Νέα Μονή: Το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της Χίου

Στο Προβάτειο όρος της κεντρικής Χίου, σε απόσταση περίπου 15 χιλιομέτρων από τη Χώρα, περιτριγυρισμένη από το όμορφο πευκοδάσος, βρίσκεται η Νέα Μονή, το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο του νησιού και ένα από τα σπουδαιότερα όλης της Ελλάδας, που έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς και προστατεύεται από την UNESCO.

Ιδρύθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα με χορηγία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου, σε εκπλήρωση της υπόσχεσης που είχε δώσει σε τρεις ασκητές από το νησί. Σύμφωνα με την παράδοση, στο σημείο όπου κτίστηκε η μονή, οι τρεις ασκητές, ο Νικήτας, ο Ιωάννης και ο Ιωσήφ, είχαν εντοπίσει κρεμασμένη σε κλαδιά μυρσίνης τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και είχαν ιδρύσει μια μικρή εκκλησία. Αργότερα, συνάντησαν στη Λέσβο τον τότε εξόριστο στρατιωτικό Κωνσταντίνο και του προφήτευσαν ότι θα ανερχόταν στον θρόνο. Όταν πραγματοποιήθηκε η προφητεία, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη χρηματοδότηση για την ανέγερση και τη διακόσμηση του καθολικού της μονής και την κατασκευή των βοηθητικών κτισμάτων, με αρωγούς τις αυτοκράτειρες Θεοδώρα, αδελφή του, και Zωή, σύζυγό του.

Η μονή δέχθηκε πολλά προνόμια και πολλές δωρεές και από τους επόμενους αυτοκράτορες, και για αιώνες υπήρξε σημαντικό μοναστικό κέντρο, γεγονός που αποδεικνύεται από το πλήθος των αναφορών και των νεότερων αφηγήσεων, μεταξύ των οποίων η πιο σπουδαία είναι του ιερομόναχου Νικηφόρου του Χίου, το 1804. Η παρακμή της άρχισε ουσιαστικά το έτος 1822, όταν οι Τούρκοι τη λεηλάτησαν και σφαγίασαν τους μοναχούς της και όσους λαϊκούς είχαν βρει εκεί καταφύγιο. Αργότερα, το 1881 υπέστη καταστροφές λόγω του μεγάλου σεισμού της Χίου. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες ανάπλασης του χώρου, αναστήλωσης του καθολικού και των βοηθητικών κτιρίων, συντήρησης των ψηφιδωτών και ανασκαφές.

Στο κέντρο του μεγάλου συγκροτήματος δεσπόζει το καθολικό, που εγκαινιάσθηκε το 1049, και ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του και τον ψηφιδωτό του διάκοσμο, που απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης των μέσων του 11ου αιώνα.

Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο του λεγόμενου «νησιώτικου» οκταγωνικού ναού και, σύμφωνα με την παράδοση, αντιγράφει τον μη σωζόμενο σήμερα ναό των «μικρών» Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό του τύπου αυτού είναι ότι ο κυρίως ναός είναι ενιαίος χώρος, καθώς τα οκτώ στηρίγματα του τρούλου είναι προσκολλημένα στους τοίχους σαν παραστάδες. Στην ανατολική πλευρά του, το ιερό είναι τριμερές, ενώ στα δυτικά υπάρχουν δύο νάρθηκες, από τους οποίους ο εξωνάρθηκας απολήγει στα πλάγια σε ημικυκλικές κόγχες. Εξωτερικά, ακολουθεί την κωνσταντινοπολίτικη τοιχοποιία, από πελεκημένους λιθόπλινθους που εναλλάσσονται με σειρές οπτοπλίνθων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πλίνθινα τόξα, τα αψιδώματα και ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος στα ανώτερα μέρη των τοίχων (σταυροί, ήλιος, μαίανδροι, αβακωτά πλέγματα κ.ά.). Ο εξωνάρθηκας, ο οποίος προστέθηκε στο μνημείο λίγα χρόνια αργότερα, ίσως στα χρόνια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (1055-1056), είναι κτισμένος με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας.

Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του καθολικού, ο οποίος σήμερα σώζεται αποσπασματικά, χρονολογείται στα έτη 1049-1055, δηλαδή ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, την εποχή που αυτοκράτειρα ήταν η Θεοδώρα. Ψηφιδωτά υπάρχουν στα ανώτερα μέρη των τοίχων του κυρίως ναού και στα ανώτατα μέρη και στον τρουλίσκο του εσωνάρθηκα.

Οι κατακόρυφοι τοίχοι του μνημείου αρχικά καλύπτονταν με πολύχρωμη ορθομαρμάρωση, η οποία καταστράφηκε το 1822 και σήμερα έχει αντικατασταθεί με επιζωγραφισμένα μαρμαροκονιάματα. Από τον ψηφιδωτό διάκοσμο διατηρούνται πολλές παραστάσεις: στο τριμερές Ιερό Βήμα η Θεοτόκος στην κόγχη του ιερού και οι αρχάγγελοι στις κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού.

Στον κυρίως ναό σκηνές από τη ζωή του Χριστού (η Βάπτιση, η Μεταμόρφωση, η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση, η Ανάσταση). Οι σκηνές από τη ζωή του Χριστού συνεχίζουν και στον εσωνάρθηκα, στον βόρειο τοίχο (η Έγερση του Λαζάρου, η Βαϊοφόρος, ο Νιπτήρας) και στον νότιο τοίχο (η Προσευχή στη Γεσθημανή, η Προδοσία, η Ανάληψη, η Πεντηκοστή). Στον κέντρο του τρουλίσκου του εσωνάρθηκα εικονίζεται η Παναγία και στις άλλες επιφάνειες άγιοι. Στον εξωνάρθηκα σώζονται τμήματα τοιχογραφιών, των παλαιολόγιων και μεταβυζαντινών χρόνων. Στο δάπεδο του ναού σώζονται βυζαντινά μαρμαροθετήματα.

Εκτός από το καθολικό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η τράπεζα στα νότια του ναού και η κινστέρνα στα βορειοδυτικά, κτίσματα επίσης των μέσων του 11ου αιώνα. Στην τράπεζα, η οποία σήμερα λειτουργεί ως μουσειακός χώρος, σώζεται το αυθεντικό κτιστό τραπέζι, η ανώτερη επιφάνεια του οποίου καλύπτεται με μαρμαροθετήματα.

Στα μέσα του 11ου αι. χρονολογείται και ο αμυντικός πύργος στη βορειοδυτική γωνία. Στα δυτικά του ναού, σε αναστηλωμένο διώροφο κελλί, στεγάζεται η Μουσειακή Συλλογή της Νέας Μονής. Στα βόρεια, δίπλα στην είσοδο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Τιμίου Σταυρού, το οποίο χρησιμεύει ως οστεοφυλάκιο.

Η μονή είναι γυναικεία και εορτάζει στις 23 Αυγούστου.