Ο πρωτοποριακός φιλόσοφος της επιστήμης και δάσκαλος του Γένους

Ο Ευγένιος Βούλγαρης υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες σοφούς κατά την οθωμανική κυριαρχία. Καθιέρωσε νέο εκπαιδευτικό πρότυπο, δίδαξε στην Αθωνιάδα, στην Ακαδημία της Πόλης κ.α. Παρέμεινε ακλόνητα ορθόδοξος θεολόγος

Υπάρχει από πολλούς η αντίληψη ότι η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν μια εποχή σκοτεινή, που τίποτα δεν μπόρεσε να προχωρήσει στον ελληνικό χώρο και γι’ αυτό μείναμε πίσω από τις εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η άποψη αυτή, ενώ έχει εν μέρει κάποια βάση, δεν ευσταθεί και οπωσδήποτε αδικεί τους προπάτορές μας που έζησαν κατά την περίοδο εκείνη.

Ενώ πράγματι οι συνθήκες ήταν αντίξοες, το Γένος κατόρθωσε, υπό την καθοδήγηση της Εκκλησίας, να ορθοποδήσει και να επιβιώσει και εν τέλει να αποκτήσει την ανεξαρτησία και την πολιτική του υπόσταση (με όλα τα αρνητικά που ακολούθησαν).

Και το βασικότερο, να αναδείξει αφενός έναν λαμπρό λαϊκό πολιτισμό σε όλες τις εκφάνσεις του βίου (χειροτεχνήματα, δημοτικό τραγούδι, κοινοτισμός, συντεχνίες), αλλά και να αναδείξει μεγάλους δασκάλους του Γένους, που δίδαξαν στις σχολές (Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Χίος, Μοσχόπολη, Γιάννενα, Πάτμος, Αθωνιάδα, Μεσολόγγι είναι μόνον κάποιες από αυτές), στις οποίες δίδαξαν μεγάλοι δάσκαλοι του Γένους, των οποίων η εμβέλεια μπορεί να συγκριθεί χωρίς κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας με εκείνη των Ευρωπαίων διανοουμένων της εποχής. Και, μάλιστα, μπορεί να υποστηριχθεί, μετά λόγου γνώσεως, ότι σε πάρα πολλά σημεία τους υπερέβησαν κατά πολύ.

Ανάμεσα στους σοφούς αυτούς δασκάλους αναμφισβήτητα κορυφαία θέση κατέχει ο Ευγένιος Βούλγαρης.

Πατρίδα του Ευγενίου Βουλγάρεως ήταν η Κέρκυρα. Γεννήθηκε το 1716 και το όνομά του ως λαϊκού ήταν Ελευθέριος. Δάσκαλοί του ήταν, όπως και του Θεοτόκη, ο Αντώνιος Κατήφορος και ο Ιερεμίας Καββαδίας. Πιθανόν και ο Βικέντιος Δαμοδός. Μαθήτευσε στη σχολή της Αρτας με δάσκαλο τον Αθανάσιο Ψαλίδα και στην Γκιούμειο Σχολή των Ιωαννίνων, όπου δίδασκε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης.

Το 1737 ή 1738 χειροτονείται εις διάκονον και παίρνει το όνομα Ευγένιος. Αμέσως μετά, πηγαίνει στην Ιταλία για να συνεχίσει τις σπουδές του, διακονώντας παράλληλα ως ιεροκήρυκας στον Ναό του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας. Εκεί μάλλον ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη φιλοσοφία των εκπροσώπων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού Λάιμπνιτς και Βoλφ, ενώ δίδαξε και στο Φλαγγίνειο Φροντιστήριο.

Μελέτησε την αρχαία ελληνική, τη λατινική και την εβραϊκή φιλολογία, θετικές επιστήμες και νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, καθώς και ξένες γλώσσες.

Το 1742, όταν βρίσκεται στα Ιωάννινα διευθύνει τη Μαρουτσαία Σχολή. Είναι ήδη ένας από τους πλέον καταρτισμένους λογίους της εποχής του στη φιλοσοφία. Επιχειρεί αποφασιστικά να καθιερώσει ένα νέο φιλοσοφικό και εκπαιδευτικό πρότυπο. Διδάσκει τη Φυσική και τα Μαθηματικά του Νεύτωνα και του Λάιμπνιτς, τις θεωρίες του Λοκ, του Χομπς και του Βολφ.

Οι καινοτόμες αλλαγές του στην Παιδεία τον φέρνουν σε σύγκρουση με τον συντηρητικό δάσκαλο της Γκούμειας Σχολής των Ιωαννίνων, τον μαθηματικό Βασιλόπουλο Μπαλάνο. Αναγκάζεται να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει τα Ιωάννινα το 1746, για να αναλάβει τη σχολαρχία της Σχολής της Κοζάνης έως το 1750, οπότε με παρέμβαση των αδελφών Μουρούτση επανέρχεται στα Ιωάννινα στη θέση του, έως το 1752.

Η φήμη του ως εκπαιδευτικού και ως λογίου ανδρός έχει φτάσει και στο Φανάρι. Οπως αναφέρει ο θεολόγος Αλέξανδρος Χριστοδούλου, σιγίλιο του Πατριάρχη Κυρίλλου του Ε΄ ορίζει το πρόγραμμα της Αθωνιάδας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διδασκαλία της Θεολογίας: ιδρύεται «φροντιστήριον ἑλληνικῶν μαθημάτων, παιδείας τε καὶ διδασκαλίας παντοδαποῦς, ἐν τε λογικαῖς, φιλοσοφικαῖς τε και θεολογικαῖς ἐπιστήμαις» και το 1753 ανατίθεται η διεύθυνσή της στον Ευγένιο Βούλγαρη, «ἄνδρα πεπαιδευμένον καὶ λόγιον καὶ παντοδαπαῖς ἐπιστήμαις κεκοσμημένον καὶ γεγυμνασμένον καὶ δυνάμενον παιδεῦσαι τοὺς μαθητὰς οὐ μόνον τὴν γραμματικήν καὶ τὴν λογικήν τέχνην, αλλά καὶ τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὰς μαθηματικάς ἐπιστήμας καὶ τὴν θεολογίαν… ὃς τις μετὰ τῆς φιλοσοφίας ἠδύνατο νὰ διδάσκῃ τοὺς μέλλοντας κληρικοὺς καὶ ποιμένας τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ τὰ ὑγειᾶ δόγματα τῆς ἱερᾶς ἡμῶν πίστεως», όπως τον περιγράφει στο έγγραφο του διορισμού ο Πατριάρχης.

Το όνομά του ως δασκάλου ταυτίστηκε με την Αθωνιάδα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη σχολή όπου δίδαξε και η εκεί θητεία του ήταν η γονιμότερη της διδασκαλικής του διακονίας. Δίδαξε Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Μεταφυσική, Λογική, Αριθμητική, Γεωμετρία, Φυσική και κοσμογραφία, χρησιμοποιώντας τις μεταφράσεις που ο ίδιος είχε κάνει σε έργα Δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων και φυσικών.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΗΝ ΑΘΩΝΙΑΔΑ

Από την Αθωνιάδα αποφοίτησαν αναστήματα όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Αγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο οποίος σε πολλά έργα του αναφέρεται στον δάσκαλό του με σεβασμό και θαυμασμό.

Έξι χρόνια αργότερα, όμως, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αθωνιάδα. Οι καινοτομίες του, μολονότι δεν θίγουν στο παραμικρό την Ελληνορθόδοξη παράδοση, προκαλούν την αντίδραση των συντηρητικότερων κύκλων, που μένουν προσκολλημένοι στο προηγούμενο σύστημα.

Πίστευε ακράδαντα ότι τα κείμενα της Αγ. Γραφής βρίσκονται πάνω από κάθε άλλη γνωσιακή αντίληψη του κόσμου

Μετά την αποχώρηση από την Αθωνιάδα, ο Βούλγαρης μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου του ανατίθεται η σχολαρχία της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Αυτή η περίοδος ήταν κατά κάποιους ιστορικούς η πιο ταραχώδης της ζωής του. Εν τέλει εγκαταλείπει οριστικά την εκπαιδευτική του διακονία.

Από το 1764 έως το 1771 εγκαθίσταται στη Λιψία και κατόπιν καλείται στη Ρωσία, στην αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης. Το 1776 διορίζεται επίσκοπος Σλαβινίας και Χερσώνος, αλλά λίγα χρόνια αργότερα παραιτείται, αφήνοντας διάδοχό του τον φίλο του Νικηφόρο Θεοτόκη. Επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, όπου εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Το 1781 αποσύρεται σε μοναστήρι, όπου και τελείωσε ειρηνικά τον βίο του το 1806, πλήρης ημερών.

Το σημαντικότερο έργο φυσικής φιλοσοφίας του Βούλγαρη είναι «Τὰ ἀρέσκοντα τοῖς φιλοσόφοις». Πρόκειται για ένα συμπίλημα θέσεων διαφόρων φιλοσόφων που ο Βούλγαρης τα συνέθεσε σε πρωτότυπο τρόπο, προσδίδοντάς τους τη μορφή συνεκτικού φυσικού λόγου.

Εκθέτει με κριτικό τρόπο τις απόψεις πολλών παλαιών φιλοσόφων, υποβάλλοντάς τες σε συστηματική κριτική, απορρίπτοντας, μεταξύ άλλων, την αιωνιότητα και απειρία της ύλης, που πρέσβευαν πολλοί υλιστές φιλόσοφοι. Απορρίπτει την ύπαρξη μιας οντότητας εξίσου άχρονης και άπειρης με τον Θεό.

Η επιχειρηματολογία του δεν είναι καθόλου απλοϊκή και δείχνει άριστη κατάρτιση στα θέματα που διαπραγματεύεται. Φροντίζει δε να εκφράζει τον σκεπτικισμό του για το σύνολο των αστρονομικών συστημάτων, αλλά προφανώς και κάθε επιστημονικής θεωρίας: Ολα είναι υποθέσεις. «Ας μη νομίσει κανείς», γράφει, εκθέτοντας τις θέσεις του για τα αστρονομικά συστήματα της εποχής του, «ότι έχουμε πειστεί τελεσίδικα πως η τάξη των ουρανίων σωμάτων είναι αυτή του περιγράφει το τυχώνειο σύστημα (σ.σ.: ένα από τα συστήματα της εποχής του, το οποίο αποδεχόταν και ο ίδιος). Κάθε άλλο. Υποστηρίζουμε την άποψη αυτή ως πιθανότερη, παραμένουμε όμως επιφυλακτικοί, «ἕως ἂν μεῖζον ὑπὸ τούτων φῶς ἡμῖν ἐπιλάμψῃ».

Έπρεπε να περάσουν δύο σχεδόν αιώνες, ώσπου να γίνει αποδεκτή η άποψη αυτή για τη δομή της επιστημονικής μεθόδου.

Παρά την ευρυμάθεια και τους ανοικτούς του ορίζοντες, ο Βούλγαρης παρέμεινε ακλόνητα ορθόδοξος και πίστευε ακράδαντα ότι τα κείμενα της Αγίας Γραφής βρίσκονται πάνω από κάθε άλλη γνωσιακή αντίληψη του κόσμου. Όταν η ψυχή, λέει, προσπαθεί να δει με άλλο φως όσα διακηρύσσουν οι γραφές και η Εκκλησία, τότε τυφλώνεται και πλανάται. Διακηρύσσει ότι η ελευθερία για τη μελέτη των θείων γραφών και των έργων των πατέρων της Εκκλησίας πρέπει να είναι απεριόριστη. Αυτό όμως δεν ισχύει για τη μελέτη έργων ετερόδοξων και κακοπροαίρετων συγγραφέων (προφανώς έχει υπόψη του τους Γάλλους Διαφωτιστές), γιατί σε τέτοια έργα και το όποιο ελάχιστο καλό πιθανόν να υπάρχει είναι αναμεμειγμένο με πολύ περισσότερο κακό.

Ο Ευγένιος Βούλγαρης, όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος Χριστοδούλου, με τη διδασκαλία και τα συγγράμματά του εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της ελληνικής παιδείας, συνδυάζοντας το νεωτερικό πνεύμα με την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, αφού, όπως έλεγε ο ίδιος, πρέπει πάντοτε να προσπαθεί κανείς να φιλοσοφεί κατά τρόπον που να επιλέγει εκείνο που είναι σύμφωνο με τον ορθό λόγο, χωρίς να υποστηρίζει τίποτα από όσα αντίκεινται στην αποκάλυψη των θείων γραφών.

Ο θεολογικός στοχασμός κυριαρχεί σε όλα του τα συγγράμματα, ακόμη και στα μη θεολογικά, όπου υπάρχουν θεολογικές παρεμβολές, όπου το κρίνει σκόπιμο.

Πολλοί από τους μεταγενέστερους ερευνητές του έργου του διακρίνουν την αγάπη του για τον ησυχαστικό μοναχισμό και τις Ιερές ακολουθίες. Διαπιστώνουν ότι βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός των ορίων της ορθόδοξης παράδοσης και ως προς το δόγμα και ως προς την εκκλησιαστική τάξη. Μεταβαίνει στη Δύση, γράφει ο Β. Τατάκης, και προσλαμβάνει από τη φιλοσοφία και την επιστήμη της, τίποτα όμως δεν θυσιάζει από την ορθόδοξη κληρονομιά του.

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ π. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

Θα κλείσουμε με τα λόγια του αείμνηστου π. Γεωργίου Μεταλληνού:

«Σοβαρό λάθος είναι η κατάταξη του Βούλγαρη μεταξύ των Διαφωτιστών, όπως γίνεται και για τον Πατροκοσμά, στον χώρο της εκπαιδεύσεως. Το άνοιγμα του Βούλγαρη στην ευρωπαϊκή επιστήμη είναι καθαρά πατερική στάση και καθόλου δεν σημαίνει ότι μπορεί να εγκλωβιστεί σε κάποια παράταξη του Διαφωτισμού ή να ταυτιστεί με όλο το φάσμα του πολύπλευρου αυτού κινήματος. Ο Διαφωτισμός είναι γι’ αυτόν «ένα προκλητικό πεδίο γνώσης, αλλά ποτέ μια αποδεκτή κοσμοθεωρία». Ακόμη και σε καθαρά επιστημονικά θέματα παραμένει κριτικός έναντι του Διαφωτισμού, μένοντας πιστός στην παράδοση των αγίων πατέρων. Η επιστημονική αυτοσυνειδησία του δηλώνεται σαφώς στο «Κατά Λατίνων»: «Τί κοινόν έχει η σοφία του κόσμου με την σοφίαν του Θεού; Η σοφία του κόσμου είναι πλάνη, είναι αφροσύνη, είναι μωρία, κατά τον Παύλον, όταν είναι κεχωρισμένη από την σοφίαν του Θεού, ήτις είναι η αληθινή πίστις. Αυτή είναι η όντως σοφία, η άσφαλτος σοφία και άπταιστος, σοφία ορθή».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”