Ο Νεομάρτυρας της Δημητσάνας που φλεγόταν από τον πόθο του μαρτυρίου

Μεγάλος αριθμός Αγίων σε χρόνια δύσκολα «έλαμψε» με το παράδειγμά του, μεταξύ αυτών και Αγ. Ευθύμιος. Νεαρός αλλαξοπίστησε αναζητώντας ανέσεις, μετανόησε με συντριβή και εκάρη μοναχός στο Αγ. Ορος. Το 1814 με την ευχή της Παναγίας φεύγει για την Πόλη, αποφασισμένος να σφαγιαστεί για τον Χριστό

Του Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη

Ονομάζουμε «Νεομάρτυρες» τους Αγίους που μαρτύρησαν κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και όλους όσοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου εσχάτως, ακόμα και στις μέρες μας, γιατί δυστυχώς και ευτυχώς συνάμα και στην εποχή μας έχουμε Μάρτυρες.

Αποτελούν οι Νεομάρτυρες έναν μεγάλο αριθμό Αγίων, οι οποίοι σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά «έλαμψαν» και φώτισαν με το παράδειγμά τους την περιοχή όπου έζησαν αλλά και όλη την οικουμένη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι πλέον γνωστό, κυρίως μέσα από τα κείμενα, ότι το να πίστευες στον Χριστό σήμαινε ότι αμφισβητούσες τον κατακτητή και τη θρησκεία του. Κινδύνευε η ζωή σου. Πράγματι, έχουμε πολλούς Αγίους Μάρτυρες από την εποχή αυτή, άνδρες και γυναίκες, κληρικούς, μοναχούς, γέροντες σε ηλικία, νέα παιδιά, ακόμα και βρέφη. Όλοι αυτοί, σε κάποια στιγμή, ομολογούσαν φανερά την πίστη τους στον Χριστό και «περνούσαν από το μαχαίρι των δημίων».

Το σημαντικότερο για τον υποψήφιο Μάρτυρα είναι η πίστη του. Είναι σημαντικό ότι η ακλόνητη πίστη είναι το μεγάλο γεγονός σε κάθε άνθρωπο. Οι άνθρωποι, πιστοί ή άπιστοι, έχουν σχεδόν τα ίδια προβλήματα, ζουν στην ίδια κοινωνία. Η σημαντική διαφορά όμως, η οποία τους διαχωρίζει, είναι ότι οι πρώτοι έχουν δύναμη, υπομονή και κουράγιο, που πηγάζουν από την πίστη τους, ενώ οι δεύτεροι βυθίζονται στην απόγνωση. Η πίστη τους δηλώνει την απόλυτη εμπιστοσύνη τους στον Θεό. Δηλώνει ότι παραδόθηκαν στο θέλημά Του. Αυτό αποτελεί ένα δώρο του Θεού και συνάμα καρπό του πνευματικού αγώνα κάθε ανθρώπου. Δεν είναι εύκολο να θυσιάσεις τη ζωή σου για τον Θεό και μάλιστα δεχόμενος φρικτά βασανιστήρια. Ο Θεός «διαβάζει» τη βαθύτερη διάθεση του ανθρώπου, «βλέπει» τον φιλότιμο αγώνα του και του «χαρίζει» την πίστη.

Ένα δεύτερο σημείο για τον πιστό που οδηγείται στο μαρτύριο είναι «η σωστή στιγμή». Έχουμε παραδείγματα, που περιγράφονται στα Συναξάρια, ανθρώπων που από κάποιον ζήλο ή ενθουσιασμό προχωρούσαν στο μαρτύριο. Όμως, όταν έφθαναν μπροστά στην «παγωμένη λίμνη», στα τροχισμένα μαχαίρια, στη λαιμητόμο, ολιγοπιστούσαν και τότε όχι μόνο δεν επιτύγχαναν τον «στέφανο», αλλά αντίθετα γίνονταν περίγελος των κατακτητών και των εχθρών της πίστεως. Οι πνευματικοί πατέρες είναι αυτοί, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, που ορίζουν το «πότε». Εκείνοι που είναι φωτισμένοι και γνωρίζουν την ψυχή του πιστού λένε πότε είναι ώριμη μια τέτοια τόσο σημαντική απόφαση, να βρεθεί δηλαδή ο πιστός μέσα στη «μαρτυρική αρένα».

Για τους Νεομάρτυρες της Τουρκοκρατίας έχει γράψει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Είναι ένα σπουδαίο έργο το οποίο μας περιγράφει και διασώζει τις διηγήσεις των μαρτυρίων. Το έργο του αυτό, μαζί με την προσευχή του από το Αγιον Ορος, τόνωσε τις ψυχές των Ελλήνων, σε μια περίοδο που το είχαν απόλυτη ανάγκη. Το «Νέο Μαρτυρολόγιο» αποτέλεσε μια πηγή γνώσης και εμπειρίας για τους βίους των μαρτύρων της εποχής, αλλά και διαχρονικά μας αφυπνίζει.

Μετά τα εισαγωγικά αυτά περί των Νεομαρτύρων, θα κάνουμε αναφορά σε έναν εξ αυτών, τον Άγιο Ευθύμιο τον εκ Δημητσάνας.

Ο Άγιος, κατά κόσμον Ελευθέριος Ηλιόπουλος, γεννήθηκε στην ιστορική πολίχνη, τη Δημητσάνα της Αρκαδίας. Είναι μια περιοχή που παλαιόθεν υπήρχαν φωτεινές προσωπικότητες κληρικών, μοναχών και λογίων. Οι γονείς του λέγονταν Παναγιώτης και Μαρία. Η μητέρα του, το γένος Καρβελά, καταγόταν από τη Βυτίνα, η οποία σε μεγάλη ηλικία έγινε μοναχή και έλαβε το όνομα Αγάθη. Ο Άγιος είχε τρεις μεγαλύτερους αδελφούς, τον Γεώργιο, τον Χρήστο και τον Ιωάννη, και μία αδελφή, την Αικατερίνη.

Μετά τα πρώτα γράμματα στη περίφημη σχολή της Δημητσάνας, ο Ελευθέριος πηγαίνει με έναν αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ολοκληρώνει τις σπουδές του και από εκεί μεταβαίνει στο Ιάσιο, όπου ζούσε ο πατέρας τους. Μέσα του, παρά την αγάπη για τη μόρφωση και την παιδεία, σιγοκαίει ο πόθος για τον μοναχισμό. Σκέφτεται το Αγιον Ορος. Ωστόσο, θα πέσει σε έναν μεγάλο πειρασμό στο Βουκουρέστι.

Κοντά σε κάποιο Γάλλο πρόξενο και μετά σε κάποιο Ρώσο υπάλληλο θα «ξεχάσει» την κλίση του και θα τον κερδίσουν οι ηδονές του κόσμου. Είναι η εποχή που θα απομακρυνθεί από τον Θεό και θα ζητήσει τις χαρές στα εύκολα και τα πρόσκαιρα. Τα χειρότερα, όμως, δεν είχαν συμβεί. Λίγο αργότερα, οδεύοντας με Τούρκους προς την Κωνσταντινούπολη, αρνήθηκε τον Χριστό και παρέμεινε στον Ράις Εφέντη, αποζητώντας απολαύσεις και ανέσεις. Η νεότητα έχει μέσα της δυνατή τη θέληση για την απόλαυση και την ανακάλυψη χωρίς όρια. Τα βιώματα, όμως, της παιδικής ηλικίας κοντά στην Εκκλησία και η αγαθή προαίρεσή του «μίλησαν» μέσα του δυνατά.

Όταν δέχτηκε την περιτομή, κάτι δυνατό αισθάνθηκε μέσα του, κάτι ξύπνησε την ύπαρξή του και «θυμήθηκε» την αγάπη και την πίστη του στον Εσταυρωμένο Ιησού. Όπως πολλοί άλλοι, που αρνήθηκαν τον Χριστό, μετανοεί πραγματικά και αναζητά σταδιακά τον τρόπο της μεταστροφής του στην πίστη των πατέρων του. Πονάει για την πτώση του, συντρίβεται για ό,τι συνέβη, αλλά δεν αποθαρρύνεται.

Εξομολογήθηκε στον Γρηγόριο τον Ε’

Έχει πάρει την απόφαση να επιστρέψει στην ορθόδοξη πίστη και λατρεία. Στον νου του έρχεται πάλι το Περιβόλι της Παναγίας. Εκεί θα καταφύγει για να καταθέσει τα λάθη του και να λάβει οδηγίες για την επιστροφή του. Με τη βοήθεια του πρέσβη της Ρωσίας ταξιδεύει στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου, βαθιά συντετριμμένος και ολοκληρωτικά μετανιωμένος, εξομολογείται τις αμαρτίες του και κυρίως τα περί της αλλαξοπιστίας του. Όλα θα τα καταθέσει στον παλαιό γνώριμό του και συμπατριώτη του Άγιο Γρηγόριο τον Ε’, Πατριάρχη Κων/πόλεως.

Ο μεγάλος αγώνας, τα αμέτρητα δάκρυα και η ομολογία ενώπιον του Πασά. «Χτύπα καλά» είπε στον δήμιο που τον αποκεφάλισε

Ο Άγιος αυτός βρισκόταν τότε εξόριστος στο Άγιον Όρος. Δέχτηκε τον Ελευθέριο, τον άκουσε, τον κατανόησε και τον δυνάμωσε πνευματικά. Σαράντα ημέρες έμεινε ο Ελευθέριος κοντά του, τόσες όσες χρειαζόταν για να νιώσει την πραγματική ελευθερία. Με αγάπη τον συμβούλευσε ο Άγιος Γρηγόριος, αλλά και οι άλλοι αγιορείτες πατέρες, και ύστερα από τις πατρικές αυτές νουθεσίες, χρίστηκε με το άγιο μύρο, όπως ορίζουν οι κανόνες της Εκκλησίας. Μετά την αποκατάστασή του στην ορθόδοξη πίστη, ο χρόνος άρχισε να μετρά αντίστροφα.

Έχει νιώσει βαθιά την ανάγκη να μαρτυρήσει για την πίστη. Για τον λόγο αυτόν μεταβαίνει στη Σκήτη της Αγίας Αννης και εκεί, στην έρημο του Αγίου Όρους, νιώθει εσωτερική την ανάγκη να δώσει δημόσια ομολογία ενώπιον των τυράννων. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη για τον σκοπό αυτό, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για αυτόν ακόμα. Έτσι, με τη συμβουλή του Καλαβρυτινού μοναχού Παγκρατίου επιστρέφει και πάλι στο Άγιον Όρος. Πηγαίνει αρχικά στη Μονή Δοχειαρίου και στη συνέχεια στη Μονή Ιβήρων, κοντά στον συγγενή του μοναχό Ονούφριο.

Στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου της ιδίας μονής θα συναντήσει και θα συναναστραφεί και άλλους συντοπίτες του. Εκεί ασκούνταν πέντε Δημητσανίτες μοναχοί, υποτακτικοί του γέροντα Νικηφόρου. Στον χώρο αυτό ο Ελευθέριος έκανε μεγάλο αγώνα, έγινε πρότυπο μοναχού. Εγκρατής, νηστευτής, ασκητικός, ανέβαινε σταδιακά την κλίμακα των αρετών και απολάμβανε άλλες χαρές τώρα. Δεχόταν την αγάπη και τη συμπάθεια των συμμοναστών του. Οι βιογράφοι του αναφέρουν: «Τις δύναται κατ’ αξίαν να διηγηθή τα εκείνου κατορθώματα; το πολύ δηλαδή της νηστείας, το καρτερικόν της αγρυπνίας, την άμετρον κατάνυξιν, τας ολονυκτίους στάσεις, την αδιάλειπτον προσευχήν… το ταπεινόν του φρονήματος, το πράον, το καρτερικόν… Ο Ελευθέριος εν ολίγω χρόνω κατόρθωσε πάσαν αρετήν».

Συχνά, φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου, ο οποίος συνεχώς αυξανόταν, ρωτούσε τους ασκητές αν είχε έρθει η ώρα για να ομολογήσει δημοσίως την αγάπη του στον Χριστό. Εκείνοι, με ωριμότητα και εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα, τον προέτρεπαν να συνεχίσει την προσπάθειά του στα πνευματικά. Τον συμβούλευαν για υπομονή και αύξηση της άσκησης.

Πράγματι, συνέχισε όπως τον συμβούλευσαν και δεν άργησε να δώσει σημείο ο Θεός. Μαζί τους βρέθηκε, όχι τυχαία, ένας προοδευμένος στην πνευματική ζωή κληρικός, ο Επίσκοπος Μυρέων Ιωάννης. Αυτόν παρακάλεσαν να ζητήσει από τον Θεό να του αποκαλύψει ποιο είναι το θέλημά Του για τον Ελευθέριο. Πράγματι, του αποκάλυψε ο Θεός ότι με τη θέλησή του ο Ελευθέριος πρέπει να παρουσιαστεί τώρα ενώπιον των Αγαρηνών και να υπομείνει το μαρτύριο. Αυτό το μήνυμα μετέφεραν στον Ελευθέριο.

Όμως χρειαζόταν για τη μάχη που θα έδινε να φορέσει «πανοπλία». Ύστερα από θαυμαστά σημεία και αμέτρητα δάκρυα, τα οποία πάντα έτρεχαν από τα μάτια του, κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός και λαμβάνει το όνομα Ευθύμιος. Τώρα έχει πλέον ετοιμαστεί για τη μεγάλη συνάντηση. Με την ευχή των πατέρων και αφού σε όραμα τον ευλόγησε η ίδια η Θεοτόκος, στις 19 Φεβρουαρίου 1814, συνοδευόμενος από τον συνασκητή του Γρηγόριο, φεύγει για την Κωνσταντινούπολη, για να τύχει «της ποθούμενης σφαγής». Τον αποχαιρετούν οι συναθλητές του με πόνο, αλλά και μεγάλη χαρά.

Στις 22 Μαρτίου, Κυριακή των Βαΐων, και αφού έλαβε ο Ευθύμιος τη θεία κοινωνία και τον έχρισαν με το ιερό ευχέλαιο και το λάδι από το κανδήλι της Πορταΐτισσας, κρατώντας στο ένα χέρι τον Σταυρό και στο άλλο τα βάγια, παρουσιάστηκε ενώπιον του Ρουσούτ Πασά. Εκεί, καταπάτησε το τούρκικο σαρίκι και αναθεμάτισε τον Μωάμεθ. Ο Πασάς τον πέρασε στην αρχή για μεθυσμένο ή παράφρονα και τον έστειλε στη φυλακή για να συνέλθει. Όμως δεν άργησε να καταλάβει ότι ο Ευθύμιος είναι σταθερός στην πίστη του Χριστού.

Ο Πασάς, όπως συνηθιζόταν, χρησιμοποίησε και υποσχέσεις για δόξες και τιμές για να αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος όμως έμεινε ακλόνητος, γνώριζε τι πάει να κάνει. Ήταν αποφασισμένος για το μαρτύριο. Ετσι, αφού προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, γονάτισε μπροστά στους δήμιους. Ο βιογράφος του αναφέρει ότι έγινε κάτι συγκλονιστικό. Αφού κάποιος εκ των δημίων τον χτύπησε και δεν κατάφερε να τον αποκεφαλίσει, ο Άγιος τού είπε: «Χτύπα καλά»! Έτσι, ενώπιον όλων, αποκεφάλισαν τον μάρτυρα, χωρίς να ακουστεί ούτε φωνή. Στεφάνωσε τότε ο Χριστός τον Ευθύμιο και τον τοποθετήθηκε έτσι στη χορεία των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας.

Ο Άγιος Ευθύμιος εορτάζει στις 22 Μαρτίου κάθε χρόνο, οπότε είναι η ημέρα της θυσίας του. Τεμάχιο λειψάνου του υπάρχει, εκτός από το Άγιον Όρος, στον ναό του στη Δημητσάνα, ο οποίος, όπως λέγεται, ανοικοδομήθηκε στα θεμέλια της πατρικής οικίας του.

Η ευλαβέστατη μητέρα του Μοναχή Αγάθη

Ένα σημαντικό στοιχείο για τη βιογραφία του είναι η μεγάλη αρετή της μητέρας του, της μετέπειτα μοναχής Αγάθης. Πρόκειται για μια ευλαβεστάτη γυναίκα, η οποία μετέδωσε στα παιδιά της την αγάπη στον Χριστό και στην Εκκλησία. Αφού έγινε μοναχή και έζησε βίο άγιο, κατά τον Δημητσανίτη, μακαριστό πλέον, γέροντα Ανανία Κουστένη, τα λείψανά της τοποθετήθηκαν στα θεμέλια του Μητροπολιτικού Ναού της Αγίας Κυριακής.

Φαίνεται ακατανόητο στις μέρες μας ότι η μητέρα αυτή «χάρηκε» με τη θυσία του νεαρού παιδιού της και πόνεσε όταν έμαθε ότι πρόδωσε την πίστη του. Οι μητέρες όμως που πραγματικά πιστεύουν στον Χριστό θέλουν να δουν πρωτίστως τα παιδιά τους πολίτες του παραδείσου, ο οποίος βιώνεται από την παρούσα ζωή. Στα συναξάρια των Αγίων μας συναντάμε τέτοιες παρουσίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους γίνονται και αυτές Αγίες της Εκκλησίας και κοσμούν το αγιολόγιο της πίστης μας.

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”