Ο στρατηγός της Επανάστασης που καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία

Η προσφορά του πατριώτη Μακρυγιάννη στον αγώνα, η σύγκρουση με τον Οθωνα, η πίκρα της θανατικής ποινής και ο τραγικός επίλογος !

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Στις 27 Απριλίου του 1864, περίπου ενάμισι χρόνο μετά την Έξωση του Όθωνα (12 Οκτωβρίου 1862) και λίγους μήνες από την άφιξη του νέου Βασιλιά της Ελλάδος Γεωργίου Α΄(17 Οκτωβρίου του 1863), άφηνε στην Αθήνα την τελευταία του πνοή ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ταλαιπωρημένος, φέροντας τα σημάδια των πληγών που έλαβε στις μάχες του Αγώνα. Το 1853 είχε καταδικαστεί από το καθεστώς του Όθωνα σε θάνατο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ενώ έναν χρόνο αργότερα αποφυλακίστηκε με ενέργειες του Δημητρίου Καλλέργη.

Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την αποφυλάκισή του, αποσύρθηκε στο σπίτι του και μόνον μετά την πτώση του Όθωνα αποκαταστάθηκε στα αξιώματά του, λαμβάνοντας τον βαθμό του υποστρατήγου.

Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, ή Τριανταφύλλου, ή Τριανταφυλλοδημήτρης (Δημήτρης Τριαντάφυλλος λεγόταν ο πατέρας του), ένας από τους πιο σημαντικούς αγωνιστές της Ελληνικής Επαναστάσεως, γεννήθηκε στην Φωκίδα, στο χωριό Αβορίτι της Δωρίδας, το 1797. Την προσωνυμία Μακρυγιάννης την πήρε λόγω του ύψους του και με το όνομα αυτό επρόκειτο να παραμείνει στην Ιστορία.

Δεν καταγόταν από κάποιο «Τζάκι» της Ρούμελης, δεν προερχόταν από οικογένεια αρματολών ή κλεφτών. Οι γονείς του ήταν απλοί χωρικοί και σε ηλικία μόλις ενός έτους έχασε τον πατέρα του.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα και στερημένα. Σε ηλικία επτά ετών αναγκάστηκε να δουλέψει κοντά σε ένα δύστροπο έμπορο, ενώ στα δεκατέσσερά του έφυγε για την Άρτα, όπου εργάστηκε σκληρά και κατόρθωσε να γίνει ένας επιτυχημένος έμπορος και να αποκτήσει μια σημαντική περιουσία, που του εξασφάλιζε την οικονομική του ανεξαρτησία.

Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και με την έκρηξη της Επαναστάσεως έναν χρόνο μετά, ρίχτηκε στον Αγώνα, κατά την έκφραση του Βλαχογιάννη στην εισαγωγή της έκδοσης των Απομνημονευμάτων, «ὡς πειναλέος ἱέραξ εἰς τὸ κυνήγιον». Άφοβος μπροστά στον θάνατο, αποφασιστικός, ρωμαλέος και προικισμένος με αρκετή ευστροφία, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Σε όλες αυτές τις συγκρούσεις έδειξε την πολεμική του ικανότητα, που περιγράφεται πάλι πολύ χαρακτηριστικά από τον Γιάννη Βλαχογιάννη: «Ἀμυνόμενος καθίσταται ἀπαράμιλλος διὰ τὴν ἄτεγκτον ἐπιμονὴν καὶ τὸ σιδηροῦν πεῖσμα μεθ’ ὧν μάχεται. Ἀμυνόμενος, οὐδέποτε θὰ παραδώσῃ τὴν κατεχομένην θέσιν εἰμὴ νεκρὸς μόνον».
Από τις πολλές μάχες στις οποίες συμμετείχε κατά την διάρκεια του αγώνα, ξεχωριστή θέση κατέχει η μάχη στους Μύλους, στις 13 και 14 Ιουνίου του 1825.

Μετά την κατάληψή του Νεοκάστρου (στην άμυνα του οποίου είχε λάβει μέρος) από τον Ιμπραήμ στις 6 Μαΐου 1825, ο Μακρυγιάννης έσπευσε στους Μύλους για να οργανώσει την άμυνα της περιοχής. Στις 13 και 14 Ιουνίου 1825 διεξήχθη λυσσώδης μάχη, κατά την οποίαν ο Ιμπραήμ δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων, παρά την αριθμητική του υπεροχή, και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Εκεί, λίγο πριν αρχίσει η μάχη, διημείφθη και ο περίφημος διάλογος του στρατηγού με τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, ο οποίος προσπάθησε να αποτρέψει τον Μακρυγιάννη από το εγχείρημα, θεωρώντας ότι οι θέσεις που είχε πιάσει ήταν ευάλωτες. Τον παραθέτουμε, όπως τον σώζει στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης: «Ἐκεῖ ὁπού ‘φτιαχνα τὶς θέσεις εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσεις εἶναι ἀδύνατες. Τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ; Τοῦ λέγω: εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καὶ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὅπου μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας σ’ αὐτὲς τὶς θέσεις τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὥς τώρα ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν, καὶ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς. «Τρὲ μπιεν» μοῦ λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος».

ΤΑ ΔΙΣΕΚΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

Η μάχη των Μύλων ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών εναντίον του στρατού του Ιμπραήμ και έσωσε το Ναύπλιο από την απειλή του.

Στα δίσεκτα χρόνια του εμφυλίου, το 1824, ο Μακρυγιάννης αρχικά τάχθηκε με το μέρος της κυβερνήσεως Κουντουριώτη και πολέμησε εναντίον των στρατιωτικών, θεωρώντας ότι αυτό ήταν το πιο συμφέρον για την Πατρίδα. Όπως λέει ο ίδιος, τότε ακόμα ήταν «ἄμαθος ἀπὸ πολιτικά». Αργότερα όμως κατάλαβε την ιδιοτέλεια εκείνων με τους οποίους είχε συνταχθεί και στράφηκε εναντίον τους, δείχνοντας την εκτίμησή του προς την μερίδα των στρατιωτικών.

Τα «Απομνυμονεύματά» του και ο θαυμασμός των νεολλήνων λογοτεχνών

Με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Μακρυγιάννης διορίζεται αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου, θέση που θα διατηρήσει ως το 1830. Όμως ήταν παρορμητικός χαρακτήρας και παρασύρθηκε από τους αντιπάλους του Κυβερνήτη, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί μαζί του και να προσχωρήσει στην αντιπολίτευση. Ο επίλογος υπήρξε τραγικός για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Όταν, μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη, ήλθε στην Ελλάδα ο Όθων, ο Μακρυγιάννης αρχικά τον υποδέχθηκε με τον ίδιο ενθουσιασμό που τον υποδέχθηκε και όλος ο ελληνικός λαός.

«Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ Πατρίδα,…ὅτι ἦρθε ὁ Βασιλέας μας, ὁποὺ ἀποχτήσαμε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ».

Η απογοήτευση δεν θα αργούσε να έρθει. Ξένοι προς την νοοτροπία του Ορθόδοξου λαού οι Αντιβασιλείς, προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα κράτος σύμφωνα με τις προδιαγραφές της δικής τους πολιτικής παράδοσης, που όμως μόνο δυσαρέσκεια μπορούσε να προκαλέσει:

«…το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν …την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Έστησαν και θεμέλειωσαν…
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους»
για να δανειστούμε τον λόγο του Ποιητή.

Ο Μακρυγιάννης θα πρωταγωνιστήσει στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που υποχρέωσε τον Βαυαρό βασιλιά να παραχωρήσει Σύνταγμα.

Ωστόσο το παλατιανό περιβάλλον δεν συγχώρεσε την τόλμη του αγωνιστή. Το 1853 θα συλληφθεί και θα δικαστεί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά με την παρέμβαση του φίλου και συνοδοιπόρου του στη Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου Συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη, εν τέλει θα αποφυλακιστεί και πλέον θα ιδιωτεύσει, ζώντας υπό την σκιά της καχυποψίας του Παλατιού εις βάρος του. Μόνο μετά την Έξωση του Όθωνα θα αποκατασταθεί στον βαθμό του υποστρατήγου. Ωστόσο ο οργανισμός του ήταν καταβεβλημένος από τις κακουχίες. Στις 27 Απριλίου του 1864, θα αναχωρήσει από τη ζωή αυτή.

Ο γνήσιος αυτός πατριώτης επρόκειτο να αφήσει ως κτήμα ες αεί ένα γραπτό μνημείο λόγου, ήθους και ύφους. Πρόκειται για τα Απομνημονεύματά του, τα οποία βρήκε και δημοσίευσε ο Γιάννης Βλαχογιάννης στις αρχές του 20ου αιώνα.

Πέρα από τον ίδιο τον Βλαχογιάννη, που του ανήκει η τιμή ότι διέσωσε αυτό το έργο, πολλοί μεγάλοι Νεοέλληνες λογοτέχνες διατύπωσαν τον θαυμασμό τους για τα Απομνημονεύματα. Ο Κωστής Παλαμάς θα τα χαρακτηρίσει ως έργο ασύγκριτο στο είδος του, «αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού». Ο Λίνος Πολίτης, στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας θα γράψει: «Ο λόγος του είναι ολότελα λαϊκός, δίχως ίχνος λόγιας επίδρασης, με τη ζωντάνια της προφορικής ομιλίας και με τη θέρμη ενός ανθρώπου που δεν είναι μονάχα αυτόπτης αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων που ιστορεί. Το ζωηρά προσωπικό αυτό ύφος ταιριάζει απόλυτα με την έντονη και ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, που αγανακτεί και αντιτάσσεται σε κάθε πράξη αυθαιρεσίας ή συμβιβαστικού καιροσκοπισμού. Τα Απομνημονεύματα είναι η πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του Εικοσιένα• είναι συνάμα και το μοναδικό ίσως κείμενο που δίνει, σε τόσο συνθετική μορφή, ανόθευτη τη λαϊκή γλώσσα.»

Εκείνοι όμως οι λογοτέχνες που κατανόησαν βαθύτερα το πνεύμα του Μακρυγιάννη, ήταν αναμφίβολα ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και , κυρίως, ο Γιώργος Σεφέρης.

Ο Λορεντζάτος, στο «Τετράδιο του Μακρυγιάννη», θα υπογραμμίσει: «Ο Μακρυγιάννης δε μελετούσε το ’21 -την πατρίδα- όπως οι σημερινοί επιστήμονες μελετητές, το ζούσε. Και ακόμα δε μελετούσε τη θρησκεία όπως οι σημερινοί επιστήμονες μελετητές, τη ζούσε. Η διαφορά είναι τεράστια. …Ανακατεύτηκε από την αρχή στα κοινά, ελπίζοντας να φέρει τους άλλους σε θεογνωσία, τουλάχιστον στις δύο κορυφαίες περιπτώσεις, τη στρατιωτική (του Αγώνα) και την πολιτική (του Συντάγματος), αλλά αργότερα έχασε τις ψευδαισθήσεις του με τις προκοπές που έβλεπε γύρω του».

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΜΟΡΦΩΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Και θα τελειώσουμε το αφιέρωμα στη μνήμη του Στρατηγού Μακρυγιάννη με τα λόγια του Σεφέρη, από το δοκίμιο «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης»: «…Έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ’21».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”