Ο αγιογράφος που διακόσμησε τον ναό του Πρωτάτου στις Καρυές

Ο Μανουήλ Πανσέληνος εξέφρασε με τον πλέον αριστοτεχνικό τρόπο τα πνευματικά και εικαστικά κινήματα της εποχής του και όλη την Ορθόδοξη Θεολογία της Εικόνας αφήνοντας άσβεστη τη μνήμη του στους Αγιορείτες μοναχούς

Aπό τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Στις αρχές του 18ου αιώνα (μεταξύ 1729-1733), ο ιερομόναχος αγιογράφος Διονύσιος ο εκ Φουρνά συνέγραψε ένα βιβλίο που έφερε τον τίτλο: «Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης». Σε κάποιο σημείο, αναφέρει ότι ο ίδιος έμαθε την ζωγραφική τέχνη έχοντας ως υπόδειγμα «τὸν ἐκ Θεσσαλονίκης δίκην ἡλίου ἐκλάμψαντα κῦρ Μανουὴλ τὸν Πανσέληνον ἀπό τε τὰς εἰκονισθεῖσας παρ’ αὐτοῦ ἱερὰς εἰκόνας τε καὶ περικαλλεῖς ναοὺς ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω», ο οποίος «ὡσὰν ἡ χρυσολαμπροκίνητος σελήνη ὑπερεκόντισε καὶ κατεκάλυψε μὲ τὴν θαυμαστὴν τέχνην του ὅλους τοὺς παλαιοὺς καὶ νέους ζωγράφους, ὡς τὸν δείχνουσι σαφέστατα αἱ ἐν τοίχοις καὶ πίναξιν ὑπ’ αὐτοῦ εἰκονισθεῖσαι εἰκόνες».

Ο Φώτης Κόντογλου διευκρινίζει στο σημείο αυτό ότι, λέγοντας «ζωγράφους» ο Διονύσιος, εννοεί τους αγιογράφους, αφού για ‘κείνον, αυτονόητα, ως αληθινή ζωγραφική θεωρείται η βυζαντινή αγιογραφία.

Ο μεγάλος αυτός αγιογράφος, ο Μανουήλ Πανσέληνος, στον οποίον αναφέρονται με μεγάλο θαυμασμό τόσο ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά όσο και ο Φώτης Κόντογλου, έζησε προς τα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που μας δίνει ο Διονύσιος, καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Αγιογράφησε με απαράμιλλη όντως δεξιότητα στο Άγιον Όρος, κυρίως τοιχογραφίες, αλλά πολύ πιθανόν και φορητές εικόνες. Η δουλειά του ήταν τόσο υψηλής ποιότητας, ώστε η φήμη του να υπερβεί όλους τους προγενέστερους και συγχρόνους του καλλιτέχνες.

Ο καθηγητής Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ε. Ν. Τσιγαρίδας, στην εισαγωγή του στον τόμο της Αγιορείτικης Εστίας «Μανουὴλ Πανσέληνος -ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου», αναφέρει ότι η προφορική παράδοση, αλλά και οι γραπτές πηγές (από τις αρχές του 18ου αιώνα και εντεύθεν), θεωρούν με βεβαιότητα τον Πανσέληνο ως τον δημιουργό των τοιχογραφιών της «Μεγάλης Εκκλησίας του Αγίου Όρους»: του Ναού του Πρωτάτου στις Καρυές.

ΕΝΕΠΝΕΥΣΕ ΣΕΒΑΣΜΟΣ

Τόσο η καλλιτεχνική προσωπικότητα του Πανσέληνου, όσο και η υψηλή ποιότητα των τοιχογραφιών του Πρωτάτου, δημιούργησαν στους μεταγενέστερους έναν τέτοιο σεβασμό, ώστε να του αποδίδονται όχι μόνον οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου, αλλά, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ακαδημαϊκός Α. Ξυγγόπουλος, «κάθε τοιχογραφία που έμοιαζε με τη διακόσμηση του Πρωτάτου, οι Αγιορείτες μοναχοί, από τον 17ο αιώνα τουλάχιστο κι ύστερα, την θεωρούσαν βγαλμένη από το χέρι του Μανουήλ Πανσέληνου». Ακόμη και το εξίσου σημαντικό σε έκταση και ποιότητα έργο του κατά δύο αιώνες μεταγενέστερου και επίσης μεγάλου αγιογράφου Θεοφάνους του Κρητός, αιτιολογείται από την παράδοση (με στοιχεία αναμφισβήτητου αναχρονισμού, βεβαίως, αλλά δείχνει τον σεβασμό προς τον Πανσέληνο και το έργο του) ως αποτέλεσμα της μαθητείας του Κρητικού Αγιογράφου κοντά στον Πανσέληνο. Και η παράδοση αυτή είχε καταγραφεί σε δύο κείμενα του 18ου αιώνα, που σώζονται στη Μεγίστη Λαύρα.

Πέρα από τα στοιχεία του θρύλου πάντως, οι περισσότεροι ιστορικοί της Τέχνης (Ξυγγόπουλος, Χατζηδάκης, Καλοκύρης, Μουρίκης, Τσιγαρίδας, Σωτηρίου, Καλομοιράκης, Djuric) με βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους, συγκλίνουν στην άποψη ότι ο κορυφαίος αυτός αγιογράφος ήκμασε στο τέλος του 13ου αρχές του 14ου αιώνα. Ήταν ο αγιογράφος που ζωγράφισε και διακόσμησε με τους μαθητές του τον ναό του Πρωτάτου και εντυπωσίασε συγχρόνους και μεταγενέστερους όσο κανένας άλλος γνωστός αγιογράφος στην ιστορία του Βυζαντίου. Στη φήμη του αυτή οφείλεται άλλωστε, όπως παρατηρεί ο Ξυγγόπουλος, και το γεγονός ότι το όνομά του έγινε αντιπροσωπευτικό όχι μόνο των τοιχογραφιών του Πρωτάτου, αλλά ολόκληρης της Παλαιολόγειας περιόδου και της λεγόμενης Μακεδονικής αγιογραφικής σχολής, που είχε ως κέντρο την Θεσσαλονίκη.

Οι τοιχογραφίες των ναών της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας, του Αγίου Όρους, της Αχρίδας, ακόμα και της μεσαιωνικής Σερβίας, καθώς η γνώση μας σήμερα γύρω από τη βυζαντινή τέχνη ολοένα και περισσότερο διευρύνεται, μας αποκαλύπτουν τον αγιογράφο Πανσέληνο μέσα στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της εποχής του. Υπό αυτή την οπτική γωνία, αναμφίβολα είναι ο κορυφαίος εκπρόσωπος της Μακεδονικής σχολής κατά την περίοδο της ακμής της και ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Οπως επισημαίνει ο Ε. Ν. Τσιγαρίδας στον τόμο της Αγιορείτικης Εστίας, κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου είναι η μνημειακότητα των σύμμετρων και ισόρροπων συνθέσεων, ο αφηγηματικός χαρακτήρας στην απόδοση των σκηνών, η ανταποδοτικότητα των στάσεων και των κινήσεων, η έμφαση της απόδοσης του σωματικού όγκου με σχεδόν γλυπτικό χαρακτήρα, ο προσωπογραφικός χαρακτήρας στην απόδοση κάποιων μορφών, η υιοθέτηση προτύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, η έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονικού βάθους και κυρίως το απόλυτα συνταιριασμένο με την έκφραση μιας βαθιάς πνευματικότητας (που άλλωστε είναι το πρώτιστο ζητούμενο για την Εικόνα) με το δραματικό στοιχείο και τον εξατομικευμένο ρεαλισμό.

ΟΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ, ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗΣ

Οι μορφές στο Πρωτάτο έχουν κανονικές αναλογίες με σωματικό εύρος που έχει όγκο και βάθος. Τόσο μεμονωμένες μορφές Αγίων και Δικαίων (άγιος Δημήτριος, Προφήτης Ηλίας π.χ.), όσο και μορφές μιας ευρύτερης εικονογραφικής σύνθεσης (Εισόδια, Κοίμηση της Θεοτόκου κλπ.) επιβάλλονται εντυπωσιακά με τη σωματική ευρύτητα και τον πλαστικού χαρακτήρα όγκο. Η έκφραση της διάρκειας, που παραπέμπει στο άχρονο και την αιωνιότητα, συνδυάζεται με το πράο, γαλήνιο και κατανυκτικό βλέμμα.

Στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου οι μεμονωμένες μορφές τείνουν να αποδοθούν με αντικίνηση, με συστροφή γύρω από τον άξονά τους, υποβάλλοντας την αίσθηση του πέριξ χώρου εντός του οποίου κινούνται (Άγιος Δημήτριος, Άγιοι Ανάργυροι, π.χ.). Σ’ αυτό συμβάλλει και η σκιά ή η γραμμή που περιθέει το κεφάλι κάποιων μορφών. Η σκιά αυτή, που ο Τσιγαρίδας την εντοπίζει ως μοναδικό εύρημα του Πανσέληνου (εξ όσων στοιχείων είναι γνωστά ως τώρα), δίνει την εντύπωση μιας μορφής αποσπασμένης από την επιφάνεια του τοίχου, υποβάλλοντας την αίσθηση της τρίτης διάστασης και του χώρου όπου εντάσσεται. Στη δημιουργία αυτής της αίσθησης συμβάλλει και η πλούσια κίνηση των ενδυμάτων. Ο Πανσέληνος προφανώς θέλει να συνδέσει τις μορφές με τον χώρο που τις περιβάλλει.

ΑΠΑΛΟΙ ΤΟΝΟΙ

Ως προς τα χρώματα, όπως φαίνεται από την διακόσμηση του Πρωτάτου, ο Πανσέληνος διακρίνεται από τους συγχρόνους του Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιο. Ενώ οι δύο αυτοί χρησιμοποιούν έντονα χρώματα και χρωματικές αντιθέσεις, όπως φαίνεται στην Παναγία την Περίβλεπτο στην Αχρίδα, ο Πανσέληνος προτιμά τα φωτεινά και διάφανα χρώματα (πράσινο, τριανταφυλλί, ώχρα, κυανό, καστανό, μελιτζανί) και τα αποδίδει σε ποικίλους απαλούς χρωματικούς τόνους και αρμονικούς συνδυασμούς.

Ετσι, οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου δημιουργούν μια αίσθηση πνευματικής αγαλλίασης, έχοντας παράλληλα και τη φρεσκάδα των ελληνιστικών ζωγραφικών έργων. Η θερμότητα της ώχρας στη σάρκα και οι ανοικτοπράσινες σκιές, οι διάχυτες κόκκινες κηλίδες και το πλέγμα των κόκκινων γραμμών του πυροδισμού στα πρόσωπα, αποδίδουν με τεχνικά άρτιο τρόπο τη σφαιρικότητα του όγκου στα πρόσωπα, συμβάλλοντας παράλληλα στη ζωντάνια της έκφρασης και στο πνευματικό κάλλος της μορφής.

ΕΠΗΡΕΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΛΛΟΝ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Αναμφίβολα ο Μανουήλ Πανσέληνος είναι ο αγιογράφος εκείνος που εξέφρασε κατά τον πλέον αριστοτεχνικό τρόπο τα πνευματικά και εικαστικά κινήματα της εποχής του και όλη την Ορθόδοξη Θεολογία της Εικόνας. Πέραν των έργων και της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας στο Πρωτάτο, τη Μεγίστη Λαύρα, το Βατοπαίδι και τη γενέτειρά του τη Θεσσαλονίκη, επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον αγιογράφο την τέχνη όλης της Παλαιολόγειας περιόδου, αφήνοντας άσβεστη τη μνήμη του στους Αγιορείτες μοναχούς ως τον 18ο αιώνα: «Κάμε καὶ σὺ καθὼς καὶ ἡμεῖς καὶ ἰδὲς μετὰ ταῦτα νὰ εὕρῃς ἐκ τοῦ περιφήμου Μανουὴλ τοῦ Πανσελήνου τινὰ ἀρχέτυπα καὶ κοπίασε μὲ αὐτὰ ἱκανὸν καιρὸν, σχεδιάζοντας μὲ τὸν τρόπον ὅπου θέλομέν σε ἑρμηνεύσῃ παρέμπροσθεν, ἕως οὗ νὰ καταλάβῃς τὰ μέτρα τούτου καὶ τὰ σχήματα. Ἔπειτα ὕπαγε εἰς τὰς ὑπ’ αὐτοῦ εἰκονισθεῖσας ἐκκλησίας νὰ ἐβγάλῃς ἀνθίβολα (σ.σ. ο όρος ανθίβολο προέρχεται από το ρήμα αντιβάλλω και σημαίνει το ίχνος, το αποτύπωμα, το ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου), καθὼς θέλομέν σε ἑρμηνεύσῃ», προτρέπει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά τους μαθητευόμενους αγιογράφους στην «Ερμηνεία» του.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΕΚ ΦΟΥΡΝΑ

Πράγματι, την περίοδο που γράφει ο Διονύσιος, στο Αγιο Ορος είχε κάνει την εμφάνισή του ένα κίνημα επιστροφής στη ζωγραφική του Πανσέληνου, με κύριο εκφραστή τον Διονύσιο εκ Φουρνά. Τα δείγματα της εικονογραφικής αυτής αναγέννησης υπάρχουν σε πολλές εκκλησίες, όχι μόνο στον Άθωνα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά και στις Σέρρες, την Καστοριά, την Μοσχόπολη, την Ευρυτανία και αποδεικνύουν το κύρος και την επίδραση του Πανσέληνου και της τέχνης του, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε, ο κορυφαίος αγιογράφος της Μακεδονικής Σχολής, ο Μανουήλ Πανσέληνος, με τα έργα του τόσο στο Πρωτάτο όσο και σε όλους τους ναούς που διακόσμησε, έχει αναδειχθεί σε έναν από τους κορυφαίους καλλιτέχνες του Βυζαντίου, αλλά και όλων των εποχών.

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”