Ο Αγιορείτης που έζησε όλη την Ιστορία του νεώτερου Ελληνισμού

Μία από τις κορυφαίες μορφές του Αθωνικού μοναχισμού κατά τον 20ο αι., ο μακαριστός ηγούμενος της Ι. Μονής Διονυσίου, Γέροντας Γαβριήλ, βίωσε από τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Μικρασιατική καταστροφή, έως το Έπος του ‘40, τον Εμφύλιο και την Κυπριακή τραγωδία

Ένας Ιερομόναχος που κατέχει εντελώς ξεχωριστή θέση στην Ιστορία της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους, είναι αναμφισβήτητα ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, Γέρων Γαβριήλ. Όπως ορθά έχει τονιστεί, με το αδιαμφισβήτητο κύρος του, τη σύνεση και τη διάκριση που τον χαρακτήριζαν και με την ακτινοβόλα πνευματικότητά του, αναδείχθηκε σε μία από τις κορυφαίες μορφές του Αθωνικού Μοναχισμού καθόλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Εκοιμήθη πλήρης ημερών, ζώντας όλες τις περιπέτειες, τη δόξα και την τραγωδία του νεώτερου Ελληνισμού, από τους Βαλκανικούς πολέμους και την Μικρασιατική καταστροφή, ως το Έπος του ‘40, την τραγωδία του Εμφυλίου και το μεγαλείο του Κυπριακού αγώνα.

Γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Μεσενικόλα της Καρδίτσας. Το όνομά του ως λαϊκού, ήταν Γεώργιος Καζάζης και ήταν γόνος ευσεβών γονέων (Θεοδόσιος και Κωνσταντίνα ήταν τα ονόματά τους), οι οποίοι την ευσέβεια αυτή μετέδωσαν και στα παιδιά τους.

Πέραν της μεγάλης του ευλάβειας ο νεαρός Γεώργιος ήταν και φλογερός πατριώτης. Όπως αναφέρει ο π. Ιωσήφ Διονυσιάτης, σε ηλικία 17 ετών μετέβη κρυφά στη Μακεδονία, για να ενταχθεί στις ανταρτικές ομάδες του Παύλου Μελά. Μετά από διάφορες περιπέτειες, το 1910 έρχεται στην Ι. Μoνή Διονυσίου του Αγίου Όρους για να ακολουθήσει την ισάγγελη πολιτεία.

ΜΟΝΑΧΟΣ

Την εποχή εκείνη ο Αθωνικός Μοναχισμός βρισκόταν μάλλον σε παρακμή και η Μονή Διονυσίου εθεωρείτο η πνευματικότερη. Αφού πέρασε το στάδιο της δοκιμασίας, ο τότε Ηγούμενος Δοσίθεος τον χειροθέτησε σε Μεγαλόσχημο, δίνοντάς του το όνομα Γαβριήλ.

Σύντομα η σύνεση και η πνευματική ωριμότητά του, η ευφυΐα και η διάκρισή του, η φιλαδελφία και η θεοσέβειά του, αλλά και η απέραντη μνήμη του, έγιναν αντιληπτές τόσο από τους συμμοναστές του, όσο και από τον Ηγούμενο, ο οποίος του ανέθεσε ανώτερες διακονίες, που συχνά τον ανάγκαζαν να μεταβαίνει εκτός του Άθωνα, για υποθέσεις της Μονής αλλά και του Αγίου Όρους γενικότερα.

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, κρίθηκε ως ο καταλληλότερος για να αναλάβει το δύσκολο έργο της επανακατοχύρωσης, με ελληνικούς τίτλους πλέον, των δικαιωμάτων των εκτός Αγίου Όρους Μετοχίων. Ορίστηκε μάλιστα οικονόμος στο μετόχι της Διονυσίου, στο Ορφάνι του Παγγαίου.

Κατά τη διάρκεια της εκεί διακονίας του ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Συνελήφθη τότε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους συμμοναστές του και όπως αναφέρει ο βιογράφος και πνευματικός υιός του π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, εκτοπίστηκαν στον Δούναβη, όπου έμειναν έγκλειστοι υπό δραματικές συνθήκες διαβίωσης.

Με το τέλος του πολέμου, οι Έλληνες μοναχοί απελευθερώθηκαν και ο Γέροντας επέστρεψε στο Άγιον Όρος και κατόπιν μετέβη ξανά στο Ορφάνι, για να συνεχίσει την διακονία του εν μέσω των ερειπίων που άφησαν οι Βούλγαροι κατακτητές.

Το 1922 ανακλήθηκε στη Μονή. Το 1934 ο Ηγούμενος Δοσίθεος αναπαύθηκε εν Κυρίω και τότε, η πλειοψηφία των 75 Διονυσιατών μοναχών, αλλά και πολλοί μοναχοί εκτός της μονής, εξέχοντες λαϊκοί και ο ίδιος ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας, πίεσαν τον Μοναχό Γαβριήλ να αναλάβει την ηγουμενία. Και, όπως αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων, έκαναν τη σωστότερη επιλογή, πριν από τα ταραγμένα χρόνια που θα ακολουθούσαν.

Στις 21 Ιουνίου 1936 χειροτονήθηκε εις διάκονον και την επομένη εις πρεσβύτερον, χειροθετηθείς και σε Αρχιμανδρίτη και Πνευματικό.

Την εποχή εκείνη, όπως αναφέρει ο π. Θεόκλητος και επιβεβαιώνει και ο Μοναχός Ιωσήφ Διονυσιάτης, πολλές Μονές του Αγίου Όρους σπαράσσονταν από διενέξεις τοπικιστικού χαρακτήρα. Η Μονή Διονυσίου δεν αποτελούσε εξαίρεση.

ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ!

Αλλά, παρατηρεί ο βιογράφος του Γέρων Θεόκλητος, «ο δόκιμος εν παντὶ δόκιμος εστί. Και ο Γέροντας ήταν δοκιμασμένος καπετάνιος μέσα στη θάλασσα των περιπετειών και σε τόσες θλίψεις ομηρείας και εθνικών αγώνων, συνεχώς προκινδυνεύοντας υπέρ της Πατρίδος και υπέρ των συμφερόντων του Αγίου Όρους». Έτσι, ο νέος ικανός πηδαλιούχος της νοητής κιβωτού, κατόρθωσε να φέρει την γαλήνη και την ομόνοια, επιβαλλόμενος με την πραότητα και το παράδειγμά του. Και έτσι, όπως λέει ο Μοναχός Ιωσήφ: «προβάλλεται, ως φώς επὶ την λυχνίαν, απλώνοντας τις ακτίνες πέραν μιας 40ετίας, η φωτεινή μορφή, του χαρισματούχου ηγουμένου Γαβριήλ».

Η επιστολή στον Χίτλερ, η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, η διαφύλαξη του Αθωνα και η αγάπη του για τον λαό

«Ο Γέροντας και άλλοι Αγιορείτες παρασημοφορήθηκαν από την Βρετανική κυβέρνηση για τις υπηρεσίες τους. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψαν τα παράσημά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον απαγχονισμό των Κυπρίων αγωνιστών της ΕΟΚΑ»

Στα χρόνια που ακολουθούν θα εργαστεί σκληρά για τη Μονή Διονυσίου και για την Αθωνική πολιτεία, αναδειχθείς σε ποιμένα παναγιορείτικης εμβέλειας. Κατά την γερμανική κατοχή, με δική του πρόταση η Ιερά Επιστασία προέβη σε μια ιδιοφυή διπλωματική κίνηση: έστειλε επιστολή στον Χίτλερ ζητώντας του να αναλάβει προσωπικά την προστασία του Αγίου Ορους, κάτι που ο αιμοσταγής τύραννος αποδέχθηκε, θεωρώντας την πρόταση ιδιαίτερα τιμητική. Έτσι σώθηκαν οι θησαυροί του Άθωνα από τις λεηλασίες των Γερμανών και των Βουλγάρων.

Ο Γέροντας και οι Αγιορείτες συμμετείχαν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και το Άγιον Όρος υπήρξε καταφύγιο για τους πατριώτες και τα συμμαχικά στρατεύματα που φυγαδεύονταν για τη Μέση Ανατολή. Για τις υπηρεσίες τους αυτές, ο Γέροντας Γαβριήλ και άλλοι Αγιορείτες παρασημοφορήθηκαν από την Βρετανική κυβέρνηση.

Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψαν τα παράσημά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον απαγχονισμό των Κυπρίων αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Άλλωστε, ο πατριωτισμός του ήταν παροιμιώδης, αφού όταν μιλούσε στους μοναχούς του για τις εθνικοθρησκευτικές παραδόσεις, τα δάκρυά του έτρεχαν κρουνηδόν.

ΓΛΙΤΩΣΕ ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ

Αλλά και από τους αντάρτες κατόρθωσε να διαφυλάξει το Όρος με τους διπλωματικούς του ελιγμούς, γλυτώνοντας τα μοναστήρια από τις εκτεταμένες λεηλασίες και τους μοναχούς από την ομαδική σφαγή.

Συγχρόνως, θα γίνει και η φωνή της παρηγοριάς για τον πονεμένο ελληνικό λαό του Θεού, που τον αγάπησε όσο λίγοι: Πλήθος λαϊκών περνούσαν από την Διονυσίου καθημερινά, για να μεταλάβουν, όπως λέει ο π. Ιωσήφ, όχι μόνο πνευματικής, αλλά και υλικής τροφής.

«Τολμώ να πω», υπογραμμίζει μάλιστα εμφαντικά ο π. Ιωσήφ, «σε τόσο βαθμό, ώστε πρόσεχε πιο πολύ τους πονεμένους λαϊκούς, από τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του, δηλ. τους μοναχούς. Ένα δείγμα, αυτής της προθέσεώς του, είναι και το γεγονός ότι, ενώ όλο το Μοναστήρι είχε ανάγκη ανακαινισμού, και το ταμείο δεν επαρκούσε, προτίμησε ν’ ανακαινίσει μόνο το αρχονταρίκι, ώστε να επαρκεί για το πλήθος των προσκυνητών, που κατέκλυζαν καθημερινά τη Μονή».

Και ο λαός ανταπέδιδε την αγάπη του στον Γέροντα, όπως φαίνεται από το παρακάτω περιστατικό που παραθέτει και πάλι ο π. Ιωσήφ: «Επιστρέφοντας, από την Θεσσαλονίκη, κατά το 1945, μέσω του Χολομώντα, σταμάτησαν οι αντάρτες το λεωφορείο. Εβγαλαν έξω μερικούς, μαζί με τον ίδιο, και ύστερα, από μια πρόχειρη ανάκριση τους εκτελούσαν ένα-ένα. Ήλθε και η σειρά του ηγουμένου. Ενας «εισαγγελέας», του αποδίδει την κατηγορία ότι ήταν τύραννος του λαού. Και ο γενναίος Γέροντας, με ψυχραιμία, απαντά: -Ο λαός εδώ είναι, για ρωτήστε!» Στρέφεται λοιπόν, προς τους παρόντες, έφερε και άλλους από διάφορες γειτονικές περιοχές, και, τους ρωτά: -Ξέρετε αυτόν τον καλόγηρο; -Ναι, τον ξέρουμε. -Ηταν καταπιεστής στα μετόχια; -Οχι, ήταν πολύ καλός και ελεήμων· φάγαμε ψωμί από κοντά του.

Σημειωτέον ότι, στη Χαλκιδική, η Ιερά Μονή Διονυσίου, είχε μεγάλα μετόχια και ο Γέροντας, έθρεψε όλους τους φτωχούς της περιοχής. Το θαύμα έγινε. Στρέφεται, απογοητευμένος και αγριεμένος προς τον Γέροντα, και του λέει: -Τι να σου κάνω; Εχεις μεγάλο Άγιο προστάτη, ειδ΄ άλλως, δεν γλύτωνες».

ΥΨΗΛΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΑΛΕΝΤΟ

«Ἑπόμενος τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσιν», βαθύτατα νηπτικός, ο Γέροντας Γαβριήλ, και διαθέτοντας υψηλό συγγραφικό ταλέντο, συνέγραψε αρκετά βιβλία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε κάποια εξ αυτών: «Ο νέος Ευεργετινός», «Ο Μοναχισμός κατά τους Πατέρες», «Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους», «Ο πνευματικός-εξομολόγος», «Σύγχρονα Μαρτυρολόγια», «Αναμνήσεις και νοσταλγίαι», για το οποίο μάλιστα βραβεύθηκε με το πρώτο βραβείο από το Υπουργείο Προεδρίας.

Έδωσε επίσης πλήθος συνεντεύξεων σε εφημερίδες και περιοδικά. Σε μια εποχή που η Παράδοση είχε περάσει στο περιθώριο, ακόμα και μεταξύ εκκλησιαστικών κύκλων, που προέτασσαν το «κοινωνικό έργο» έναντι της Νήψεως, ακολουθώντας προτεσταντικά πρότυπα, ο Γέροντας μετέδιδε την τροφή της Ιεράς Παραδόσεως, συνδυάζοντάς την με την προσωπική του εμπειρία, στηρίζοντας και νουθετώντας τον λαό.

ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΠΑΤΡΙΩΤΗ

Στις 24 Οκτωβρίου του 1983, πλήρης ημερών, ο μεγάλος Ηγούμενος, ο μεγάλος Αγιορείτης, ο μεγάλος Ελληνας πατριώτης , ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης, πέταξε για την ουράνια κατοικία, πλήρης ημερών.

Όπως γράφει ο π. Θεόκλητος στον πρόλογο του βιβλίου για τον Γέροντά του, «γέμισε με το όνομά του το Άγιον Όρος επί 75 χρόνια και η απώλειά του άφησε αισθητόν κενόν. Αλλ’ άφησε και έντονη τη μνήμη της διαβάσεώς του και ανεξάλειπτα τα ίχνη της ηρωικής πορείας του προς τον ποθούμενον Χριστόν, διακονώντας τους αδελφούς του, τους ελαχίστους».

Στον επικήδειό του, ο μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, ανέφερε χαρακτηριστικά γι’ αυτόν: «Ενεσάρκωνε την εθναρχική παράδοση των ορθοδόξων κληρικών. Ήταν απαράμιλλος πατριώτης, ενώ συγχρόνως αγαπούσε κάθε ξένο άνθρωπο και τον υπεδέχετο και ανέπαυε με πολλή αγάπη στο Μοναστήρι του. Κάθε άνθρωπο ημπορούσε να δεχθή και να αναπαύση. Κάτω από τον πλατύ ίσκιό του κάθε ψυχή ημπορούσε να χωρέση και να εύρη καταφύγιο. Την αγάπη του μακαριστού Γέροντος εγνωρίσαμε και εμείς, αφ’ ότου, χάριτι Θεού, ήλθαμε στο Αγιώνυμον Όρος. Με την αγάπη αυτή μάς εστήριξε και επτέρωσε. Με το αγιορειτικό ήθος του, την ιεροπρέπεια, την ασκητικότατα, την εκκλησιαστικότητα, την διαλλακτικότητα, την αγωνιστικότητα μάς ενέπνευσε και εδίδαξε. Η φωνή του ήταν η φωνή των αιώνων, του Αγίου Όρους, της Ορθοδοξίας, της πονεμένης Ρωμιοσύνης…».

Γιάννης Ζάννης

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”