Ο γέροντας Κλεόπα Ίλιε υπήρξε μεγάλη οσιακή μορφή του 20ου αιώνα. Το 1949 έγινε ηγούμενος της Μονής Σλάτινα Σουκεάβα, ενώ πολεμήθηκε από το κομουνιστικό καθεστός. «Κοιμήθηκε» στη μονή της μετανοίας του Συχάστρια
Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
Στην Ορθόδοξη Ρουμανία, στην περιδίνηση των ανέμων της σκληρής ιστορίας του 20ου αιώνα, έζησαν και αγωνίστηκαν πνευματικά μεγάλες οσιακές μορφές, που επαλήθευσαν για μιαν ακόμα φορά τον λόγο του Χριστού, ότι οι πύλες του Άδη δεν θα μπορέσουν ποτέ να υπερισχύσουν της Αγίας Του Εκκλησίας.
Αναμφισβήτητα, ένας εκ των κορυφαίων αυτών μεγάλων Οσίων Γερόντων, είναι και ο Γέροντας Κλεόπας Ηλίε, που κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1998, ακριβώς δηλαδή την ίδια μέρα, επτά χρόνια αργότερα, με τον μεγάλο Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.
Ο Γέροντας Κλεόπας (κατά κόσμον Κωνσταντίνος) γεννήθηκε στο χωριό Σούλιτσα του νομού Μποτοσάνι της Ρουμανίας στις 10 Απριλίου του 1912. Ήταν το πέμπτο από τα δέκα παιδιά του Αλεξάνδρου και της Άννας Ηλίε, πέντε εκ των οποίων επρόκειτο να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Όπως εδιηγείτο ο ίδιος ο Γέροντας, οι γονείς του ήταν άνθρωποι ευλαβείς και μετέδωσαν την ευλάβειά τους αυτή και την πίστη τους στα παιδιά τους, εξ απαλών ονύχων.
Τους δύο πρώτους μήνες από την γέννησή του ο Κωνσταντίνος ήταν ασθενικός και εντελώς ανόρεχτος και η μητέρα του κατέφυγε στις προσευχές του ερημίτη Γέροντα Κόνωνα Γκεοργκέσκου, ο οποίος με τη Χάρη της Θεοτόκου θεράπευσε το φιλάσθενο βρέφος.
Τέλη του 1927 ο μεγαλύτερος αδελφός του Κωνσταντίνου πηγαίνει στην Μονή της Συχάστρια όπου κείρεται μοναχός με το όνομα Γεράσιμος, ενώ δύο χρόνια μετά το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν και άλλοι δύο αδελφοί, ο Βασίλειος και ο Κωνσταντίνος.
Όπως αναφέρει ο θεολόγος και εκδότης Στυλιανός Κεμεντσετζίδης στο βιβλίο του Κλείττου Ιωαννίδη: «Γεροντικό του 20ου αιώνος» ο ηγούμενος, θέλοντας να τον δοκιμάσει, αρχικά δεν τον δέχτηκε. Εκείνος επέμενε , περιμένοντας καρτερικά μέσα στο κρύο, ώσπου τελικά έγινε δεκτός και του ανατέθηκε το διακόνημα του βοσκού των προβάτων της Μονής. Επιπλέον ο ηγούμενος Ιωαννίκιος Μορόϊ έθεσε κανόνα στους δύο αδελφούς να μη συνομιλούν μεταξύ τους.
Το 1935, όντας ακόμη δόκιμος, κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία και όταν απολύθηκε το 1937, επέστρεψε στην Μονή της μετανοίας του, όπου ο ηγούμενος τον έκειρε μοναχό με το όνομα Κλεόπας.
Ενόσο βοσκούσε τα πρόβατα ο μοναχός Κλεόπας, προσευχόταν, μελετούσε τις Θείες Γραφές και φιλοσοφούσε στα βαθιά τους νοήματα. Έτσι, μολονότι ήταν ολιγογράμματος, η Θεία Χάρη τον επισκίασε και κατέστη σοφότατος και δοκιμότατος περί τα Θεία. Ο Γέροντάς του, που ήταν και ο ίδιος σημειοφόρος, αντιλήφθηκε τα Χαρίσματα του μαθητή του. Και όταν προγνώρισε το τέλος του, έλαβε και την άνωθεν πληροφορία ότι ο άξιος να τον διαδεχθεί ήταν ο Κλεόπας. Κάλεσε λοιπόν την αδελφότητα και τους το ανακοίνωσε. Και οι μοναχοί, μολονότι υπήρχαν και κάποιοι ανάμεσά τους, κυρίως οι πιο μορφωμένοι, που δυσφορούσαν στη σκέψη ότι ο νέος της πνευματικός οδηγός θα ήταν ένας ολιγογράμματος τσοπάνος, πήγαν μαζί με τον ηγούμενο Ιωαννίκιο στο βουνό και ανακοίνωσαν στον πατέρα Κλεόπα ότι αυτός θα ήταν ο νέος Ηγούμενος.
Εκείνος αντέδρασε πεισματικά, θεωρώντας τον εαυτό του εντελώς ανάξιο για τέτοια υψηλή αποστολή. Αλλά εν τέλει υπάκουσε, όταν ο Γέροντας Ιωαννίκιος τον απείλησε ότι, αν δεν δεχόταν την κλήση και την εκπλήρωση του Θείου Θελήματος, θα ήταν αλλότριος της σωτηρίας και ξένος της μάνδρας των λογικών προβάτων.
Θέλοντας και μη ο Γέροντας Κλεόπας αποδέχθηκε την άνωθεν κλήση. Όταν η πομπή εισήλθε στην Μονή και του παρέδωσαν την ράβδο του Ηγουμένου, ο Γέροντας Ιωαννίκος του ζήτησε να απευθύνει λόγους παραμυθητικούς στο ποίμνιό του.
Προς έκπληξη των πιο μορφωμένων, που είχαν ενδόμυχα τις ενστάσεις τους για την εκλογή αυτή, όταν ο νέος Ηγούμενος άρχισε να μιλάει, οι λόγοι του ήταν πλήρεις Χάριτος και σοφίας, με αναφορές στις Γραφές και τους Πατέρες, ώστε οι πάντες να εκπλαγούν, ενώ μέσα από τις αναφορές του αποκάλυψε διακριτικά τους λογισμούς των μοναχών, που έσπευσαν να του βάλουν μετάνοια και να του ζητήσουν συγχώρεση.
Ως την κοίμηση του Ιωαννικίου ο Γέροντας Κλεόπας ήταν αναπληρωτής Ηγούμενος. Το 1944, μετά την κοίμηση του Ηγουμένου, ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντά του και χειροτονήθηκε εις διάκονον στις 27 Σεπτεμβρίου του 1944, εις πρεσβύτερον στις 23 Ιανουαρίου του 1945 και την ίδια μέρα εγκαταστάθηκε και επισήμως από τον Επίσκοπο Γαλακτίωνα Ηγούμενος της Μονής της Συχάστρια.
Ανακαίνισε τη Μονή εσωτερικά και εξωτερικά, ενώ το 1947 από εξαρτηματική Σκήτη η Συχάστρια έγινε ανεξάρτητη Μονή.
Ο πόλεμος της Ορθοδοξίας που οδήγησε στο πλήθος των μαρτύρων, η καταφυγή στα βουνά της Μολδαβίας και η συνάντηση με τον Όσιο Παϊσιο. Συνεννοούνταν με τη γλώσσα του Αγίου Πνεύματος
Η άνοδος του κομμουνιστικού καθεστώτος, κατ’ ουσίαν επεβλήθη στην Ρουμανία, που τέθηκε υπό το απόλυτο έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης. Η κομμουνιστική εξουσία δίωξε απηνώς την Ορθόδοξη Εκκλησία και πλήθος Νέων Μαρτύρων οδηγήθηκαν στις φυλακές , στα καταναγκαστικά έργα, στα ψυχιατρεία και στον θάνατο.
Ο Γέροντας Κλεόπας συνελήφθη από τις αρχές και ανακρίθηκε για πέντε μέρες στο Targu Neamt, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Τα πνευματικά του παιδιά συνειδητοποίησαν ότι ο Γέροντάς τους διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο και τον παρακάλεσαν να κρυφτεί για κάποιο διάστημα στα βουνά. Εκείνος ενέδωσε στις παρακλήσεις τους και για ένα περίπου εξάμηνο εγκαταστάθηκε σε μια καλύβα στο βουνό.
Το 1949, με εντολή του Πατριάρχη Ρουμανίας Ιουστινιανού αναλαμβάνει την Ηγουμενία της Μονής Σλάτινα Σουκεάβα, όπου μεταφέρεται με 30 μοναχούς της Συχάστρια. Ως το 1953, η μονή γνωρίζει μεγάλη άνθηση και γίνεται ένα από τα καλύτερα οργανωμένα μοναστήρια της Ρουμανίας. Ωστόσο οι διωγμοί του αθεϊστικού καθεστώτος δεν κοπάζουν. Ο γέροντας θα βρει και πάλι καταφύγιο στο βουνό. Το Φθινόπωρο του 1956 επιστρέφει στην Συχάστρια.
Στα τέλη του 1959 το καθεστώς της Ρουμανίας επέβαλε νόμο που όριζε οι μοναχοί κάτω των 55 ετών και οι μοναχές πάνω από 50 χρονών να εκδιωχθούν από τα μοναστήρια με συνέπεια έως την άνοιξη του 1960 να εκδιωχθούν πάνω από 4000 μοναχοί και μοναχές.
Ο Γέροντας, όπως και πολλοί άλλοι μοναχοί, αρνήθηκε να υπακούσει και να βγάλει το μοναχικό σχήμα. Έτσι για μιαν ακόμη φορά κατέφυγε στα βουνά της Μολδαβίας.
Από το 1965 και μετά, το καθεστώς τήρησε μια πιο ήπια στάση έναντι της Εκκλησίας και ο Γέροντας επέστρεψε στην Συχάστρια, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του, πνευματικός οδηγός μοναχών και λαϊκών, που συνέρρεαν για να πάρουν τις σοφές του συμβουλές και να ζητήσουν τις προσευχές του. Τον Σεπτέμβριο του 1998 ο Γέροντας πλησίαζε πλέον προς το τέλος του επίγειου βίου του. Μιλούσε όλο και λιγότερο και επαναλάμβανε ότι πλέον ήταν καιρός να φύγει για να συναντήσει τους αδελφούς του. Στις 2 Δεκεμβρίου 1998 παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στα χέρια του Χριστού.
Ο Στυλιανός Κεμεντσετζίδης, στο βιβλίο που προαναφέρθηκε, δίνει την πληροφορία ότι ο Γέροντας Κλεόπας το 1977 κατόρθωσε να επισκεφθεί το Άγιο Όρος, όπου συναντήθηκε με τον άλλο μεγάλο σύγχρονο Άγιο, τον ΄Αγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη. Κανείς εκ των δύο δεν γνώριζε τη γλώσσα του άλλου, ωστόσο συνεννοήθηκαν τέλεια, μιλώντας ο ένας ρουμανικά και ο άλλος ελληνικά και κατανοώντας απόλυτα ο ένας τον άλλον, εν αγάπη και ευφροσύνη. Και χωρίστηκαν λέγοντας ότι αυτή είναι η γλώσσα του Αγίου Πνεύματος.
Από το 2005 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρουμανίας άρχισε να συλλέγει στοιχεία για την επίσημη αγιοκατάταξη του μεγάλου αυτού οσίου ανδρός, ήδη αγίου στη συνείδηση των Ορθοδόξων Ρουμάνων. Πληροφορηθήκαμε μάλιστα προσφάτως ότι πιθανόν εντός του έτους να έχει γίνει η επίσημη εγγραφή στα δίπτυχα.
Ο Γέροντας Κλεόπας είναι αναμφισβήτητα ένας σύγχρονος όσιος Πατέρας της Εκκλησίας, ισοστάσιος των ήδη αγιοκαταταχθέντων μεγάλων Γερόντων (Παϊσίου, Πορφυρίου, Ιακώβου, Σωφρονίου κλπ.). Αγωνίστηκε τον καλόν αγώνα σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας. Έζησε τις κακουχίες και τις θλίψεις που βίωσαν όλοι ο Ορθόδοξοι Ρουμάνοι, που δεν υπέκυψαν στις πιέσεις του αθεϊστικού καθεστώτος να αρνηθούν την Αγία μας Πίστη: «ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον,περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Ειδικά τα τελευταία λόγια, ισχύουν επακριβώς για τον Ομολογητή αυτόν της Πίστεως, το όσιο Γέροντα Κλεόπα Ηλίε.
Ο ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
Και υπήρξε πνευματικός στυλοβάτης, όχι μόνο του έθνους του και όλων των Ορθοδόξων, όπου γης. Ήταν, όπως έχει γραφτεί στην ιστοσελίδα της Μονής Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, «η πνευματική παρηγορία και το στήριγμα, η γνήσια πατερική φωνή και ο απλανής οδηγός, ο ευλογημένος πατέρας και διδάσκαλος χιλιάδων πιστών που πρόστρεχαν κοντά του για να αναπαυθούν κυρίως στα δυσκολότατα χρόνια του αθεϊστικού καθεστώτος. Οι λόγοι του και το παράδειγμά του αλλά κυρίως οι ιερές του πρεσβείες συνεχίζουν να βοηθούν όλον τον κόσμο».
*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”