Τα τέλη του 13ου και οι αρχές του 14ου αιώνα, μολονότι μόλις ανακτήσαν την πρωτεύουσά του από τους σταυροφόρους κατακτητές Βυζαντινό κράτος, βρίσκεται στις απαρχές μιας παρακμής ως προς τα πολιτικά πράγματα, η οποία θα οδηγήσει και στην πτώση του δυο αιώνες αργότερα.
Ωστόσο το γεγονός ότι άντεξε “άλλους δύο αιώνες, δείχνει καθαρά τις πραγματικές του αντοχές. Και επιπλέον, ένα φαινόμενο άξιο θαυμασμού, είναι ότι η ίδια περίοδος χαρακτηρίζεται από μια νέα άνθηση των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνών, του πολιτισμού, που οι ιστορικοί θα αποκαλέσουν « Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση». Δεχόμαστε συμβατικά τον όρο, μολονότι δεν είναι ικανοποιητικός, διότι παραπέμπει στην δυτική οπτική για το Βυζάντιο, το οποίο, σε αντίθεση με τη Δύση, δεν έπαψε ποτέ να είναι ο φάρος του πολιτισμού στον ταραγμένο μεσαιωνικό κόσμο.
Στον χώρο της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους αυτής της «αναγέννησης» είναι ο μεγάλος μελωδός Ιωάννης Κουκουζέλης, τον οποίον η Εκκλησία έχει κατατάξει στην χορεία των Αγίων και ο οποίος έζησε ακριβώς στις απαρχές της περιόδου εκείνης. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία την 1η Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποίαν τιμάται η μνήμη άλλων δύο μεγάλων μελωδών: Του κορυφαίου Ποιητή των Κοντακίων Αγίου Ρωμανού του Μελωδού και το Αγίου Γρηγορίου του Δομέστικου.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Ο Όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης γεννήθηκε στο Δυρράχιο της Βορείου Ηπείρου το 1280 και ήταν γόνος αγροτικής οικογένειας. Έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα του. Την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του, μια ευσεβής γυναίκα, Βουλγάρα στην καταγωγή.
Έχοντας κλίση στα γράμματα αλλά και κυρίως στην εκκλησιαστική μουσική και επιπλέον ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος, έγινε δεκτός στην αυτοκρατορική Μουσική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως. Τα χρόνια των σπουδών του αρχικά ήταν πολύ δύσκολα, λόγω της μεγάλης του φτώχειας και η τροφή του, κατά την παράδοση, ήταν μόνο κουκιά και μπιζέλια (κουκιά και ζέλια) και εκεί οφείλεται και η προσωνυμία του Κουκουζέλη.
Ο Ιωάννης ήταν ιδιαίτερα ηδύμολπος και σύντομα ξεχώρισε από τους συμφοιτητές του, τραβώντας την προσοχή και το ενδιαφέρον πολλών υψηλόβαθμων αξιωματούχων και σύντομα και την εύνοια του ίδιου του αυτοκράτορα. Ο τελευταίος εξετίμησε την εξαίσια φωνή του Ιωάννη σε τέτοιο βαθμό, ώστε τον όρισε αρχιμουσικό των αυτοκρατορικών ψαλτών.
ΑΡΧΙΜΟΥΣΙΚΟΣ ΣΤΟ ΙΕΡΟΝ ΠΑΛΑΤΙΟΝ
Η ζωή του Ιωάννη άλλαξε, την φτώχεια διαδέχθηκαν τα μεγαλεία της ζωής στο Παλάτι. Όμως αυτή η αλλαγή σε τίποτα δεν κλόνισε το ήθος, την ευσέβεια και την ταπεινοφροσύνη που τον διάκρινε, καθώς και τον πόθο του να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Κάποια μέρα επισκέφτηκε το παλάτι ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, προφανώς για να συζητήσει με τον αυτοκράτορα για ζητήματα της Μονής.
Ήταν μια εποχή που οι πολιτικοί ηγέτες έσκυβαν με ευλάβεια και σεβασμό στα εκκλησιαστικά ζητήματα, καθώς και οι ίδιοι ήταν το ίδιο ευσεβείς όσο και οι απλοί πολίτες του χριστιανικού Βασιλείου. Ο Ιωάννης συζήτησε με τον Ηγούμενο για την ζωή των μοναχών στην Αθωνική Πολιτεία και πλέον έλαβε την αμετάκλητη απόφαση να αναχωρήσει για το Περιβόλι της Παναγίας.
Ο αυτοκράτορας ήθελε να τον παντρέψει με την κόρη κάποιου αξιωματούχου του. Αλλά ο Ιωάννης, που είχε ήδη επιλέξει τον μοναχισμό, ζήτησε από τον βασιλιά την άδεια να μεταβεί στην γενέτειρά του για να λάβει την συγκατάθεση και την ευχή της μητέρας του.
Από την άλλη, φρόντισε να φτάσει μέσω κάποιων φίλων στη μητέρα του στο Δυρράχιο η είδηση ότι ο γιός της είχε πεθάνει. Λέγεται ότι ο ίδιος, κρυμμένος κάπου κοντά στο σπίτι, άκουγε τον θρήνο της μητέρας του και εμπνεύσθηκε από τον θρήνο αυτό να συνθέσει μια θρηνωδία στην οποία έδωσε τον τίτλο «Βουλγάρα», εξαιτίας της εθνικότητας της μητέρας του.
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ
Έτσι, καταφρονώντας τα φθαρτά και ρέοντα του παρόντος βίου, την δόξα των ανθρώπων και τον πλούτο, ο Ιωάννης απεκδύεται την πολυτελή του αμφίεση, ντύνεται με σάκο από γίδινες τρίχες και ξεκινά για το Άγιο Όρος, εν αγνοία του αυτοκράτορα και αν αγνοία της μητέρας του που τον θεωρούσε νεκρό.
Στην είσοδο της Μονής της Μεγίστης Λαύρας είπε στον πορτάρη ότι ήθελε να γίνει μοναχός κι εκείνος τον ρώτησε ποιο διακόνημα θα μπορούσε να κάνει. Ο Ιωάννης απάντησε ότι ήταν βοσκός, μια εργασία που προφανώς έκανε στο χωριό του. Ο θυρωρός παρατήρησε ότι ήταν πολύ νέος για να γίνει μοναχός, αλλά ο ιερός μελωδός του απάντης εμε τα λόγια του Προφήτη Ιερεμία: «Ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρη ζυγὸν ἐν τῇ νεότητι αὐτοῦ».
Ο Πορτάρης μετέφερε στον Ηγούμενο το αίτημα του νέου και την στιχομυθία που είχαν. Ο Ηγούμενος τον δέχθηκε και μετά από το διάστημα της δοκιμασίας τον έκειρε μοναχό και του ανέθεσε το διακόνημα να βόσκει τους τράγους που εξέτρεφε το Μοναστήρι. Ο νέος μοναχός δέχθηκε με χαρά το διακόνημά του, άλλωστε ήθελε να είναι μακριά από τις δόξες και τους θορύβους του κόσμου, και εκτελούσε απερίσπαστος την διακονία του μέσα στην ησυχία που τόσο αναζητούσε. Εν τω μεταξύ ο αυτοκράτορας άρχισε να τον αναζητά, αλλά εις μάτην.
ΤΟΝ ΠΡΟΔΩΣΕ Η ΓΛΥΚΙΑ ΤΟΥ ΦΩΝΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Εκεί στην ησυχία, είχε όλη την άνεση να ψάλλει, μόνο για τον Θεό, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακούσει κανείς και να υποψιαστεί κάτι.
Όμως η γλυκιά του φωνή τον πρόδωσε!
Κάποια μέρα, ένας μοναχός που βρισκόταν κοντά στο σημείο που έβοσκε τα τραγιά ο Ιωάννης, άκουσε μια μελωδία που όμοιά της δεν είχε ξανακούσει. Και έσπευσε να δει ποιος ήταν ο άνθρωπος που έψαλλε τόσο μελωδικά.
Έκπληκτος ο μοναχός, βλέπει τον Ιωάννη να ψάλλει και τους τράγους να έχουν σταματήσει τη βοσκή τους και να ακούν σαγηνεμένοι τον ηδύμολπο πρωτοψάλτη του αυτοκράτορα. Αμέσως ο μοναχός έτρεξε να βρει τον Ηγούμενο και να του αναγγείλει τι είχε δει και ακούσει. Εκείνος κάλεσε τον Κουκουζέλη και του ζήτησε να αποκαλύψει ποιος πραγματικά ήταν. Εκείνος είπε όλη την αλήθεια. Και ο Ηγούμενος, αφού τον επετίμησε που είχε κρύψει την ταυτότητά του, έστειλε γράμμα στον αυτοκράτορα, πληροφορώντας τον όλα τα σχετικά με τον Ιωάννη. Ο ευσεβής αυτοκράτορας σεβάστηκε την ιερή επιθυμία του αρχιμουσικού του και πλέον δεν τον ενόχλησε.
Έκτοτε ο Ιωάννης έψαλλε στον δεξιό χορό του καθολικού, αποφεύγοντας όμως να εντυπωσιάζει με τις μουσικές του ικανότητες. Η φωνή του ήταν κατανυκτική και σεμνή.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο Ιωάννης Κουκουζέλης θεωρείται η δεύτερη πηγή της Βυζαντινής Μουσικής μετά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Άφησε ένα πλούσιο μουσικό έργο. Αναφέρουμε το βιβλίο «Τέχνη ψαλτική και σημάδια ψαλτικά μετά πάσης χειρονομίας και συνθέσεως, ποιηθέντα παρά του Μαΐστορος Ιωάννου Κουκουζέλους», σημαντικότατο θεωρητικό σύγγραμμα μουσικής.
Συνέθεσε επίσης τροπάρια συνέγραψε ένα βιβλίο με τίτλο: «Βιβλίον σὺν Θεῷ Ἁγίῳ περιέχον τὴν ἅπασαν ἀκολουθίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, συνταχθεῖσαν παρὰ τοῦ Μαΐστορος Ἰωάννου Κουκουζέλους». Οι ειδικοί στην εκκλησιαστική μουσική θεωρούν ως τ σημαντικότερο από τα έργα του τον μέγιστο κυκλικό τροχό , με τέσσερις πιο μικρούς (δύο δεξιά – δύο αριστερά) που παριστάνουν με μαρτυρίες την πλάγια πτώση των τεσσάρων πλαγίων ήχων, διακρίνοντάς τους από τους αντίστοιχους κύριους ήχους. Επιπλέον μελούργησε χερουβικά, κοινωνικά, ανοιξαντάρια, πολυελέους, πασαπνοάρια, αλληλουάρια και άλλα. Έγραψε επίσης το «Μέγα ἶσον» της Παπαδικής, ως βοήθημα για όσους επιθυμούσαν να ψάλλουν με βάση τη σημειογραφία του.
Αξίζει τον κόπο να τελειώσουμε το ευλαβικό αφιέρωμα στον μεγάλο αυτόν Όσιο Μελωδό με ένα θαυμαστό περιστατικό που έχει καταγραφεί στο βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία».
Ήταν Σάββατο του Ακαθίστου και στην Μεγίστη Λαύρα ετελείτο η Παννυχίδα. Ό Όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης είχε ψάλλει τον κανόνα και τα ιδιόμελα της Θεοτόκου με την κατανυκτική του φωνή και με όλη την ευλάβεια που έτρεφε προς το Πρόσωπο της Κυρίας του Όρους. Κάποια στιγμή ο κόπος της παννυχίδας τον κατέβαλε στιγμιαία και αποκοιμήθηκε για λίγο στο στασίδι. Και τότε είδε την Κυρία Θεοτόκο να απευθύνεται σ’ αυτόν και να του λέει:
– Χαῖροις Ἰωάννη, τέκνον μοι. Ψάλλε μοι καὶ οὐ μή σ᾿ ἐγκαταλείπω.
Και του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα, ως αμοιβή επειδή είχε ψάλει τόσο κατανυκτικά τον Ύμνο Της. Εκείνη τη στιγμή ο μεγάλος Πρωτομαΐστωρ ξύπνησε και βρήκε στο δεξί χέρι του το νόμισμα, το ανεκτίμητο δώρο της Θεοτόκου. Το μισό νόμισμα, βρίσκεται μέχρι σήμερα στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, μαζί με τα ιερά λείψανα του Οσίου. Τόσο το νόμισμα όσο και τα ιερά λείψανα του Οσίου, θαυματουργούν. Το άλλο μισό αποστάλθηκε στη Ρωσία.
Μετά το θαυμαστό εκείνο γεγονός, ο Ιωάννης αύξησε έτι πλέον το ζήλο του και δεν έλειπε από τον δεξιό χορό, «ψάλλων προθύμως καὶ δοξολογῶν ἀόκνως τὸν Κύριον» και την Παναγία Μητέρα Του, έως την αναχώρησή του από την επίγεια ζωή.
Εκοιμήθη οσιακά την 1η Οκτωβρίου του 1360 . Το ιερό του λείψανο ετάφη στο κελί που μόναζε. Η μνήμη του τιμάται την ημέρα της κοιμήσεώς του, καθώς και του Οσίου Γρηγορίου του Δομέστικου, ο οποίος επίσης ήταν ψάλτης στην Μεγίστη Λαύρα.
Στην Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, της πρώτης στην τάξη Μονής του Αγίου Όρους, υπαρχή μια εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Κουκουζέλους, η οποία απεικονίζει τον μεγάλο αυτόν Μελωδό περιστοιχισμένο με τα μουσικά του σύμβολα.