Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων, ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους και φλογερός πατριώτης, γεννήθηκε στην Τσαρίτσανη της Ελασσόνας το 1780 και απεβίωσε στις 8/3/1857
Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ
Η ιστορική περίοδος που ακολούθησε μετά την αναγνώριση της Ελληνικής ανεξαρτησίας (και κυρίως μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια) ως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, υπήρξε μία περίοδος ιδιαίτερα χαλεπή για το νεοσύστατο κράτος, τόσο από πολιτικής όσο και από εκκλησιαστικής πλευράς.
Από εκκλησιαστικής πλευράς, οι διανοούμενοι θεολόγοι, πολλοί εκ των οποίων είχαν φοιτήσει σε καθολικά ή προτεσταντικά Πανεπιστήμια της Δύσης και ήταν θιασώτες των ιδεών της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού, προσπάθησαν να μεταφέρουν το πνεύμα των χώρων των σπουδών τους στην ελλαδική κοινωνία, με αποτέλεσμα να δεχθεί καίριο πλήγμα στη συνείδηση του λαού η παραδοσιακή Ορθόδοξη ευλάβεια.
Με διατάγματα της Αντιβασιλείας, συνεπικουρούμενα από τους νεωτεριστές θεολόγους και κληρικούς, οδήγησαν σε κλείσιμο των περισσοτέρων μοναστηριών του ελεύθερου κράτους και διαρπαγής των περιουσιών τους.
Το χειρότερο όμως ήταν η αντικανονική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Eλλαδικής Εκκλησίας, που σχεδιάστηκε από τον Βαυαρό αντιβασιλέα Μάουρερ, συνεπικουρούμενον από τον κληρικό Θεόκλητο Φαρμακίδη, και υλοποιήθηκε, όπως επισημαίνει ο αείμνηστος π. Γεώργιος Μεταλληνός, «χωρίς την τήρηση των κανονικών προϋποθέσεων, με τις αναπόφευκτες γνωστές συνέπειες, δηλαδή τη σχισματική απομόνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια (1833-1850)». Και συνεχίζει ο π. Γεώργιος την ανάλυσή του, υπογραμμίζοντας ότι οι Βαυαροί και οι Eλληνες συνεργάτες τους ήθελαν να καταργήσουν ακριβώς το κύρος και την πολιτιστική ακτινοβολία της Εκκλησίας, τα οποία είχε αποκτήσει κατά την μακρά περίοδο της δουλείας, αναφέροντας και την παρατήρηση ενός ανώνυμου αρθρογράφου στην Εφημερίδα «Αιών» της 23. 7. 1850, ότι: «ενώ επί Τουρκοκρατίας η Εκκλησία ημών τοσαύτην απήλαυσεν ανεξαρτησίαν και δικαιώματα, επί Βαυαροκρατίας κατέστη δούλη και αιχμάλωτος των ξένων… Τις δεν φρίσσει βλέπων Έλληνας αρνούμενους εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, όσα αυτοί οι κατακτηταί Τούρκοι ανεγνώρισαν εις αυτήν δικαιώματα νομίμου κυριαρχίας;».
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός επισημαίνει ακόμη ότι: «το αυτοκέφαλο επέφερε συγχρόνως διάσπαση της πνευματικής και εθνικής ενότητας του Ελληνισμού, ελευθέρου και υποδούλου. Η βίαιη και αντικανονική απόσπαση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο εσήμαινε σχίσιμο ελευθέρου και υποδούλου Ελληνισμού, γιατί παραμεριζόταν ο ιστορικός, πνευματικός και εθνικός, σύνδεσμος και συντελεστής της ενότητάς τους, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως».
«Ετσι», συνεχίζει ο π. Γεώργιος, «το νέο Ελληνικό Κράτος άρχισε την πορεία του με μια αποδυναμωμένη Εκκλησία, η οποία με τον θεσμό μάλιστα της πενταμελούς Διαρκούς Συνόδου, εκλεγόμενης «αριστίνδην», δεν μπορούσε να του προσφέρει καμιά ουσιαστική βοήθεια στη χάραξη των προσανατολισμών του. Η αντίδραση της Εκκλησίας για τα τεκταινόμενα σε βάρος της εκφραζόταν από μια μερίδα, που συσπειρώθηκε γύρω από τον Κ. Οικονόμο».
Η κορυφαία αυτή φυσιογνωμία του 19ου αιώνα, ήταν Θεσσαλός, γεννημένος στην Τσαρίτσανη της Ελασσόνας στις 27 Αυγούστου του 1780. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του ιερέα Κυριάκου και της Ανθής Οικονόμου και από τον λόγιο κληρικό πατέρα του έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Φιλομαθής και ευφυής, μαθαίνει από νεαρή ηλικία την ελληνική και λατινική φιλολογία. Σε ηλικία 12 ετών προχειρίζεται σε Αναγνώστη. Σπούδασε στη Σχολή των Αμπελακίων του Πηλίου, διακρινόμενος για την επιμέλεια και το ήθος του.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του νυμφεύθηκε και χειροτονήθηκε Διάκονος και λίγα χρόνια αργότερα Πρεσβύτερος. Άξιος Λειτουργός και δεινός ρήτορας, ενδιαφέρεται συγχρόνως και για την Παιδεία του Γένους και ιδρύει σχολές και βιβλιοθήκες, ενώ βοηθά απλόχερα τους ασθενέστερους οικονομικά συμπατριώτες του.
ΦΥΛΑΚΙΣΤΗΚΕ
Φλογερός πατριώτης, θεωρήθηκε ύποπτος για συμμετοχή στο κίνημα του παπα-Θύμιου Βλαχάβα και φυλακίστηκε στα Γιάννενα το 1806. Εν τέλει κατόρθωσε να διαφύγει και να καταφύγει αρχικά στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη, όπου διετέλεσε Έξαρχος και επίτροπος του Μητροπολίτη Γερασίμου.
Ο λαός της Θεσσαλονίκης αγάπησε ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο Οικονόμο. Παρέμεινε εκεί ως το 1809, οπότε μετέβη στη Σμύρνη, προσκεκλημένος από τον Κωνσταντίνο Κούμα για να διδάξει στο νεοσύστατο «Φιλολογικό Γυμνάσιο» της πρωτεύουσας της Ιωνίας. Το 1813, μετά την αποχώρηση του Κούμα από την Σχολή, θα αναλάβει εκείνος την σχολαρχία και θα διακριθεί για τις παιδαγωγικές του μεθόδους, εφαρμόζοντας την εξατομικευμένη παιδαγωγική. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των λόγων του, που δείχνει πώς αντιλαμβάνεται την Παιδεία και τον ρόλο της: «…Ουδεμίαν, ώ φίλοι, ωφέλειαν δεν είναι καλή να προξενήσει εις τον άνθρωπον η παιδεία χωρίς την φρόνησιν και των ηθών την χρηστότητα. Όσον τις είναι πολυμαθέστερος, τόσον κινδυνεύει να καταποντισθεί εις το πέλαγος της πολυμάθείας του, στερημένης του πηδαλίου της αρετής. Ο μόνος καρπός της παιδείας είναι η των ηθών ημερότης και αληθής φιλανθρωπία, χωρίς την οποίαν όστις καυχάται ότι είναι λόγιος και πεπαιδευμένος ψεύδεται, και δια τούτο μάλιστα γίνεται αξιοκατακριτώτερος».
Το 1819 προσκαλείται στην Κωνσταντινούπολη από τον Ιερομάρτυρα Πατριάρχη Άγιο Γρηγόριο τον Ε΄. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, εκτιμώντας ιδιαίτερα τις αρετές και ικανότητες του 39χρονου τότε κληρικού, θα τον διορίσει Μέγα Οικονόμο των Πατριαρχείων και Καθολικό Ιεροκήρυκα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ενώ παράλληλα θα διδάξει επί διετία και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
ΣΤΗΝ ΟΔΗΣΣΟ
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης και των γεγονότων του Απριλίου του 1821, μπαίνει στο στόχαστρο των Οθωμανικών αρχών και καταφεύγει στην Οδησσό. Εκεί, μαζί με όλους τους Έλληνες της Οδησσού, θα υποδεχθεί το λείψανο του Πατριάρχη και θα εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο, συγκλονίζοντας τα πλήθη των Ορθοδόξων και του επαναστατημένου Γένους: «… Όχι, Σεβασμιώτατε Πατριάρχα, δεν απέβαλες, αλλ’ εμεγάλυνας, αλλ’ επλάτυνας, αλλά διαιώνισας μάλιστα την δόξαν σου. Αν και δεν στολίζεις πλέον τον θρόνον τον Οικουμενικόν, αλλά παρίστασαι μετά παρρησίας εις τον Θρόνον της Μεγαλωσύνης του Υψίστου. Αν και δεν άρχεις πνευματικώς την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, αλλά διαπρέπεις μακαριστώς εις την Ουράνιον Εκκλησίαν των Πρωτοτόκων…».
Ο συνεχής αγώνας του ενάντια στα αντιπνευματικά ξενόφερτα ρεύματα
Το 1822 θα συναντηθεί στην Πετρούπολη με τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ και θα ανακηρυχθεί εταίρος της εκεί Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Το 1832, ενώ εν τω μεταξύ έχει χάσει την σύζυγό του και τον αδελφό του Στέφανο, αποφασίζει να επιστρέψει στην ελεύθερη Πατρίδα, όπου έφτασε τελικά το 1834, όταν ήδη έχει τεθεί σε ισχύ το Βασιλικό Διάταγμα, που ανακήρυσσε πραξικοπηματικά την αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, γνήσιος εκφραστής της Ρωμαίικης Ορθόδοξης Παράδοσης, θα πολεμήσει με σφοδρότητα τα αντιπνευματικά ξενόφερτα ρεύματα της εποχής, αποκαλύπτοντας τον ύπουλο ρόλο των ξένων μισσιοναρίων και των εγχώριων οπαδών του Διαφωτισμού. Θα διασταυρώσουν τα ξίφη με τον νεωτεριστή Θεόκλητο Φραμακίδη, ο οποίος επεδίωκε, όπως λέει ο Κωστής Μπαστιάς, την υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία και την πλήρη απομάκρυνσή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έβλεπε με ενάργεια ότι ο κίνδυνος προερχόταν εξ Εσπερίας, από την πλήρη αλλοίωση του Ορθοδόξου φρονήματος από τα δυτικά ρεύματα, ενώ κατακεραύνωνε τους οπαδούς του αυτοκεφάλου, γράφοντας ότι έσπευσαν «αποσπάσαι τους Έλληνας από της μητρός αυτών Εκκλησίας, εβάδισαν δρόμον αντεθνικόν και (κατά την Ορθοδοξίαν των Ελλήνων) αντίθρησκον».
Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ
Διαβλέποντας την διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος από του εκφραστές των δυτικών ρευμάτων, θα συνεχίσει τον αγώνα του ως το τέλος του επίγειου βίου του. Ο Θεός τον αξίωσε να δει την έστω και μερική δικαίωση των αγώνων του με την αποκατάσταση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την έκδοση του Συνοδικού Τόμου του 1850. Στις 8 Μαρτίου του 1857, ο μεγάλος Θεολόγος και δάσκαλος του Γένους, ο φλογερός πατριώτης, ο υπέρμαχος της Παράδοσης και των δεσμών της εν Ελλάδι Εκκλησίας με την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, θα αναχωρήσει εκ των προσκαίρων στα αιώνια, έχοντας αφήσει ένα πλουσιότατο θεολογικό συγγραφικό έργο.
Η εκδημία του προκάλεσε βαθιά θλίψη σε φίλους και αντιπάλους του. Η εξόδιος Ακολουθία τελέστηκε στον ναό της Αγίας Ειρήνης της οδού Αιόλου, ενώ το σώμα του ενταφιάστηκε στον περίβολο της Ι. Μ. Ασωμάτων Πετράκη.
«Αντελήφθη περισσότερο από κάθε άλλον τη σημασία του αυτοκέφαλου και διέγνωσε τη διπλωματική προοπτική του»
Ο καταλληλότερος εκκλησιαστικός άνδρας για να αποτιμήσει τη σημασία του αγώνα του Κωνσταντίνου Οικονόμου υπέρ της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, καθώς και τις συνέπειες του πραξικοπηματικού εκείνου αυτοκεφάλου («κακοκεφάλου», όπως ο ίδιος το χαρακτήριζε) είναι αναμφισβήτητα ο άλλος, ο σύγχρονος μεγάλος Δάσκαλος του Γένους, ο αείμνηστος και αλησμόνητος π. Γεώργιος Μεταλληνός.
Θα κλείσουμε λοιπόν με τα δικά του λόγια το πενιχρό αυτό και ευλαβικό μας αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων: «Ο Κ. Οικονόμος, που αντελήφθη περισσότερο από κάθε άλλον τη σημασία του αυτοκέφαλου και διέγνωσε τη διπλωματική προοπτική του, θα κατηγορήσει τους δημιουργούς του, ότι στόχο είχαν «διαρρήξαι το των Ελλήνων Ορθόδοξον έθνος». Ορθότατα δε κατενόησε τη σημασία του χαρακτηρισμού ως Ελλήνων μόνο των ευρισκομένων μέσα στο μικρό Ελληνικό Κράτος, των δε έξω από τα όριά του ως Γραικών, και θα παρατηρήσει ειρωνικά: «… Άλλοι δε δήπου εκτός των ορίων Έλληνες ουδένες υπάρχουσιν…», συμπεραίνοντας: «Οι […] σπουδάσαντες αποσπάσαι τους Έλληνας από της μητρός αυτών Εκκλησίας εβάδισαν δρόμον αντεθνικόν και (κατά την ορθοδοξίαν των Ελλήνων) αντίθρησκον». Η διάσπαση της ενότητας του Ελληνισμού δημιουργούσε ένα ισχυρότατο εμπόδιο στην πραγματοποίηση του χρυσού ονείρου του Γένους, της Μεγάλης Ιδέας, που συνέπιπτε τότε με τον πόθο για την ανάσταση όλης της Ρωμιοσύνης. Γιατί η κοσμογονική σημασία της πραξικοπηματικής και αντικανονικής ανακηρύξεως του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας φάνηκε από τις συνέπειες της, που προεκτείνονται μέχρι την εποχή μας, παρ’ όλες τις μετέπειτα βελτιώσεις, αφού η δυτικότροπη ορθολογική δομή του Νεοελληνικού Κράτους, όχι μόνο δεν άλλαξε έκτοτε, αλλά και περισσότερο ενισχύθηκε».