Ο Αγιορείτης μαθητής του Αγ. Νεκταρίου που είδε την Παναγία!

Ο Κεφαλλονίτης Ιερομόναχος Ιωακείμ Σπετσιέρης γεννήθηκε το 1858. Το 1877 μετέβη στη Νέα Σκήτη του Αγ. Ορους. Κατά την παραμονή του στην Ιερά Καλύβη, βίωσε πολλές φορές την παρουσία και τη βοήθεια της Θεοτόκου. Εκοιμήθη στις 29/9/1943

Ανάμεσα στις μορφές που διέλαμψαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στο Aγιον Oρος ξεχωρίζει και εκείνη του εκ Κεφαλληνίας Ιερομονάχου Ιωακείμ Σπετσιέρη. Γεννημένος το 1858, ήταν γιος του Γεράσιμου Σπετσιέρη και της Διαμαντούλας Φαραντάτου, ενάρετων ανθρώπων που ξεχώριζαν για την ευσέβεια και την πίστη τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο Ιερέας παππούς του Ιωάννης (του οποίου το όνομα έλαβε ως λαϊκός και ο π. Ιωακείμ) όσο και ο πατέρας του, προείδαν το τέλος τους.

Μάλιστα στο βιβλίο της Συνοδείας Σπυρίδωνος Ξένου αρχιμ. Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Σπετσιέρης, Νεοσκητιώτης, Ανέκδοτα από τη ζωή του, της Ιεράς Καλύβης των Αγίων Αναργύρων στη Νέα Σκήτη, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ο μεν παππούς του, ο παπα-Γιάννης, είχε προείπει ότι ο νεογέννητος εγγονός του θα πάρει το όνομά του και ότι θα γίνει ιερεύς.

Ο δε πατέρας του, αγρότης στο επάγγελμα, την ώρα της εργασίας του έψαλε διάφορα τροπάρια. Ιδιαίτερα του άρεσαν τα ιερά άσματα του Τίμιου Σταυρού. Είχε προείδει τρεις μέρες νωρίτερα το τέλος του και χωρίς να είναι άρρωστος, ζήτησε Πνευματικό να τον εξομολογήσει και κατόπιν του είπε: «Την τάδε ημέρα νά ‘ρθεις να με κοινωνήσεις, διότι θα πεθάνω».

Μάλιστα την ημέρα της κοίμησής του, ο γιος του έλειπε από το σπίτι και οι δικοί του είπαν να τον ειδοποιήσουν να έρθει. Όμως ο πατέρας του απάντησε: «Μην κάνετε τίποτα, δεν προφταίνει να έλθει…».

Από μια τέτοια ρίζα προήλθε ο Ιωακείμ Σπετσιέρης. Από παιδί είχε δείξει την ευλάβεια και την μοναχική του κλίση, αφού άλλωστε τον αποκαλούσαν «παπά». Όπως ο ίδιος ομολογεί στα Απομνημονεύματά του, «εκ της μικράς ηλικίας μου εις έρως κατέτρωγε την καρδίαν μου, να γίνω μοναχός».

Οπως πληροφορούμεθα από το βιβλίο Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, του μακαριστού π. Μωυσέως του Αγιορείτου (άλλου εξέχοντος λογίου Αγιορείτου), ο νεαρός Ιωάννης Σπετσιέρης το 1877 μετέβη στη Νέα Σκήτη και υποτάχθηκε στους συμπατριώτες του Γέροντες Μοναχό Χριστοφόρο και Ιερομόναχο Συνέσιο, αυστηρούς και ενάρετους μοναχούς, στην Καλύβη της Συνάξεως των Αγίων Αναργύρων. Το επόμενο έτος ο νεαρός δόκιμος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Ιωακείμ.

Στα Ιεροσόλυμα

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιερά Καλύβη, πολλές φορές βίωσε εμφανώς την παρουσία και την βοήθεια της Εφόρου του Αγίου Όρους Κυρίας Θεοτόκου, καθώς και των οικοδεσποτών της Καλύβης, των Αγίων Αναργύρων. Παιδιόθεν άλλωστε είχε βιώσει τη βοήθεια της Παναγίας, αφού πολλές φορές ασθένησε βαριά και κινδύνευσε η ζωή του, αλλά η σωστική Της Χάρη αποκαθιστούσε την υγεία του. Το 1885 αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε διάκονος και Πρεσβύτερος στον Πανάγιο Τάφο, από τον Αρχιεπίσκοπο Θαβώρ Γρηγόριο.

Υπήρξε κατά πάντα άριστος Μοναχός, Λειτουργός, Πνευματικός. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γέρων Μωυσής, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, στην ιερά μονή Αγίου Παύλου, είδε το Πανάγιο Πνεύμα να κατέρχεται ως φως ολόλαμπρου προβολέα στα Τίμια Δώρα της Αγίας Τραπέζης. Περιερχόμενος κάποτε την επαρχία Δημητριάδος ως ιεροκήρυκας και Πνευματικός, σε μία Θεία Λειτουργία οι πιστοί τον είδαν να μην πατά στη γη. Συχνά το πρόσωπό του αλλοιωνόταν και γινόταν πιο φωτεινό, όλο λαμπρότητα και Χάρη. Ευλαβείτο ιδιατέρως την Κυρία Θεοτόκο, την οποίαν αποκαλούσε «Παναγίτσα μου» με παιδική τρυφερότητα, ενώ όποτε ανέφερε τ’ όνομά Της, τα δάκρυα έτρεχαν στα μάτια του ποταμηδόν.

Αγωνιστής ασκητής

Ασκητικός και ολιγοδίαιτος, μπορούσε να περάσει όλη την ημέρα του μ’ ένα καφέ και λίγο μέλι. Υπήρξε μαθητής του Αγίου Νεκταρίου και ως καλός μαθητής και μιμητής του μεγάλου δασκάλου του, αποκαλούσε τους υβριστές και κατηγόρους του, μέσα από την αγαθή καρδιά του, ευεργέτες του!

Αγωνιστής ασκητής, ποτέ δεν έβαζε θέρμανση στην εκκλησία και στο κελί του, ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο. Στον υποτακτικό του μοναχό Θεοφύλακτο, έλεγε με νόημα: «Οι πατέρες πώς άντεχαν επάνω εις τους στύλους ασκούμενοι, υπομένοντες όλας τας δυσμενείς καιρικάς συνθήκας; Δεν εκρύωναν εκείνοι; Κι εμείς μέσα στα σπίτια μας και στα ρούχα τυλιγμένοι κρυώνουμε!».

Αλλά και στα πνευματικά του καθήκοντα ήταν πολύ αυστηρός. Ζηλωτής της καθαράς αναγνώσεως και της αρμονικής ψαλμωδίας, έψαλε και διάβαζε αργά, με κατάνυξη. Κάποτε στο Κυριακό έκανε παρατήρηση σε έναν μοναχό που διάβαζε γρήγορα: «Τι διαβάζεις γρήγορα; Εδώ κάνεις προσευχή». Το ίδιο συνιστούσε και στον υποτακτικό του: «Μη διαβάζεις γρήγορα», του έλεγε, «γιατί θα χαλάσεις τη γλώσσα σου και θα συνηθίσεις στη βιασύνη».

Θαυματουργή η προσευχή του

Η θερμή προσευχή του θαυματουργούσε. Έλυσε τη στείρωση γυναικών, έσωσε απελπισμένους, λύτρωσε απαρηγόρητους και φτωχούς. Τη γραφίδα του χρησιμοποίησε άριστα μόνο προς ψυχωφέλεια. Όπως, όταν περιέγραψε τη συνάντησή του με την ερημίτιδα Φωτεινή στον ποταμό Ιορδάνη των Ιεροσολύμων, καθιστάμενος κατά κάποιον τρόπο άλλος αββάς Ζωσιμάς. Η συνεχής προσευχή, η εγκράτεια, η ανεξικακία, η ταπείνωση και η αγάπη τον κοσμούσαν σε όλο του τον βίο, καθώς διηγείτο ο καλός υποτακτικός του μοναχός Θεοφύλακτος (+1986).

Οι θαυμαστές εμπειρίες που περιγράφει στα απομνημονεύματά του

Ως Λειτουργός του Θεού, είχε θαυμαστές εμπειρίες. Αναφέρει λοιπόν στα Απομνημονεύματά του:
«…Όταν χειροτονήθηκα ιερέας, είπα μια μέρα στον πατέρα Γερμανό, σ΄ έναν ευλαβή Ιερομόναχο στην Μονή Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα: -παπά Γερμανέ, διάβασα σε διάφορα ιερά βιβλία, ότι πολλοί ιερείς παλαιότερα, όταν τελούσαν την Μεγάλη Είσοδο κρατώντας τα Τίμια Δώρα, δεν πατούσαν στην γη, αλλά εφέροντο στον αέρα. Υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ιερείς; -Μην αμφιβάλλεις, μου είπε, μήπως πάθεις και συ κάτι τέτοιο.

Και πράγματι, την επομένη Κυριακή ήμουν εφημέριος και ελειτουργούσα στο καθολικό της Μονής του Αγίου Σάββα. Όταν βγήκα στην Μεγάλη Είσοδο κρατώντας επί της κεφαλής μου το Άγιον Δισκάριο, στο οποίο υπήρχε ο Άγιος Άρτος και στο δεξιό μου χέρι το Άγιον Ποτήριον με το Άγιον Αίμα, σήκωνα τα πόδια μου επάνω, διότι δεν έβρισκα στέρεο έδαφος να πατήσω! Εκείνη τη στιγμή ο ιερομόναχος Γερμανός βρισκόταν μέσα στο θυσιαστήριο. Οταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία πήγα στο δωμάτιο μου για να ησυχάσω λίγο. Μετά από ώρα ήλθε ο πατήρ Γερμανός και μου είπε: -Γιατί σήμερα κατά την ώρα της Μεγάλης Εισόδου σήκωνες τα πόδια σου; Και εγώ του είπα: -Πατέρα Γερμανέ, δεν ξέρω τι μου συνέβη. Δεν έβρισκα στέρεο έδαφος να πατήσω.

– Αυτό είναι, μου είπε, εφέρεσο στον αέρα ενώ σε κρατούσαν Θείοι Άγγελοι. Γι’ αυτό πίστευε και μη ερεύνα, γιατί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι μέγα μυστήριο.

– Μα, μόνον κατά την Μεγάλη Είσοδο κρατούν οι θείοι Άγγελοι τον λειτουργόν εις τον αέρα;
– Ναι. Διότι τότε φέρει επάνω του τα Τίμια Δώρα. Οταν τα αποθέση τότε η χάρις ενεργεί εις το πνεύμα του λειτουργούντος, το οποίο μεταρσιούται στον φωτεινό και ουράνιο κόσμο.

Ερημίτης Φωτεινή

Οπως αναφέρει ο Γέροντας Μωυσής, ο π. Ιωακείμ «Τη γραφίδα του χρησιμοποίησε άριστα μόνο προς ψυχωφέλεια. Ενα από τα γνωστότερα συγγράμματά του είναι: «Η Ερημίτις Φωτεινή». Εκεί περιγράφει μια μοναδική εμπειρία που έζησε στον Ιορδάνη, όταν συνάντησε την ερημίτισσα οσία Φωτεινή, όπως στα παλαιά χρόνια ο αββάς Ζωσιμάς συνάντησε την Αγία Μαρία την Αιγυπτία.

(Από το Βιβλίο Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη, «Απομνημονεύματα, Αγιον Ορος-Ιεροσόλυμα», έκδοση Ιεράς Καλύβης, «Σύναξις Των Αγίων Αναργύρων», Νέα Σκήτη, Αγιον Ορος).

Λίγο πριν από το οσιακό του τέλος, είδε στον υπνο του τον Άγιο δάσκαλό του

Ο π. Ιωακείμ, μαθήτευσε στη Ριζάρειο Σχολή, με διευθυντή τον Άγιο Νεκτάριο. Αργότερα επισκεπτόταν συχνά τον μεγάλο του δάσκαλο στο μοναστήρι που έκτισε στην Αίγινα . Συνέχισε δε να το επισκέπτεται και μετά την κοίμηση του Αγίου και προσευχόταν στον τάφο του, από τον οποίον αισθανόταν να αναδύεται μια άρρητη ευωδία.

Σε ένα από τα ταξίδια του αυτά στην Αίγινα, ο καπετάνιος τον πέρασε για Δεσπότη και ύψωσε τη σημαία, ενώ άρχισε να κορνάρει καθώς πλησίαζε το νησί. Οι ιερείς και ο κόσμος συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι για να υποδεχτούν το Δεσπότη. Διαπιστώνοντας όμως ότι δεν επέβαινε κανένας επίσκοπος στο πλοίο, απορούσαν, γιατί το έκανε αυτό ο καπετάνιος. Ο π. Ιωακείμ τότε τους είπε να μην ταράζονται: «Αυτό έγινε επειδή έρχομαι για τελευταία φορά να προσκυνήσω στον τάφο του Αγίου Νεκταρίου και θέλησε ο άγιος να με τιμήσει με αυτόν τον τρόπο». Οντως, αυτή ήταν η τελευταία επίσκεψη του π. Ιωακείμ στο μοναστήρι του αγίου. Ακολούθησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Γέροντας αρρώστησε και δεν ξαναεπισκέφθηκε τον τάφο του αγίου.

Εψέλνε τους Χαιρετισμούς

Τη Μ. Τεσσαρακοστή του 1943 ο π. Ιωακείμ αρρώστησε από ανεπάρκεια καρδίας. Δυσκολευόταν να κατεβαίνει στο Κυριακό τη Μεγάλη Εβδομάδα. Στις συστάσεις του καλού του υποτακτικού να ξεκουράζεται στο σπίτι, εκείνος απάντησε: «Οχι, θα ‘ρθω. Θα ζήσω άλλη χρονιά να γιορτάσω τέτοιες μέρες;». Το καλοκαίρι του ιδίου έτους βάρυνε πολύ. Πρήστηκαν τα πόδια του.

Αισθάνθηκε πως το επίγειο τέλος πλησίαζε. Στον ύπνο του έλεγε τους Χαιρετισμούς. «Θα πεθάνω», είπε κάποια στιγμή στον υποτακτικό του. «Η ψυχή μου λέει τους Χαιρετισμούς». Τον Σεπτέμβριο του ’43, λίγο πριν την κοίμησή του, είδε στον ύπνο του τον Άγιο Νεκτάριο και είπε πάλι στον υποτακτικό του για την έξοδό του. Σε λίγες μέρες, στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Ιερομόναχος Ιωακείμ Σπετσιέρης αναχωρούσε για τις ουράνιες σκηνές.

Οπως παρατηρεί ο Γέροντας Μωυσής, ο π. Ιωακείμ Σπετσιέρης: «Είχε πεθάνει πριν πεθάνει, καθώς του είχαν πει οι μακάριοι Γεροντάδες του όταν ήταν νέος, αλλά και η ίδια η Παναγία, που, όταν κάποτε είχε νοσήσει βαριά, του είχε πει: «Ο ελπίζων εις εμέ δεν φοβάται ούτε σε τούτη ούτε στη άλλη ζωή!».

Γιάννης Ζάννης

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”