Ο Λαμπαδάριος της καθ’ ημάς Ανατολής που σέβονταν Ρωμιοί, Οθωμανοί, Αρμένιοι

Ο Πέτρος Πελοποννήσιος γεννήθηκε το 1730, πρόκειται για τον μέγιστο των μουσικοδασκάλων του 18ου αιώνα.
Ερμήνευσε στην δική του μέθοδο μαθήματα αρχαίων μουσικοδιδασκάλων και χαρακτηρίζεται ως η 4η πηγή της μουσικής, μελοποίησε ακόμα και κοσμικούς στίχους

Από το ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Έχει ιδιαίτερα τονιστεί από τους ενασχολούμενους με την εκκλησιαστική (αλλά και συνολικά την βυζαντινή) μουσική ότι το όνομα του Πέτρου Πελοποννησίου, ο οποίος υπήρξε κατά τον 18ο αιώνα Λαμπαδάριος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αποτελεί μια ιδιαίτερη εποχή στην ιστορία της μουσικής μας παράδοσης, της μουσικής της καθ’ ημάς Ανατολής.

Ο Πέτρος γεννήθηκε το έτος 1730 στην Πελοπόννησο. Γι’ αυτό και είναι γνωστός με την προσωνυμία του τόπου της καταγωγής του: Πέτρος Πελοποννήσιος. Από παιδικής ηλικίας πήγε στη Σμύρνη και μαθήτευσε κοντά σε έναν ιερομόναχο μουσικό. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί δάσκαλός του υπήρξε ο άλλος μεγάλος μαΐστωρ της εκκλησιαστικής μουσικής, ο Ιωάννης Τραπεζούντιος, που είχε το οφφίκιον του Άρχοντος Πρωτοψάλτου της Μεγάλης Εκκλησίας. Ο Πέτρος συνέψαλλε με τον δάσκαλό του ως δεύτερος δομέστικος. Μετά τον θάνατο του Ιωάννου Τραπεζούντιου, Πρωτοψάλτης ανέλαβε ο Δανιήλ, ενώ ο Πέτρος διορίστηκε Λαμπαδάριος της Μεγάλης Εκκλησίας. Το οφίκιο αυτό διατήρησε ως τον θάνατό του και σ’ αυτό οφείλει την δεύτερη προσωνυμία του: Πέτρος Λαμπαδάριος. Μαθητές του ήταν πλειάδα Ρωμηών, Οθωμανών, αλλά και Ευρωπαίων μουσικών, στους οποίους δίδασκε και την ρωμαίικη και την αραβοπερσική μουσική. Το 1776, όταν Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο από Ιεροσολύμων Σωφρόνιος, ιδρύθηκε η δεύτερη μετά την Άλωση Πατριαρχική Μουσική Σχολή. Ο Πέτρος κλήθηκε να διδάξει και εκεί, μαζί με τον Πρωτοψάλτη Δανιήλ και τον δομέστικο (εκείνη την περίοδο) Ιάκωβο τον Πελοποννήσιο.

Ως Λαμπαδάριος, επρόκειτο να ερμηνεύσει στην δική του μέθοδο τα μαθήματα πολλών αρχαίων κορυφαίων μουσικοδιδασκάλων: Τα κεκραγάρια του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, τα μεγάλα Εωθινά του Ιωάννου του Γλυκύ, τα μεγάλα Ανοιξαντάρια, κάποια αργά Πασαπνοάρια του Όρθρου, το «Άνωθεν οι Προφήται» και άλλα μαθήματα από το Οικηματάριο και το Μαθηματάριο, ενώ μελούργησε και όλη τη σειρά των εγκυκλίων μουσικών μαθημάτων (Σύντομον και Αργόν Στιχηράριον, το Ειρμολόγιον, Κρατηματάριον, Οικηματάριον, την Παπαδική, το Μαθηματάριον κατ’ αvαγραμμισμούς, και πολλά άλλα). Και πέραν όλων αυτών και πολλών ακόμα, ο Πέτρος Λαμπαδάριος επιπλέον μελούργησε και διάφορους «πολιτικούς στίχους» , κοσμικής δηλαδή ποίησης, σύμφωνα με τα μακάμια και τους ρυθμούς των Οθωμανών.

Το ταλέντο του Πέτρου αναγνωρίστηκε πολύ σύντομα από όλους τους μουσικούς της Κωνσταντινούπολης, όχι μόνον τους Ρωμιούς, αλλά και τους Οθωμανούς. Η προσφορά του στην ιερή τέχνη της ψαλτικής υπήρξε ανεκτίμητη: Οι μέχρι τότε μουσικοί χαρακτήρες που ήταν εν χρήσει, είχαν καταστεί δυσνόητοι. Ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός νέου γραφικού συστήματος για την παρασήμανση των μελών, πιο εύκολο να αφομοιωθεί από τους ψάλτες της εποχής εκείνης και τους μεταγενέστερους. Ο Πέτρος απλοποίησε ακόμη περισσότερο την παρασημαντική του Κουκουζέλη και του δικού του διδασκάλου Ιωάννη του Τραπεζούντιου και ερμήνευσε τις θέσεις των αρχαιοτέρων μελών.

Μεγάλο δάσκαλό τους όμως τον θεώρησαν και οι Αρμένιοι μουσικοί της εποχής του και εν γένει η συμβολή του στην αρμενική ιεροψαλτική υπήρξε καθοριστικής σημασίας: Ήταν εκείνος που δίδαξε στον Πρωτοψάλτη του αρμενικού πατριαρχικού ναού Τερετζούν Χαμπαρτζούν στο Κοντοσκάλιο τον τρόπο γραφής των μουσικών μελών , χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτόν τα σημεία της μαρτυρικής ποιότητας των τριών γενών της αρχαίας ρωμαίικης μεθόδου για την παραλλαγή των φθόγγων της μουσικής κλίμακας. Την μέθοδο αυτή την διατηρούν ακόμη οι Αρμένιοι ιεροψάλτες και την φυλάσσουν σαν πολύτιμο απόκτημα, όπως πληροφορούμεθα από την σχετική ιστοσελίδα του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.

Δεν ήταν όμως λιγότερος ο σεβασμός που έτρεφαν στον μεγάλο μουσικό διδάσκαλο και οι γνώστες της αραβοπερσικής μουσικής, οι Οθωμανοί. Με κοινή συμφωνία τους, δεν προχωρούσαν για να μουσουργήσουν κανένα νέο έργο τους, αν δεν το είχε προηγουμένως εγκρίνει ο Πέτρος Λαμπαδάριος. Ούτως ή άλλως τον θαύμαζαν και οι Οθωμανοί και οι Αρμένιοι και, φυσικά, οι Ρωμιοί ψάλτες, για την εξαιρετική του μουσική αντίληψη και την μοναδική του ικανότητα να μπορεί να αντιγράψει μιμούμενος πιστά κάθε καινούριο μέλος που θα άκουγε. Αυτός μάλιστα ήταν και ο λόγος που οι Οθωμανοί τον αποκαλούσαν Χιρσίζ Πέτρο (δηλαδή κλέφτη) και Χότζα (δάσκαλο): μουσικά έργα τα οποία εκείνοι κατόρθωναν μετά από πολύ μόχθο και προσπάθεια να μελίσουν, ο Πέτρος είχε τη μοναδική ικανότητα, αν έστω και για πρώτη φορά τα άκουγε, να τα αντιγράφει αμέσως και να τα μορφοποιεί επί το βέλτιον και να τα παραδίδει στους μελοποιούς σαν δικά του έργα.

Ιστορίες που φανερώνουν την εκτίμηση των σύγχρονων μουσικών στο πρόσωπό του, ο πρόωρος θάνατός από λοιμώδη νόσο και η κηδεία του συνοδεία δερβίσηδων με νέϊ

Η εκτίμηση και ο σεβασμός που έτρεφαν οι σύγχρονοι μουσικοί για τον Λαμπαδάριο Πέτρο, αποτυπώνεται και σε κάποιες ανέκδοτες ιστορικές διηγήσεις.

Το 1770, όταν πλησίαζε το Μπαϊράμι των μουσουλμάνων, έφτασαν από την Περσία την Κωνσταντινούπολη τρεις Οθωμανοί «χανεντέδες», είχαν μελουργήσει ένα εξαίρετο μουσικό κομμάτι, που σκόπευαν να το ψάλλουν ενώπιον του Σουλτάνου Χαμίτ του Ά την ημέρα της μεγάλης τους γιορτής.

Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Πέτρος έχαιρε της εκτίμησης και του Σουλτάνου Χαμίτ Α΄ και του Σελίμ Γ΄ που τον διαδέχθηκε.

Οι μουσικοί της αυλής του Σουλτάνου αισθάνθηκαν μειωμένοι από την παρουσία των ξένων μουσικών και ζήτησαν τη βοήθεια του Πέτρου. Εκείνος ανταποκρίθηκε και κατάφερε να αντιγράψει το μέλος, ακούγοντάς το μόνο μία φορά. Το αντέγραψε δε, με το ακόλουθο τέχνασμα:

Οι δερβίσηδες του Τεκκέ στο Πέραν προσκάλεσαν σε γεύμα τους μουσικούς που είχαν έρθει από την Περσία. Μέσα στην ευωχία του γεύματος, άρχισαν τις ψαλμωδίες και ανάμεσα στα άλλα οι προσκεκλημένοι έψαλλαν και το κομμάτι που θα έψελναν και την επομένη ενώπιον του Σουλτάνου.

Ο Πέτρος ήταν κρυμμένος σε κάποιο κατάλληλο σημείο και ακούγοντας το μέλισμα το αποτύπωσε στη μνήμη του και έγραψε σε ένα χαρτί τις νότες και τα μακάμια. Κατόπιν εισήλθε από την κυρία είσοδο στον Τεκκέ και κατευθύνθηκε στην αίθουσα του συμποσίου. Οι δερβίσηδες τον υποδέχθηκαν με τις δέουσες τιμές και οι προσκεκλημένοι έψαλαν και πάλι το κομμάτι προς τιμήν του. Εκείνος τότε τους είπε αυστηρά ότι επρόκειτο για δικό του μέλος που το υπέκλεψαν. Οι ξένοι μουσικοί διαμαρτυρήθηκαν, αλλά ο Πέτρος το έψαλε με την συνοδεία σαντουριού, με βάση το χειρόγραφο όπου είχε αντιγράψει τις νότες.

Οι ξένοι μουσικοί απομακρύνθηκαν ως υποκλοπείς ξένων έργων, ενώ η υπόληψη και το κύρος των μουσικών της αυλής διασώθηκαν ενώπιον του σουλτάνου. Οι δερβίσηδες εξέφρασαν έμπρακτα την ευγνωμοσύνη τους στον Ρωμηό μουσικοδιδάσκαλο, αναγράφοντας το όνομα Χιρσίζ Πέτρος στο ιερό δελτίο της παρουσίας ένδοξων Οθωμανών σεΐχηδων, καθώς και στην εσώτερη πύλη του Τεκκέ του Πέραν, ενώ ο Σουλτάνος, μαθαίνοντας τα γεγονότα, όρισε ότι ο μεγάλος αυτός δάσκαλος θα μπορούσε να εισέρχεται ελεύθερα στο Παλάτι, όποτε επιθυμούσε.

Κάποιο βράδυ, ο Σουλτάνος διανυκτέρευσε στον χώρο του Γενή τζαμιού. Το ίδιο βράδυ ο Πέτρος συνδειπνούσε στον χώρο του ίδιου τεμένους με τον μουεζίνη. Ψάλλοντας κατά την διάρκεια του δείπνου ένα μουσουλμανικό μέλος ο Πέτρος, εντυπωσίασε τον μουεζίνη και τους θαμώνες τόσο, ώστε τον παρακάλεσαν να το ψάλει και από τον μιναρέ το σούρουπο. Όμως ο σουλτάνος που ήταν δίπλα, άκουσε το εξαίσιο μέλος της παραλλαγής και ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο ψάλτης. Όταν έμαθε τι είχε συμβεί, θύμωσε και διέταξε την προσαγωγή του Πέτρου στο ανώτατο μουσουλμανικό ιεροδικείο για να δικαστεί. Ο Λαμπαδάριος προσποιήθηκε τον φρενοβλαβή και έτσι απέφυγε την ποινή. Οδηγήθηκε στο φρενοκομείο, όπου παρέμεινε για κάποιο διάστημα έως ότου υποτίθεται ότι ήλθε στα συγκαλά του και ανέλαβε πάλι τα καθήκοντά του τόσο στο Πατριαρχείο όσο και στο παλάτι.

Το 1777 ο Πέτρος αναχώρησε από τη ζωή αυτή, προσβεβλημένος από μια λοιμώδη νόσο που μάστιζε την Κωνσταντινούπολη. Η κηδεία του έγινε στον Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Οι δερβίσηδες, που τον εκτιμούσαν και τον θεωρούσαν και δικό τους μουσικοδιδάσκαλο, παρακάλεσαν τον Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ να τους επιτρέψει να ψάλλουν μια πένθιμη ωδή στον εκλιπόντα, με την συνοδεία του πλαγίαυλου (νέι), σε ένδειξη του σεβασμού και του πένθους τους. Ο Πατριάρχης τους απάντησε με σύνεση ότι συναισθάνεται την θλίψη τους, αλλά τους συνέστησε να μην το πράξουν αυτό εντός του ναού. Και αντιπρότεινε να συνοδεύσουν την νεκρική πομπή ως τον τάφο και εκεί να αποτίσουν τον φόρο τιμής που επιθυμούσαν. Αυτό και έγινε. Λίγο πριν σκεπάσουν οι Χριστιανοί με τα χώματα το φέρετρο, ένας δερβίσης κατέβηκε στον τάφο κρατώντας το νέι και είπε: «Μακαριστέ μας δάσκαλε, δέξου από τους ορφανούς μαθητές σου αυτό το τελευταίο δώρο, για να συμψάλλεις μ΄ αυτό τα άσματα στον Παράδεισο». Κατόπιν οι Χριστιανοί έθαψαν τον μεγάλο Λαμπαδάριο.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΙΕΡΟΨΑΛΤΕΣ

Αναμφισβήτητα ο Πέτρος Λαμπαδάριος είναι ο κορυφαίος δάσκαλος του 18ου αιώνα και οι μουσικολόγοι τον χαρακτηρίζουν ως την τέταρτη πηγή της μουσικής, ενώ συγχρόνως υπήρξε και κλασσικός συγγραφέας της βυζαντινής μουσικής θεωρίας. Όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζεται σε κείμενο της ιστοσελίδας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα έργα του και το εκκλησιαστικό του μέλος και ύφος, το απλό, σεμνό και απέριττο, θα μένουν εσαεί πολύτιμος οδηγός για τους ιεροψάλτες , ως ένα κλασσικό βιβλίο της ιερής μουσικής.

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”