Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, τη Δευτέρα, 23 Οκτωβρίου, το πρωί, κήρυξε την έναρξη των εργασιών του Β’ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Χαλκηδόνος, που τελεί υπό την αιγίδα του, με θέμα, “Οικουμενικό Πατριαρχείο, ΙΕ’-ΙΣΤ’ Αιώνες – Η εποχή την ανασυντάξεως”, και το οποίο συνδιοργανώνουν, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Πόλεως, η Ι. Μητρόπολη Χαλκηδόνος, το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας ΕΚΠΑ και το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ.
Στην έναρξη του Συνεδρίου παρέστησαν Ιεράρχες του Θρόνου, κληρικοί, ο Εντιμ. Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη κ. Σταύρος Χριστοδουλίδης, Πανεπιστημιακοί Καθηγητές, καθώς και ειδικοί επιστήμονες.
Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός, επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι “η Εκκλησία ηγωνίσθη σθεναρώς διά την περιφρούρησιν της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητος των υποδούλων και της παιδείας, ανοδική πορεία της οποίας παρατηρείται κατά τας τελευταίας δεκαετίας του 16ου αιώνος. Η εξέλιξις αυτή θα συμβάλη ουσιαστικώς εις την αναζωογόνησιν της αυτοσυνειδησίας του Γένους ως κληρονόμου και συνεχιστού της αρχαίας ελληνικής και της χριστιανικής – βυζαντινής πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομίας.”
Προηγουμένως, τον Οικουμενικό και τους παρισταμένους καλωσόρισε στις εργασίες του Συνεδρίου ο Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ, ο οποίος αναφέρθηκε στο θέμα αυτού, στη σπουδαιότητα της περιόδου και τη σημασία της ουσιώδους διερεύνησής της από τους μετέχοντες επιστήμονες.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη:
Μετά πολλής χαράς συμμετέχομεν εις το επιστημονικόν τούτο Συνέδριον, με θέμα «Οικουμενικό Πατριαρχείο ΙΕ’ – ΙΣΤ’ αιώνες: Η εποχή της ανασυντάξεως». Συγχαίρομεν τους σχόντας την πρωτοβου-λίαν δι’ αυτό και τους οργανωτάς, τον αδελφόν άγιον Χαλκηδόνος και, εν τω προσώπω των παρόντων καθηγητών, τας Θεολογικάς Σχολάς Αθηνών και Θεσσαλονίκης και τα δύο ιστορικά Πανεπιστήμια εις τα οποία ανήκουν. Εκφράζομεν την ικανοποίησιν της ημών Μετριότητος διά το γεγονός ότι η οργάνωσις συνεδρίων με θέμα την ιστορικήν πορείαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου έχει καταστή θεσμός.
Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως, η δραματική κατάληξις του βυζαντινού κράτους, απετέλεσε, παραλλήλως, μίαν μεγάλην τομήν τόσον εις την ευρωπαικήν, όσον και εις την οθωμανικήν ιστορίαν. Η Βασιλεύουσα, την 29ην Μαίου του 1453, κατεκτήθη με την δύναμιν των οθωμανικών όπλων. Συμφώνως λοιπόν προς το μουσουλμανικόν δίκαιον, δεν υπήρχε καμμία δυνατότης να τύχουν οι κάτοικοί της κάποιων προνομίων. Και όμως, οκτώ περίπου μήνας μετά την Άλωσιν, γνωρίζομεν ότι επανελειτούργησε με την άδειαν του Κατακτητού το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, ο δεύτερος εις πολιτικήν σημα-σίαν θεσμός εις την Βυζαντινήν Αυτοκρατορίαν. Έχει σημασίαν να τονίσωμεν, ότι επικεφαλής δεν διωρίσθη κάποιος ιερωμένος προκει-μένου να καλύπτη τας θρησκευτικάς ανάγκας των κατακτηθέντων χριστιανών, πρακτική που οι οθωμανοί είχον εφαρμόσει εις διαφόρους βυζαντινάς επαρχίας, αι οποίαι όμως είχον ενσωματωθή εις την κυριαρχίαν των χωρίς πολεμικάς επιχειρήσεις. Την ημέραν των Θεοφανείων του έτους 1454, ημέραν πλήρη συμβολισμών διά τους κατακτηθέντας χριστιανούς, γνωρίζομεν ότι, μετά από επίσημον άδειαν, επαναλειτουργεί το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, ως εις σημαντικός θεσμός, του οποίου ο επικεφαλής, όχι μόνον θα διατηρή τον ίδιον τίτλον που είχε και εις το Βυζάντιον, «Ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης», όχι μόνον θα εδρεύη εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την πόλιν που επί αιώνας υπήρξεν η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και όπου θα μεταφερθή, εις μικρόν διάστημα, από την Αδριανούπολιν και η πρωτεύουσα του κράτους των Οθωμανών, αλλά ο θεσμός θα διατηρή τας ιδίας διοικητικάς αρμοδιότητας που είχεν εις το βυζαντινόν κράτος και θα εφαρμόζη το ίδιον δίκαιον.
Είναι προφανές ότι μία πολιτική λογική υπηγόρευσεν όλας αυτάς τας κρισίμους αποφάσεις εις τον τότε αρχηγόν του κράτους των Οθωμανών Μεχμέτ Β’, μία πολιτική, που είτε ο ίδιος την ενεπνεύσθη, είτε του την εκαλλιέργησαν σύμβουλοί του, μεταξύ των οποίων και κάποιοι χριστιανοί, οι οποίοι προήρχοντο από βυζαντινάς επαρχίας που είχον ήδη ενταχθή εις το οθωμανικόν κράτος.
Η κατάκτησις της πρωτευούσης του βυζαντινού κράτους, με όλους τους συμβολισμούς που την περιέβαλλεν, υπέβαλεν εις τον Πορθητήν την φιλοδοξίαν να διευρύνη τον ρόλον του και, χωρίς να χάση τον ρόλον του «γαζή», να εμφανισθή και ως αυτοκράτωρ, έχων εις την κυριαρχίαν του πολλαπλάς θρησκευτικάς κοινότητας. Η άδεια να εκλεγή, ολίγους μήνας μετά τα πολεμικά γεγονότα, νέος Πατριάρχης εις τον Οικουμενικόν Θρόνον, κενόν από το 1451, και η επιλογή του ανθενωτικού Γενναδίου Σχολαρίου ως πρώτου μετα την Άλωσιν Πατριάρχου υποδηλώνει, ότι ο Πορθητής ήτο ενημερωμένος διά τας εκκλησιαστικάς διαμάχας που εταλάνιζον τότε την κοινωνίαν των ορθοδόξων χριστιανών.
Όποια όμως και αν ήσαν τα κίνητρα, γεγονός παραμένει πως οι ηττημένοι εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις χριστιανοί είδον, ολίγον μετά την Άλωσιν, την επαναλειτουργίαν του βασικού βυζαντινού εκκλησιαστικού θεσμού, του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με τας ιδίας διοικητικάς αρμοδιότητας, εις κάποιας μάλιστα περιπτώσεις ευρυτέρας, δεδομένου ότι η δικαιοδοσία του δεν περιωρίζετο εις ζητήματα γάμου και εις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, αλλά εξετείνετο εις πολλά ακόμη νομικά ζητήματα: ανεγνωρίσθη η αρμοδιότης του συνοδικού δικαστηρίου του Πατριαρχείου να εκδικάζη διαφοράς αστικής φύσεως που ανέκυπτον από σχέσεις μεταξύ στελεχών της Εκκλησίας, και βεβαίως αστικάς διαφοράς μεταξύ των χριστιανών. Με εγκύκλιον γράμμα του, το οποίον σώζεται έως τας ημέρας μας, ο πρώτος μετά την Άλωσιν Πατριάρχης Γεννάδιος, προτρέπει τους χριστιανούς να τηρούν, βεβαίως, «τους χρυσούς του Ευαγγελίου νόμους», αλλά και τους «κρατήσαντας νόμους εν τη των χριστιανών ευσεβεστάτη πολιτεία». Η ιστορική στιγμή, το 1454, κατά την οποίαν αποστέλλεται το γράμμα και η επισημότης με την οποίαν περιβάλλεται, μας βεβαιώνει, ότι ο Πατριάρχης δεν προέτρεπεν εις ανυπακοήν, αλλά εκινείτο απολύτως εντός του πλαισίου της νομιμότητος, όπως αυτή είχε μόλις προσδιορισθή υπό των κρατούντων.
Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφύγη ότι ο πανίσχυρος κατά τα άλλα Πορθητής συνήντησεν ισχυράν αντιπολίτευσιν διά την απόφασίν του να ευνοήση τους κατεκτημένους ορθοδόξους, καθώς είχον κατακτηθή με την δύναμιν των όπλων. Η αντιπολίτευσις αυτή εστιάσθη εις εν θεολογικόν ζήτημα. Συμφώνως προς το μουσουλμα-νικόν δίκαιον, μόνον αι μονοθειστικαί θρησκείαι δύνανται να τύχουν προνομίων και διευκολύνσεων. Η χριστιανική όμως θρησκεία δεν εμπίπτει εις αυτήν την κατηγορίαν, αφού πιστεύει εις τον «Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα». Είναι γνωστόν, και μάλιστα από τα έγκυρα χείλη του ιδίου του Πατριάρχου Γενναδίου, ότι προκειμένου να υπερβαθή και αυτός ο σκόπελος, ο Σουλτάνος τον επεσκέφθη και εζήτησεν από τον Γεννάδιον να του εξηγήση, πως το τρισυπόστατον της ορθοδόξου πίστεως δύναται να εκληφθή ως μονοθειστική πίστις και, κατά συνέπειαν, να δικαιολογή την ευνοικήν μεταχείρισιν που προβλέπει το Κοράνιον. Μετά την συζήτησίν των του εζήτησε να καταγράψη όσα του εξέθεσε και να φροντίση, ώστε το κείμενον αυτό να μεταφρασθή και εις τα αραβο-τουρκικά, διά να καταστή ευρυτέρως γνωστόν. Σώζονται πολλά χειρόγραφα με το ελληνικόν κείμενον, ξεχωρίζει όμως εν, που είναι αυτόγραφον του Γενναδίου και το οποίον φυλάσσεται εις την Εθνικήν Βιβλιοθήκην της Γαλλίας, εις Παρισίους. Η διαμάχη εις τους κόλπους των Οθωμανών διά το θέμα αυτό εσυνεχίσθη επί πολλά ακόμη έτη. Έχομεν την μαρτυρίαν και πάλιν του Γενναδίου, ο οποίος είχε πλέον αποσυρθή εις την μονήν Προδρόμου εις τας Σέρρας. Το 1470 τον υπεχρέωσαν, αφηγείται ο ίδιος, να παραστή εις μίαν συγκέντρωσιν Οθωμανών και να τους εξηγήση διατί η ορθόδοξος θρησκεία είναι μονοθειστική, δεκαέξ έτη μετά την άδειαν επαναλειτουργίας του Πατριαρχείου!
Η δευτέρα μετά το 1454 σημαντική χρονολογία διά την μεταβυζαντινήν ιστορίαν του Πατριαρχείου εγγράφεται είκοσι έτη αργότερον, όταν το 1474 με πρωτοβουλίαν κάποιων χριστιανών, το Πατριαρχείον θα επιδιώξη να συνδεθή με ένα ισχυρόν μηχανισμόν του οθωμανικού κράτους. Από πατριαρχικήν πηγήν έχομεν την πληροφο-ρίαν ότι από χριστιανούς προήλθεν η πρωτοβουλία να εμπλακή ο θεσμός εις τον σημαντικώτερον και ασφαλέστερον μηχανισμόν του οθωμανικού κράτους, τον φορολογικόν: να αναλάβη δηλαδή το Πατριαρχείον να συγκεντρώνη και να αποδίδη κάθε Απρίλιον ένα φόρον που θα εισπράττη από τους χριστιανούς. Αν αι πολιτικαί φιλοδοξίαι του Πορθητού ήσαν εις αποφασιστικός λόγος διά να συνεχίση ο θεσμός του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως την μεταβυζαντινήν πορείαν του, η πρωτοβουλία του 1474 έθετε το θέμα και εις μιάν άλλην σταθεράν βάσιν. Τα σουλτανικά μπεράτια, που εξεδόθησαν μετά το 1474 και ανεφέροντο εις τον διορισμόν Πατρι-αρχών, τονίζουν εμφαντικά την χρησιμότητα του θεσμού διά το οθωμανικόν δημόσιον.
Η άλλη σημαντική χρονολογία διά την εσωτερικήν, την φοράν αυτήν, ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η απόφασις της Πανορθοδόξου Συνόδου του 1483/1484, με την οποίαν ανετράπησαν και εις το επίπεδον του εκκλησιαστικού δικαίου όσα είχον αποφασισθή εις την Σύνοδον της Φλωρεντίας διά την Ένωσιν των Εκκλησιών το 1439. Αυτή η απόφασις επέτρεψε την ανασύνδεσιν του Πατριαρχείου με την Κοινότητα του Αγίου Όρους.
Βλέπομεν, ότι ζώντος ακόμη του Πατριάρχου Γενναδίου και ολίγον χρόνον μετά την κοίμησίν του, είχον τεθή αι βάσεις διά την πορείαν του Οικουμενικού Θρόνου και του Γένους κατά την περίοδον της Οθωμανικής κυριαρχίας. Ο,τι ηκολούθησε και εξησφάλισε την μεταβυζαντινήν πορείαν του Πατριαρχείου ήσαν, όπως θα έλεγεν ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αι ποικίλαι «στοχαστικαί προσαρμογαί», η θαρραλέα αντιμετώπισις των εκτάκτων καταστάσεων, αι οποίαι συνεδέοντο με την εκάστοτε στάσιν των Σουλτάνων, με τας ευρυτέρας εξελίξεις εις τας εξωτερικάς σχέσεις της Αυτοκρατορίας και με άλλα γεγονότα.
Η Εκκλησία ηγωνίσθη σθεναρώς διά την περιφρούρησιν της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητος των υποδούλων και της παιδείας, ανοδική πορεία της οποίας παρατηρείται κατά τας τελευταίας δεκαετίας του 16ου αιώνος. Η εξέλιξις αυτή θα συμβάλη ουσιαστικώς εις την αναζωογόνησιν της αυτοσυνειδησίας του Γένους ως κληρονόμου και συνεχιστού της αρχαίας ελληνικής και της χριστιανικής – βυζαντινής πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομίας.
Με αυτάς τας σκέψεις και τα αισθήματα, βέβαιοι ότι εις την επιστημονικήν ταύτην συνάντησιν θα ακουσθούν λίαν ενδιαφέρουσαι απόψεις διά την πορείαν της Εκκλησίας και του Γένους κατά τους δύο πρώτους αιώνας μετά την Άλωσιν, εκφράζοντες δε άπαξ έτι τον έπαινον της ημών Μετριότητος διά την οργάνωσιν του Συνεδρίου, κηρύσσομεν, έμπλεοι πνευματικής ευφροσύνης, την έναρξιν των εργασιών αυτού.
Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου