Ο τρόπος και η σημασία της στέψης των βασιλέων στο Βυζάντιο

Οι Βυζαντινοί, διαπνεόμενοι από μια βαθιά ευλάβεια, είχαν συνείδηση της αιωνιότητας και επίγνωση ότι η επίγεια Αυτοκρατορία είναι εφήμερη και δικαιώνεται όσο είναι σε συμφωνία με τον νόμο και το Θέλημα Του

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, (την οποία χάριν ευκολίας ονομάζουμε «Βυζαντινή», οι ίδιοι οι πολίτες της ποτέ δεν αυτοπροσδιορίστηκαν μ’ αυτή την ονομασία), με ιστορική της αφετηρία την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως (Νέας Ρώμης), πολιτικά και διοικητικά υπήρξε συνέχεια της Ρωμαϊκής. Από ‘κει άλλωστε προέρχεται και η ονομασία «Ρωμηοί» για τους Ελληνες, ή «Ρούμ» για τους Ελληνορθόδοξους της Μ. Ανατολής μέχρι σήμερα.

Ωστόσο, η χιλιόχρονη αυτή αυτοκρατορία μεταμορφώθηκε σε ένα χριστιανικό κράτος, πολυεθνικό στη σύνθεση του πληθυσμού του, αλλά ελληνικό στον κυρίως εθνικό κορμό του, την γλώσσα και την παιδεία του, αναπόσπαστο τμήμα της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.

Οι πολίτες της αυτοκρατορίας την αντιλαμβάνονταν ως την κρατική υπόσταση μιας νέας κοινωνίας, της οποίας ο Χριστιανισμός υπήρξε πραγματικός καταλύτης, δίνοντάς της νέα πνοή και νέο περιεχόμενο, σε ιδεολογικό, θεσμικό και πολιτισμικό επίπεδο. Εβλεπαν το κράτος τους (τουλάχιστον «εν δυνάμει»,) ως Οικουμενική Αυτοκρατορία, που όφειλε να αγκαλιάζει όλους τους λαούς της γης, οι οποίοι θα ήταν μέλη της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Το αντιλαμβάνονταν ως επίγεια εικόνα και τύπο της Ουράνιας Βασιλείας, κατά τον ίδιο αναλογικά τρόπο που ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα του Θεού.

ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ

Ο επίγειος Αυτοκράτορας, επιστάτης του Επουρανίου Βασιλέως, βασιλεύει στη γη κατ’ απομίμησιν Εκείνου, και οι αξιωματούχοι τού κράτους λειτουργούν ως τύποι και εικόνες της Ουράνιας Ιεραρχίας. Στον βαθμό που η απομίμηση αυτή θα ήταν επιτυχής, η επίγεια ζωή θα ήταν δυνατό να λειτουργεί σαν μια καλή προετοιμασία για την είσοδο στην Ουράνια Βασιλεία.

Οι Βυζαντινοί αντιλαμβάνονταν ότι, στον σκοτεινό και ταραγμένο κόσμο που τους περιέβαλλε, η Αυτοκρατορία τους ήταν η τελευταία κοιτίδα ενός μεγάλου πολιτισμού, του οποίου υπήρξαν κληρονόμοι, διέσωσαν και διαφύλαξαν τις Επιστήμες, την Φιλοσοφία, την Γραμματεία και θεωρούσαν υποχρέωση και προνόμιό τους την συντήρησή του. Διαπνεόμενοι από βαθιά ευλάβεια, είχαν συνείδηση της αιωνιότητας και επίγνωση ότι η επίγεια Αυτοκρατορία είναι εφήμερη και δικαιώνεται όσο είναι σε συμφωνία με τον Νόμο και το Θέλημα του Θεού. Η Αιώνια και Ασάλευτη Βασιλεία είναι μόνον η Βασιλεία των Ουρανών. Η επίγεια είναι τύπος και σκιά εκείνης, όμως οφείλει να αποτελεί μια προετοιμασία για την αιωνιότητα. Το ιδανικό τους αυτό παρέμενε υψηλό, ανεξαρτήτως του γεγονότος (του οποίου επίσης είχαν επίγνωση) ότι, κάποιες φορές, στην πράξη αποτύγχαναν στην πραγματοποίησή του, λόγω της ανθρώπινης αδυναμίας και αμαρτωλότητας. Ωστόσο το επίγειο βασίλειο έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθεί να εκπληρώσει την αποστολή του, να είναι δίκαιο και αρμονικό και να κυριαρχείται από την Αληθινή Πίστη.

Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Μέσα στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, ο αυτοκράτορας παύει να είναι πλέον ο «αυτοκράτορας-θεός» της ειδωλολατρικής Ρώμης. Είναι ο αυτοκράτορας-δούλος του Θεού (ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων). Είναι ο προσωρινός επιστάτης του Θεού επί της γης, ως την ημέρα της επανόδου του Επουρανίου Βασιλέως, κατά την εσχατολογική προσδοκία της Εκκλησίας. Ευθύνη και αποστολή του είναι η ασφάλεια και ευημερία των υπηκόων του, στα πλαίσια μιας ευνομούμενης πολιτείας. Οφείλει να είναι διδάσκαλος θεογνωσίας για τον λαό, προστάτης των αδυνάτων απέναντι στις αυθαιρεσίες των δυνατών, ρυθμιστής της κοινωνικής ισορροπίας και να κυβερνά με δικαιοσύνη, κατά μίμησιν Θεού. Ετσι αντιλαμβάνονταν τον ρόλο του κράτους και του αυτοκράτορα, τόσον ο ίδιος, όσο και οι πολίτες της αυτοκρατορίας. Ετσι λειτούργησε, ή, τουλάχιστον, προσπάθησε να λειτουργήσει το χριστιανικό κράτος, παρά τις υπερβάσεις, αυθαιρεσίες και ανθρώπινες πτώσεις, που ασφαλώς υπήρξαν, όπως είναι φυσικό, σε μια πορεία χιλίων εκατό ετών.

Η πολιτική νομιμότητα, η έγκυρη εκλογή και η σημασία της προσκύνησης

Σε θεσμικό επίπεδο, από πλευράς πολιτικής νομιμότητας, η πολιτική σκέψη των Βυζαντινών, όπως άλλωστε και των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, αντιδιέστελλε σαφώς την νόμιμη εξουσία από την τυραννία: Ο αυτοκράτορας αναγνωρίζεται ως νόμος έμψυχος, υπόκειται όμως και ο ίδιος στους νόμους που έχει θεσπίσει και πρέπει να ζει σύμφωνα με αυτούς: «… να διδάξεις τους ανθρώπους την τήρηση του δικαίου, ώστε, κυβερνώμενος εσύ ο ίδιος από τους νόμους που θεσπίζεις, να είσαι νόμιμος βασιλιάς των υπηκόων σου» , παραινεί τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό ο Διάκονος Αγαπητός, στην Έκθεση των Παραινετικών του Κεφαλαίων, διότι ο βασιλεύς διαφέρει του τυράννου κατά το ότι «τοῦ μὲν βασιλέως τρόπος ὁ νόμος, τοῦ δὲ τυράννου ὁ τρόπος νόμος».

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΙΣ

Για να είναι έγκυρη η εκλογή, ο αυτοκράτορας έπρεπε να «εκλεγεί» και να αναγορευτεί από τους τρεις φορείς της εξουσίας, την Σύγκλητο, τον στρατό και τον λαό της Κωνσταντινουπόλεως , ώστε να είναι διασφαλισμένη η νομιμότητα της εξουσίας του.

Εξωτερικές εκδηλώσεις προερχόμενες από τα παλαιά ρωμαϊκά δεδομένα, όπως η προσκύνηση τού αυτοκράτορα ή των εικόνων του, στο Βυζάντιο χάνουν την παλιά τους σημασία και λαμβάνουν άλλη, καθαρά πολιτική: σημαίνουν την αναγνώρισή του από τους υπηκόους και την υποταγή τους σ’ αυτόν. Στην Πατερική γραμματεία διευκρινίζεται ότι οι εκδηλώσεις αυτές δεν αναφέρονται άμεσα στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, αλλά στα Χριστιανικά σύμβολα που έφερε. Οπως επισημαίνει ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων: «κατά την προσκύνηση λατρεύεται ο Σταυρός του Χριστού στο πρόσωπο του ηγεμόνα. Δεν είναι επομένως ασέβεια προς τον Θεό αυτή η προσκύνηση, αλλά ευσέβεια, γιατί αναφερόμαστε στο ιερό σύμβολο της Λύτρωσης».

Αυτός ο σεβασμός για την αυτοκρατορική εξουσία, ουδόλως απέτρεπε τους Βυζαντινούς να εξεγερθούν και να ανατρέψουν τον άνθρωπο που θα αποδεικνυόταν ανάξιος του υπερτάτου αξιώματος. Τέτοιες επαναστάσεις όμως, στρεφόταν κατά του προσώπου που αναξίως ή τυραννικώς κατείχε τον θρόνο, και ουδέποτε εναντίον του θεσμού και της ιερότητάς του.

Πως περιγράφει την τελετή ο Άγιος Συμέων

«Όφειλε να είναι ο προστάτης του λαού και ο υπέρμαχος της Εκκλησίας και των Ορθοδόξων δογμάτων, που θέσπισαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι»

Η τελετή της στέψεως από τον Πατριάρχη, που αργότερα εμπλουτίστηκε και με την χρίση, νομιμοποιούσε και από εκκλησιαστικής πλευράς την εκλογή του νέου αυτοκράτορα, ο οποίος όφειλε να είναι ο προστάτης του λαού και ο υπέρμαχος της Εκκλησίας και των Ορθοδόξων δογμάτων, που θέσπισαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι.

Ο άγιος Συμεών αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μας πληροφορεί για την στέψη των βασιλέων τα εξής: Αμέσως μετά την αναγόρευση και επευφημία από τον λαό, τον στρατό και τη Σύγκλητο, ο νέος αυτοκράτορας προσερχόταν στην Μεγάλη Εκκλησία, συνοδευόμενος από τον βασιλέα πατέρα του (αν ήταν εν ζωή) και από τους πρώτους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας, ώστε να μαρτυρείται ότι έλαβε την αρχή νόμιμα, «κατ’ εκλογήν», όχι τυραννικά. Προσερχόταν για να δείξει την υποταγή του στον Θεό, να ζητήσει ως δούλος Θεού την Χάρη Του και νὰ τελεσθῇ δι’ αὐτοῦ βασιλεύς, καθ’ ὅτι δι’ Αὐτοῦ τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων Χριστοῦ οἱ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ Αὐτοῦ μόνον ἡ βασιλεία εἶναι αἰώνιος. Στον ναό τον υποδεχόταν ο Πατριάρχης, ο οποίος του ζητούσε νὰ ὁμολογήσῃ ὀρθῶς τὴν πρὸς τὸν Θεὸν πίστιν καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπήκοον εὔνοιαν και κατόπιν της ομολογία αυτής, τῷ ἐγχειρίζει ἄνωθεν ἀπὸ ἄμβωνος τὴν βασιλείαν καὶ τὸν ἀναγορεύει καὶ τὸν χρίει βασιλέα. Μετά τις πρώτες ευχές ο Πατριάρχης ἐκχέει σταυροειδῶς εἰς τὴν κεφαλὴν τὸ μύρον δεικνύων ὅτι ο Χριστὸς τὸν ἔχρισε καὶ ὅτι ὁ νικήσας διὰ τοῦ Σταυροῦ, καθίστησι καὶ αὐτὸν νικητὴν… καὶ ἀναφωνεῖ ἅ γ ι ο ς, δηλῶν ὅτι ἐκ τοῦ Ἁγίου καθαγιάζεται καὶ καθιεροῦται νὰ ἧναι βασιλεὺς τῶν ἡγιασμένων ὑπὸ Χριστοῦ. Δέδεται δὲ μὲ ταινίαν τὴν κεφαλὴν ὁ γενόμενος ἄρχων ἁπάντων, καὶ δεθεὶς ὑποκλίνεται τὴν κεφαλήν, διὰ νὰ ἀποδώσῃ τὴν δουλείαν εἰς τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων.

Η «ΑΚΑΚΙΑ»

Αναφέρει επίσης ότι, αφού λάβει το χρίσμα και το στέμμα στο κεφάλι από τον Πατριάρχη, καθώς και τον σταυρό ως δείγμα ευσεβείας, λαμβάνει και την «ακακία», χώμα τοποθετημένο μέσα σε μαντήλι, που συμβόλιζε τὸ φθαρτὸν τῆς ἐπιγείου ἐξουσίας καὶ τὴν ἐκ τούτου ταπείνωσιν . Του παρέδιδαν τέλος μία ράβδο από ελαφρύ ξύλο, καθότι πρέπει μὲν νὰ τιμωρῇ τοὺς ἀτάκτους· ὅμως μὲ πραότητα καὶ ὄχι μὲ ὀργήν, ὥστε νὰ φθείρῃ καὶ νὰ ἀφανίζῃ τὸν τιμωρούμενον, αναφέρει ο άγιος Συμεών, δίνοντας μια κατατοπιστική εικόνα για τον τρόπο που οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας αντιλαμβάνονταν την νομιμοποίηση του αυτοκράτορα από εκκλησιαστικής και πολιτικής πλευράς.

Αυτό που συνέβαινε με τους βασιλείς, μας πληροφορεί ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ἐγίνετο καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἀξιωματικοὺς τὸν παλαιὸν καιρόν. Μετά την επιλογή τους από τον αυτοκράτορα, μετέβαιναν στην Εκκλησία. Μπροστά στις άγιες θύρες ετοποθετείτο μία τράπεζα που έφερε αντιμίνσιο. Εκεί ο Πατριάρχης διάβαζε στους νεοδιορισμένους κρατικούς λειτουργούς τις σχετικές ευχές. Και σχολιάζει ο Άγιος Συμεών: «Διὰ τοῦτο, νομίζω, ὀρθοποδοῦσαν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ ὑπετάσσοντο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐλάμβανον τὰς ἱερὰς εὐχάς». Τα σχόλια είναι μάλλον περιττά.

Ο ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Εν κατακλείδι, «αιώνες ολόκληρους», γράφει ο κορυφαίος Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, «η μεγάλη Πόλη έμεινε άθικτη, σύμβολο αιώνιας δύναμης και αιώνιου πλούτου στα μάτια των ξένων. Οι Βυζαντινοί όμως ήξεραν καλά ότι κάποια μέρα το τέλος θα ερχόταν, ότι κάποια από όλες αυτές τις επιθέσεις κάποτε θα πετύχαινε. Οι προφητείες που ήταν γραμμένες σε όλη την Κωνσταντινούπολη, σε κίονες και σοφά βιβλία, όλες την ίδια ιστορία έλεγαν, για τις ημέρες που δεν θα υπήρχαν πια αυτοκράτορες, για τις τελευταίες μέρες της Πόλης, για τις τελευταίες μέρες του πολιτισμού».

Ωστόσο, η δυναμική της Ορθόδοξης Πίστης, που υπήρξε ο καθοριστικότερος παράγων στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας και του Γένους, τόσο κατά την περίοδο της αίγλης, όσο και της παρακμής, υπήρξε καθοριστική για τη Ρωμηοσύνη και μετά την πτώση της αυτοκρατορίας στους Τούρκους, όταν, όπως υπογραμμίζει ο Στήβεν Ράνσιμαν, από τον λαμπρό εκείνο πολιτισμό διασώθηκε μόνον «ό,τι κατόρθωσε να διασώσει, χάρη στη μεγάλη της επιμονή, η Εκκλησία, παλεύοντας με ταπεινοφροσύνη προς αναρίθμητες δυσκολίες».

Γιάννης Ζαννής

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”