Το άρθρο αυτό γράφηκε τον Ιανουάριο του 1992, πριν 32 χρόνια και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο μου «Παρεμβάσεις στην σύγχρονη κοινωνία». Δημοσιεύεται εδώ, διότι έχει διαχρονική ισχύ, επειδή σωζόμαστε με την μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Δεν χωρίζεται ο Σταυρός από την Ανάσταση, ούτε η Ανάσταση χωρίζεται από τον Σταυρό, ούτε το μυστήριο του Σταυρού χωρίζεται από την ορθόδοξη εσχατολογία.
Η μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού είναι η προϋπόθεση και η βίωση όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας και της πνευματικής ζωής, εκφράζει την νηπτική θεολογία, την ησυχαστική παράδοσή της, όπως διατυπώνεται από τον Απόστολο Παύλο: «Οι δε του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταίς επιθυμίαις» (Γαλ. ε΄, 24)• «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. στ΄, 14)• «Χριστώ συνεσταύρωμαι• ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β΄, 20).
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι «Ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι». Και επειδή οι Ιουδαίοι ζητούν ως αποδείξεις θαύματα και οι εθνικοί ανθρώπινη σοφία «ημείς κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον», ο Οποίος για τους Ιουδαίους είναι σκάνδαλο, για τους Έλληνες-Εθνικούς ανοησία, όμως γι’ αυτούς που κάλεσε ο Θεός, Ιουδαίους και Έλληνες, ο Χριστός (που σταυρώθηκε) είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α΄ Κορ. α΄, 18-24).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε έναν Θεόπνευστο λόγο του «εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν», ερμηνεύοντας τον Απόστολο Παύλο και όλη την πατερική παράδοση, αναλύει την θεολογία του μυστηρίου του Σταυρού και πως αυτό το μυστήριο ενεργεί στην αναγέννηση του ανθρώπου, με την ησυχαστική παράδοση.
Επομένως, η απομόνωση του μυστηρίου της Αναστάσεως από το μυστήριο του Σταυρού δηλώνει μια αντιησυχαστική ζωή, συνιστά άγνοια ή παραθεώρηση των προϋποθέσεων της Ορθοδόξου θεολογίας, που είναι η ασκητική – ησυχαστική παράδοσή της.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έγραφε ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ της «Theologia Crucis» (Θεολογία του Σταυρού) και της «Theologia Gloria» (Θεολογία της δόξης). Αντίθετα ο χωρισμός μεταξύ της θεολογίας του Σταυρού και της θεολογίας της δόξης αποτελεί μια «ψευδομόρφωση» στον Χριστιανισμό, όπως το συναντάμε στην δυτική θεολογία, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική.
Ακολουθεί μια σύντομη ανάλυση για το μυστήριο του Σταυρού στο φως της ορθοδόξου εσχατολογίας.
Δημιουργείται η εντύπωση σε πολλούς Χριστιανούς ότι όταν γίνεται λόγος για το μυστήριο του Σταυρού εννοείται μόνον η σταυρική θυσία του Γολγοθά, και ακόμη όταν ομιλούμε για την εσχατολογία αναφερόμαστε στα γεγονότα των εσχάτων, τα οποία θα συμβούν στο μέλλον της ιστορίας. Όμως οι δύο φράσεις «το μυστήριο του Σταυρού» και η «ορθόδοξη εσχατολογία» δεν είναι αντίθετες μεταξύ τους, αλλά κατά ένα παράδοξο τρόπο συνδέονται στενώτατα.
Το θέμα είναι αρκετά μεγάλο και ενδιαφέρον και δεν έχουμε πρόθεση να το εξαντλήσουμε στα μικρά περιθώρια που διαθέτουμε. Απλώς θα υπογραμμίσουμε μερικές αλήθειες για την κατανόηση της σχέσεως που υπάρχει μεταξύ του μυστηρίου του Σταυρού και της ορθοδόξου εσχατολογίας.
Η εσχατολογία στην ορθόδοξη παράδοση δεν αναφέρεται μόνον στα μελλοντικά γεγονότα που θα έλθουν, αν και υπάρχουν αγιογραφικά χωρία που αναφέρονται και σ᾽ αυτήν την έννοια, αλλά κυρίως στην βίωση των εσχάτων, δηλαδή στην βίωση της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Πιστεύουμε ότι η εσχατολογία δεν συνδέεται αποκλειστικά με τον χρόνο, αλλά με τον τρόπο ζωής και ειδικότερα με την σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Έτσι η εσχατολογία ταυτόχρονα είναι παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μιλώντας, λοιπόν, από ορθοδόξου πλευράς για εσχατολογία, πρέπει πάντα να έχουμε υπ᾽ όψη μας, ότι τα έσχατα, που θα συμβούν στο μέλλον, δηλαδή η βίωση της Βασιλείας του Θεού, είναι όπως τα αρχικά, δηλαδή η ζωή του Αδάμ στον Παράδεισο προ της πτώσεως, και όπως τα ενδιάμεσα, δηλαδή η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού, που είχαν όλοι οι φίλοι του Θεού, Προφήτες, Απόστολοι και άγιοι.
Όλοι οι άγιοι μετείχαν και μετέχουν της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού, αλλά όμως υφίσταται μια διαφορά. Ο Αδάμ προ της πτώσεως βρισκόταν στον φωτισμό του νού, χωρίς όμως να έχη δοκιμασθή η ελευθερία του. Οι Προφήτες και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης μετείχαν της θεοποιού ενεργείας του Θεού, χωρίς να έχη καταργηθή ακόμη ο θάνατος και ευρισκόμενοι έξω από το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Δηλαδή, οι Προφήτες έβλεπαν το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ασάρκως και έτσι έφθασαν στην θέωση χωρίς να είναι μέλη του Σώματος του Χριστού, όπως συμβαίνει με τους αγίους της Καινής Διαθήκης. Οι άγιοι της Καινής Διαθήκης φθάνουν στην θέωση ως μέλη του Σώματος του Χριστού, αλλά όμως ζούν προ της καθολικής αναστάσεως των νεκρών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όλοι βιώνουν τον πρόσκαιρο χωρισμό του σώματος από την ψυχή, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, κατά την οποία θα ενωθούν πάλι οι ψυχές με τα σώματα, και θα αναστηθούν τα σώματά τους, τα οποία από τώρα βιώνουν την θέωση με την μεταμόρφωσή τους σε λείψανα. Έτσι όλοι οι άγιοι μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού, και βιώνουν τα έσχατα κατά διαφόρους καιρούς και με ανάλογο τρόπο.
Εξ άλλου το μυστήριο του Σταυρού στην ορθόδοξη παράδοση είναι η άκτιστη Χάρη του Θεού που έσωζε τους ανθρώπους προ της ενανθρωπήσεως, κατά την ενανθρώπηση και μετά τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Ο άγιος Γηγόριος ο Παλαμάς αναπτύσσει αυτήν την θεμελιώδη αλήθεια της Εκκλησίας. Διδάσκει ότι όλοι οι άγιοι είναι φίλοι του Θεού και φίλοι του Σταυρού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ο Σταυρός είναι «η της αμαρτίας κατάργησις». Υπογραμμίζει δε την αλήθεια ότι ο Σταυρός «προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως». Έτσι, όλοι οι Προφήτες και οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Μωύσής κλπ. υπήρξαν φίλοι του Θεού. Πραγματικά, «φίλοι Θεού πολλοί προ νόμου και μετά νόμον, μήπω του Σταυρού φανέντος». Οι άγιοι, επομένως, και πριν ακόμη την εμφάνιση του Σταυρού βίωναν το μυστήριο του Σταυρού.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης διδάσκει ορθόδοξα ότι το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως είναι «η προ του κόσμου αεί υπάρχουσα και τοις πάσι κατά δύναμιν χωρούσα δόξα εν η κατοικεί ο Θεός». Όταν, δηλαδή κάνουμε λόγο για το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως εννοούμε την άκτιστη ενέργεια του Θεού που υπάρχει «αιδίως κατά φύσιν» στον Θεό και δεν την αποκτά απλώς σε μια χρονική στιγμή. Στην πραγματικότητα το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως είναι η αγάπη του Θεού που είναι η άκτιστη ουσιώδης ενέργειά Του. Αυτή η αγάπη του Θεού ενεργεί «προ του τον κόσμον είναι παρά τω Θεώ, εν τη δημιουργία και κυβερνήσει του κόσμου, προ της ενανθρωπήσεως, εν τη ενανθρωπήσει, προ της σταυρικής θυσίας, εν τη σταυρική θυσία και μετά την σταυρικήν θυσίαν». Δεν νοείται ποτέ Θεός χωρίς την άκτιστη ενέργειά Του, ούτε και χωρίς την αγάπη Του. Πάντοτε αγαπούσε τον κόσμο και τον άνθρωπο, πριν την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, μετά από αυτήν, προ της πτώσεως, μετά την πτώση, προ της ενανθρωπήσεως και μετά από αυτήν. Αυτή δε η αγάπη του Θεού «καθιστά την σταυρικήν θυσίαν, ήτοι την δύναμιν της αναστάσεως παρούσαν εν τη θεία Ευχαριστία και τοις μυστηρίοις και δι᾽ αυτής ενεργεί την καταλλαγήν και διατροφήν των πιστών και την πνευματικήν αύξησιν και άνδρωσιν αυτών προς την θέωσιν».
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, αναφερόμενος στην βίωση του μυστηρίου του Σταυρού, λέγει: «Δύο τρόποι εισί του ανελθείν εν τω σταυρώ • ο εις η σταύρωσις του σώματος• και ο δεύτερος, το ανελθείν εις θεωρίαν. Και ο μεν πρώτος, εκ της ελευθερίας των παθών• ο δε δεύτερος, εκ της ενεργείας των έργων γίνεται του πνεύματος». Αυτό έχει υπ᾽ όψη του ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης όταν λέγη: «ανάξιος ευρέθην του διπλού σταυρού της πράξεως και της θεωρίας». Ουσιαστικά αναφέρεται στην καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού. Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος βιώνη την άκτιστη καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, τότε βιώνει το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως.
Από όσα αναφέραμε προηγουμένως μπορούμε να τονίσουμε πέντε σημεία.
Πρώτον, η σταυρική θυσία του Χριστού είναι έκφραση της αγάπης του Θεού για το ανθρώπινο γένος. Αυτή η αγάπη εκφράσθηκε με πολλούς τρόπους, κυρίως διά της σαρκώσεως, της κενώσεως και της σταυρικής Του θυσίας επάνω στον Γολγοθά. Η σταυρική θυσία είναι ιστορικό γεγονός, έκφραση του μυστηρίου του Σταυρού, που είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού. Δεν μπορούμε να απομονώσουμε το ιστορικό γεγονός της σταυρώσεως από την ουσιώδη ενέργεια του Θεού.
Δεύτερον, η βίωση του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως στα Μυστήρια της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως στην θεία Ευχαριστία γίνεται με την ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Η θεία Χάρη είναι εκείνη που διά του Βαπτίσματος καταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Θεό, διά του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας τον τρέφει στην πνευματική του ζωή, και γενικά με όλη την εκκλησιαστική ζωή τον οδηγεί προς την θέωση. Μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού είναι μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού και βεβαίως, μέθεξη της αγάπης Του.
Τρίτον, η κατά Χριστόν άσκηση, που συνδέεται αναπόσπαστα με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, δεν είναι μια ανθρώπινη προσπάθεια, δεν εξαντλείται σε ανθρωποκεντρικές ενέργειες, αλλά γίνεται με την ενέργεια του Θεού και την ανταπόκριση του ανθρώπου σ᾽ αυτήν. Με αυτήν την έννοια κάνουμε λόγο για πράξη και θεωρία. Πράξη είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη που γίνεται με την καθαρτική ενέργεια του Θεού, και θεωρία είναι ο φωτισμός του νού και η θεοπτία, που γίνεται με την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού. Επομένως, η βίωση του σταυρού και της πράξεως, δηλαδή της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, είναι μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού.
Τέταρτον, υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ του μυστηρίου του Σταυρού και της ορθοδόξου εσχατολογίας. Η βίωση των εσχάτων γίνεται διά της μεθέξεως του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως, που είναι βίωση και μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Έτσι, για τους φίλους του Θεού και του Σταυρού, ο Σταυρός είναι Παράδεισος και Βασιλεία Ουράνιος, ενώ για τους εχθρούς του Θεού και του Σταυρού, γίνεται Κόλαση και καταδίκη. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθή ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «ο λόγος του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α΄ Κορ. α΄, 18). Έτσι, από τώρα μπορούμε να βιώσουμε τον Παράδεισο και την Κόλαση. Τα έσχατα βιώνονται σε κάθε χρονική στιγμή.
Πέμπτον, τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης είναι προτύπωση του Σταυρού της Καινής Διαθήκης, από την άποψη ότι είναι σε ανάλογο βαθμό μέθεξη του μυστηρίου της αγάπης του Θεού. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια συμβολική προτύπωση, αλλά για μέθεξη της αγάπης του Θεού. Για παράδειγμα, διά της ράβδου του Μωϋσέως, με την οποία άνοιξε η Ερυθρά θάλασσα και πέρασαν οι Ισραηλίτες, βίωσαν την κυβερνητική ενέργεια του Θεού. Βέβαια, διά της σταυρικής θυσίας του Χριστού, βιώνουμε σε μεγαλύτερο βαθμό την σωστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, ακριβώς γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, και επάνω στον Γολγοθά νίκησε τον διάβολο, τον θάνατο και την αμαρτία. Σ᾽ αυτό το γεγονός υπερέχουμε από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.Έτσι, όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη δεν ήταν απλώς συμβολισμοί και εξωτερικές προτυπώσεις των όσων θα ακολουθούσαν στην Καινή Διαθήκη, αλλά μέθεξη, κατά μικρότερο βαθμό, της ακτίστου ενεργείας του Θεού.
Όλα όσα με συντομία υπογραμμίσαμε προηγουμένως δείχνουν ότι η θεολογία δεν είναι υπόθεση μιάς ξηρής παραθέσεως μερικών αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, αλλά ανακάλυψη του βαθυτέρου νοήματος της εκκλησιαστικής ζωής.
Δυστυχώς πολλοί σήμερα αρκούνται στην μηχανική παρουσίαση διαφόρων χωρίων των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, αφού τα εντάσσουν μέσα στα δικά τους ανθρωποκεντρικά διανοήματα και τους δικούς τους στοχασμούς.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι να χρησιμοποιούμε την Κονκορντάτσια ή με την βοήθεια των κομπιούτερς να βρίσκουμε τις λέξεις των αγίων Πατέρων, αλλά να αποκτήσουμε θεολογικό νού και να καταλαβαίνουμε την γλώσσα των αγίων της Εκκλησίας, ουσιαστικά την εκκλησιαστική γλώσσα. Όταν διαβάζουμε μηχανικά τα εκκλησιαστικά κείμενα, τότε γινόμαστε «γλωσαλγούντες» και «αυτοχειροτόνητοι» θεολόγοι, οι οποίοι επιλέγουμε διάφορα «λεξίδια» και τα κάνουμε «ξιφίδια» εναντίον των αδελφών μας, κατά τον εύστοχο λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.