Ο Θρυλικός ναύαρχος του Βυζαντίου που έγινε ο τρόμος των πειρατών του Αιγαίου

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*

Ο 7ος και 8ος αιώνας μ. Χ. έχουν χαρακτηριστεί από κάποιους ιστορικούς ως σκοτεινοί αιώνες. Σκοτεινοί από την άποψη ότι επρόκειτο για μια εποχή μεγάλων αναταράξεων στον χώρο της Ρωμαϊκής/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξαιτίας της μετακίνησης βαρβαρικών φύλλων από τον βορρά, καθώς και από την προέλαση των μαχητών της νέας θρησκείας του Μωάμεθ, που εξορμώντας με την ορμή του νεοφώτιστου υπέταξαν την περσική αυτοκρατορία και κατακερμάτισαν τα ανατολικά εδάφη της Ρωμανίας: Η Αίγυπτος και η Συρία χάθηκαν για πάντα για τη ρωμαίικη αυτοκρατορία, η Κύπρος υποχρεώθηκε σε καθεστώς υποτέλειας, η Κρήτη, αφού προηγήθηκαν κάποιες ατελέσφορες προσπάθειες των Σαρακηνών περί τα τέλη του 7ου – αρχές του 8ου αιώνα, εντέλει το 828 περιέρχεται στην πλήρη κυριαρχία τους. Σαρακηνοί κουρσάροι, υπό την ηγεσία του Αμπού Χαφέζ Ομάρ (στις βυζαντινές πηγές ονομάζεται Απόχαψις) αφού εξορίστηκαν από το εμιράτο της Κόρδοβας, κατόρθωσαν, ορμώμενοι από την Αίγυπτο, να αποβιβαστούν στη μεγαλόνησο μάλλον περί το 823, για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους λίγα χρόνια αργότερα.

Ωστόσο τα μεγάλο πρόβλημα ήταν κυρίως η κατάκτηση της Κρήτης, διότι οι Άραβες πειρατές, με ορμητήριο τον Χάνδακα (Ηράκλειο) που ήταν η πρωτεύουσά τους, αφάνισαν κυριολεκτικά τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και τις ακτές της Πελοποννήσου, ακόμα και της κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας , λεηλατώντας το βιoς των Χριστιανών, καταστρέφοντας, οδηγώντας στα σκλαβοπάζαρα τα γυναικόπαιδα.

Η πληγή αυτή σταμάτησε με την απελευθέρωση της Κρήτης από τα στρατεύματα του Νικηφόρου Φωκά το 963 μ. Χ. Μέχρι τότε όμως, οι παραθαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου, συχνά και του Ιονίου, και της Κάτω Ιταλίας, υπέφεραν από τη φοβερή μάστιγα των κουρσάρων.

Από τις αρχές του 8ου αιώνα, η αυτοκρατορία αρχίζει αργά αλλά σταθερά να ανακάμπτει από τα τραύματα που υπέστη ως τότε, να αναδιοργανώνει αποτελεσματικότερα την άμυνά της και να ετοιμάζεται για την αντεπίθεσή της που θα κορυφωνόταν τον 10ο και 11ο αιώνα. Η Εικονομαχία καταπαύει και οι Άγιες Εικόνες αναστηλώνονται, η εσωτερική γαλήνη αποκαθίσταται, τα πράγματα της Πολιτείας και της Εκκλησίας περνούν στα χέρια προσώπων που διακρίνονται για την σύνεση και την θεοσέβειά τους (Αγία Θεοδώρα), για την πολιτική τους οξυδέρκεια (Καίσαρας Βάρδας, αδελφός της Αγίας Θεοδώρας) τον πλατύ πνευματικό τους ορίζοντα (Μέγας Φώτιος) και για τις άριστες διοικητικές και επιτελικές ικανότητές τους (Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών).
Ένα από τα πρώτα πράγματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα πολιτειακή εξουσία, ήταν η μάστιγα της πειρατείας. Το ναυτικό είχε αναδιοργανωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό και αποτελούσε ως τα τέλη του 11ου αιώνα ένα βασικό πλεονέκτημα της αυτοκρατορίας, έχοντας το «υπερόπλο» του υγρού πυρός, αλλά κυρίως χάρη στην ανδρεία των πληρωμάτων του στόλου και τις διοικητικές αρετές των διοικητών του. Σ’ εκείνη μάλιστα την κρίσιμη περίοδο, θα διαλάμψει ένα πρόσωπο που επρόκειτο να καταστεί ίσως ο κορυφαίος ναύαρχος του βυζαντινού στόλου καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του: Ο πατρίκιος Νικήτας Ωορύφας.

Με το επώνυμο Ωορύφας αναφέρονται περισσότεροι του ενός ανώτατοι αξιωματικοί του ναυτικού στο Βυζάντιο, χωρίς όμως να υπάρχουν ενδείξεις επαρκείς που να στοιχειοθετούν οικογενειακή σύνδεση μεταξύ τους. Ούτε φυσικά και να το αποκλείουν. Ο συγκεκριμένος έζησε και έδρασε στα μέσα ως τα τέλη του 9ου αιώνα, έχοντας το αξίωμα του πατρικίου, και διετέλεσε Δρουγγάριος του Πλωΐμου (αρχηγός του στόλου) την περίοδο της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ και του Βασιλείου Α΄. Πρώτη φορά αναφέρεται στις πηγές κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρως το 860, κατά την οποίαν διακρίθηκε στην άμυνα της πόλης και τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ με το αξίωμα του επάρχου της Πόλης. Όταν ανήλθε στον θρόνο ο Βασίλειος Α΄, ο Νικήτας Ωορύφας δεν έκρυψε την δυσαρέσκειά του για τον σφετερισμό του θρόνου από τον ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας, παρά ταύτα ο Βασίλειος εκτιμώντας την εμπειρία και τις επιτελικές του ικανότητες, όχι μόνο δεν τον απομάκρυνε, αλλά και τον διατήρησε στο αξίωμα του Δρουγγαρίου του Πλωΐμου.

Περί το 870 δύναμη αραβικού στόλου από την Ταρσό κατέπλευσε εναντίον του Αιγαίου και έφτασε ως την Εύβοια, στο στενό του Ευρίπου. Ο αυτοκράτορας είχε ήδη [πληροφορηθεί τις κινήσεις των κουρσάρων και είχε προετοιμάσει την άμυνα του κράτους. Οι επιδρομείς νικήθηκαν και έφυγαν ντροπιασμένοι. Ωστόσο, λίγο διάστημα μετά, όπως πληροφορεί ο Σκυλίτζης στην «Σύνοψι Ἱστοριῶν», κατέπλευσε από την Κρήτη ο πειρατικός στόλος του εμίρη Σαήτ, με επικεφαλής έναν Ρωμηό εξωμότη, ονόματι Φώτιο. Ο στόλος λεηλάτησε τα νησιά του Αιγαίου, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του και κατευθύνθηκε προς την Προποντίδα. Κοντά στο άνοιγμα των στενών προς το Αιγαίο όμως, μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τους κουρσάρους: Ο Νικήτας Ωορύφας αντεπιτέθηκε αιφνιδιαστικά με τον ρωμαίικο στόλο και κατέστρεψε με το υγρό πυρ είκοσι κρητικά πλοία, των οποίων τα πληρώματα εξολοθρεύτηκαν: «Συναντήσας τούτῳ μετὰ τοῦ ρωμαϊκοῦ στόλου ὁ πατρίκιος Νικήτας καὶ δρουγγάριος τῶν πλωΐμων Ὠορύφας…μάχην καρτερὰν συστησάμενος, εὐθὺς τὰ μὲν εἴκοσι τῶν κρητικῶν σκαφῶν τῷ ὑγρῷ πυρὶ συγκατέφλεξε, καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς βαρβάρους μάχαιρα καὶ πῦρ καὶ ὕδωρ διεμερίσαντο», για να παραθέσουμε ακριβώς το κείμενο του Σκυλίτζη. Ό, τι απέμεινε από τον στόλο των πειρατών, τράπηκε σε άτακτη φυγή.

Ωστόσο οι πειρατές δεν «έβαλαν μυαλό» και ξανάρχισαν τις επιχειρήσεις. Με επικεφαλής τον αρνησίχριστο Φώτιο, έπλευσαν αυτή τη φορά προς τα νότια παράλια της Πελοποννήσου και των νησιών κάτω από τη χερσόνησο.

Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων βγήκε αμέσως για να τους αντιμετωπίσει και έχοντας ευνοϊκούς τους ανέμους. Εφτασε σε σύντομο χρόνο στην Πελοπόννησο. Ωστόσο οι πειρατές είχαν ήδη διαπλεύσει λεηλατώντας τα παράλια στην Πύλο, την Μεθώνη, την Πάτρα και έπλεε μέσα στον Κορινθιακό Κόλπο, κατευθυνόμενος προς την Κόρινθο.

Ο Νικήτας Ωορύφας σκέφτηκε ότι θα ήταν πολύ χρονοβόρο να διαπλεύσει την Πελοπόννησο κατευθυνόμενος ως το Ταίναρο και τον Μαλέα. Θέλοντας λοιπόν να προλάβει και να αιφνιδιάσει τους πειρατές, πέρασε τα πλοία πάνω από τον Ισθμό, από την στενή λωρίδα της ξηράς, προς τη θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου, βάζοντας φυσικά πολλά χέρια να εργαστούν για τον σκοπό αυτόν. Κατόπιν τα πληρώματα επιβιβάστηκαν και πάλι στα πλοία και ετοιμάστηκαν για την αναμέτρηση.

Οι πειρατές, ανίδεοι για όσα είχαν συμβεί, βρήκαν ξαφνικά απέναντί τους τον βυζαντινό στόλο. Η λέξη πανικός είναι λίγη για να περιγράψει τι ένιωσαν. Η προσπάθεια να τραπούν σε άτακτη φυγή δεν έσωσε τους Σαρακηνούς, γιατί άλλους έκαψε το υγρό πυρ, άλλοι βρήκαν τον θάνατο στον βυθό της θάλασσας και άλλοι έπεσαν από τα σπαθιά των ανδρών του στόλου της Ρωμανίας.

Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων αντιμετώπισε με ιδιαίτερη σκληρότητα τους αιχμάλωτους πειρατές, προσκειμένου να τους ενσπείρει τον πανικό και να αποτρέψει κάθε απόπειρα νέας επιχείρησης. Έτσι, όπως γράφει ο Σκυλίτζης, άλλους τους κρέμασε, άλλους τους έριξε σε καζάνια με καυτή πίσσα, άλλους τους υπέβαλλε σε σκληρά βασανιστήρια. Ιδιαίτερα εκείνους που απαρνήθηκαν το χριστιανικό βάπτισμα διέταξε να τους γδάρουν, λέγοντας ότι τους παίρνει κάτι που δεν το ήθελαν για δικό τους (εννοώντας προφανώς το Άγιο Μύρο).

Σίγουρα οι αντιδράσεις αυτές του Βυζαντινού ναυάρχου φαίνονται (και είναι εν πολλοίς) ιδιαίτερα σκληρές. Θα πρέπει όμως να προσεγγιστούν μέσα στο πνεύμα της εποχής, κυρίως στο πλαίσιο της αποτροπής των πειρατικών επιδρομών προκειμένου να προστατευτούν οι πολίτες της αυτοκρατορίας. Και είναι γεγονός ότι οι Σαρακηνοί τρομοκρατήθηκαν όταν έμαθαν την τύχη των συντρόφων τους και πλέον δίσταζαν να κινηθούν εναντίον της βυζαντινής επικράτειας: «Ταῦτα διαπραξάμενος δέος εἰς αὐτοὺς ἐνέβαλε καὶ ὀκνηροτέρους ἐποίησε, μὴ κατὰ τῆς Ρωμαϊκῆς επικρατείας ἐκστρατείας ἐκπέμπειν», γράφει χαρακτηριστικά ο Σκυλίτζης στην «Σύνοψιν Ἱστοριῶν».

Έχει υποστηριχτεί, κυρίως από μεροληπτικούς επικριτές του Βυζαντίου, ότι μόνο χάρη στο υγρόν πυρ συνεχίσει να υπάρχει η αυτοκρατορία, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το ναυτικό υπερόπλο της εποχής ως palladium του Βυζαντίου. Ωστόσο τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα καταρρίπτουν τους ανιστόρητους και, θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε, ιδεοληπτικούς αυτούς ισχυρισμούς.

Η ΑΡΙΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ο Νικήτας Ωορύφας και τα πληρώματα του βυζαντινού στόλου, με τις νίκες που κατήγαγαν κατά των Σαρακηνών πειρατών που μάστιζαν το Αιγαίο και όλο τον παράλιο χώρο της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, αποτελούν τις ισχυρότερες αποδείξεις για την ορθότητα της απάντησης του καθηγητή κ. Κορρέ στις αντιεπιστημονικές αυτές αιτιάσεις:

«…Palladium του Βυζαντίου δεν ήταν το υγρό πυρ, αλλά η άριστη διοικητική και στρατιωτική παράδοση, κληρονομιά ρωμαϊκή που διατήρησε ζωντανή η αυτοκρατορία, μια παράδοση που, συνυφασμένη με την ελληνική ναυτική αρετή, της επέτρεπε να παρατάσσει στόλους και άνδρες ικανούς να δημιουργούν θαύματα και θρύλους».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”