρχης Μακάριος ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό, ώστε να ευλογηθεί όλο το πλήθος.

Ο Σωκράτης αναφέρει ότι η Αγία Ελένη ένα μέρος του Τιμίου Σταυρού έκλεισε σε αργυρή θήκη και το άφησε στην Αγία Γη, ώστε να μείνει εκεί, όχι μόνο για τους αυτονόητους λατρευτικούς λόγους, αλλά και ως απτό τεκμήριο του γεγονότος «μνημόσυνον τοῖς ἱστορεῖν βουλομένοις κατέλιπεν», λέει χαρακτηριστικά ο Σωκράτης ο Σχολαστικός).

Ένα άλλο μέρος το έστειλε στον βασιλέα γιο της. Ο Μέγας Κωνσταντίνος το παρέλαβε με ευλάβεια και με ακλόνητη πίστη ότι θα ήταν το ισχυρότερο αμυντικό όπλο της νέας πρωτεύουσας του κράτους, «πιστεύσας», όπως λέει επί λέξει ο Σωκράτης, «τελείως σωθήσεσθαι τὴν πόλιν ἔνθα ἂν ἐκεῖνο φυλάττηται».

Τα απότμημα εκείνο του Τιμίου Σταυρού διέταξε να φυλαχτεί μέσα στον λεγόμενο Κίονα του Κωνσταντίνου, την μεγάλη πορφυρή κολόνα επί της οποίας στηριζόταν ο αδριάντας του ιδίου του αυτοκράτορα.

Τα δύο από τα καρφιά που τρύπησαν τα Άχραντα Χέρια του Σωτήρος, κατά την επιθυμία άλλωστε και της μητέρας του, ο αυτοκράτορας τα τοποθέτησε το ένα στο κράνος του και το άλλο στα χαλινάρια του ίππου του, για να τα χρησιμοποιεί σαν φυλακτήριο όπλο στους πολέμους.

Ο αυτοκράτορας έστειλε ό,τι υλικό χρειαζόταν για την οικοδόμηση ναών στα ιερά προσκυνήματα, γράφοντας συγχρόνως στον Άγιο Μακάριο, τον επίσκοπο της Αγίας Σιών, να επισπεύσει την κατασκευή των ναών. Η Αγία Ελένη παρέμεινε, επιβλέποντας άγρυπνα όλα τα έργα: Οικοδομήθηκε ο ναός στη Βηθλεέμ, εκεί που ο αστερόμορφος άγγελος οδήγησε τους Μάγους, καθώς και στο όρος που έγινε η Ανάληψη του Κυρίου.

Και ήταν τέτοια η ευλάβειά της, λέει ο Σωκράτης, ώστε να προσεύχεται συγχρόνως με μοναχές στα γύρω γυναικεία μοναστήρια και στις μοναχές τις εγγεγραμμένες στις τάξεις της Εκκλησίας, τις προσκαλούσε σε συνεστίαση, παραθέτοντάς τους εκείνη τα χρειαζούμενα για την τράπεζα, ενώ δώριζε και μεγάλα ποσά στους φτωχούς και στις εκκλησίες.

Κατά την πληροφορία του Σωκράτη, η Αγία Ελένη εκοιμήθη στην Αγία Γη, σε ηλικία ογδόντα ετών, έχοντας διανύσει μια ευσεβή και θεάρεστη κατά πάντα ζωή. Το όνομα της Ισαποστόλου αυτής Θεόστεπτης Αγίας Αυγούστας, είναι συνδεδεμένο με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού και την ανακαίνιση όλων των Ιερών Προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Μια παράδοση την συνδέει και με το Σταυροβούνι της Κύπρου. Το σώμα της μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τάφηκε με όλες τις τιμές. Κατά την περιγραφή του Σωκράτη του Σχολαστικού: «Εὐσεβῶς τε διανύσασα τὴν ζωήν, ἐτελεύτησε περὶ ὀγδοηκοστὸν ἔτος· καὶ τὸ σῶμα αὐτῆς εἰς τὴν βασιλεύουσαν νέαν Ῥώμην διακομισθέν, ἐν τοῖς βασιλικοῖς μνήμασιν ἀπετέθη».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”