Ο Χριστός σταυρώθηκε την Παρασκευή στις δώδεκα το μεσημέρι, την έκτη ώρα όπως λεγόταν την εποχή εκείνη, και παρέμεινε επάνω στον Σταυρό μέχρι τις τρεις η ώρα μετά το μεσημέρι της Παρασκευής, δηλαδή την ενάτη ώρα. Παρέμεινε, λοιπόν, τρεις ώρες επάνω στον Σταυρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι αυτό το γεγονός είναι δική μας εορτή: «Σήμερον ο Κύριος ημών Ιησούς ο Χριστός εν σταυρώ, και ημείς εορτήν άγομεν, ίνα μάθης ότι ο σταυρός εορτή και πανήγυρις πνευματική».
Αυτές τις τρεις ώρες έπεσε σκοτάδι σε όλη την κτίση. Ο Χριστός τις τρεις αυτές ώρες επάνω στον Σταυρό, μέσα στο σκοτάδι, είπε επτά λόγους. Όταν λέγω λόγους, δεν εννοώ ότι έκανε κηρύγματα και λόγους, αλλά είπε μία λέξη ή μία φράση. Όταν διαβάζη κανείς τα Ευαγγέλια, βλέπει ακριβώς αυτούς τους επτά λόγους τους οποίους είπε ο Χριστός στον Σταυρό, που έχουν μεγάλη θεολογική δύναμη.
Θα αναλύσω, όσο είναι δυνατόν πιο σύντομα, τους επτά λόγους που είπε ο Χριστός επάνω στον Σταυρό, οι οποίοι δείχνουν και την θεολογία των Παθών του Χριστού και της Σταυρώσεώς Του, αφού, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, «βασιλείας ο σταυρός σύμβολον». «Διά τούτο δε αυτόν βασιλέα καλώ, επειδή βλέπω αυτόν σταυρούμενον· βασιλέως γαρ εστί το υπέρ των αρχομένων αποθνήσκειν». Ο Χριστός ομιλεί ως Βασιλεύς του ουρανού και της γης, ως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.
Έτσι, σήμερα «προσεδρεύομεν τω βασιλεί· και διά ταύτα εορτήν άγομεν, σταυρού μνήμην τελούντες», εορτάζουμε τον Σταυρό του Χριστού και μυούμαστε στην θεολογία του Σταυρού και την θεολογία της δόξας.
1. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»
Πρώτος λόγος είναι η φράση του Χριστού: «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ΄, 34). Ο Χριστός στρέφεται στον Πατέρα Του και Τον παρακαλεί να συγχωρέση την αμαρτία τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν. Είναι ο πρώτος λόγος και, φυσικά, όταν ομιλούμε για τους επτά λόγους, θα τους παρουσιάσω χρονολογικά, όπως τους είπε, λαμβάνοντας αυτούς τους λόγους από όλους τους Ευαγγελιστές.
Με αυτόν τον πρώτο λόγο, όπως λέει και ο Λεόντιος ο Βυζάντιος, θεολόγος του 6ου αιώνος, φαίνεται ότι ο Χριστός είναι μεσίτης μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού Πατρός. Το ανθρώπινο γένος έφυγε από τον Παράδεισο, έχασε την επικοινωνία με τον Θεό και έρχεται τώρα ο Χριστός για να συμφιλιώση όχι τον Πατέρα με τους ανθρώπους, αλλά να επαναφέρη τους ανθρώπους στον Πατέρα. Οπότε εδώ παρουσιάζεται ότι ο Χριστός είναι μεσίτης.
Αυτό το συναντούμε στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο που γράφει: «Εις μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, ο δούς εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων» (Α΄ Τιμ. β΄, 5). Άλλωστε, είναι Εκείνος ο οποίος ένωσε την θεία με την ανθρώπινη φύση στην υπόστασή Του και με αυτόν τον τρόπο συμφιλίωσε τους ανθρώπους με τον Θεό.
Έπειτα, με τον λόγο αυτόν φαίνεται ότι ο Χριστός προσευχήθηκε στον Πατέρα Του, όχι γιατί ο Πατέρας αγνοούσε αυτό που ήθελε ο Υιός, αφού υπάρχει η ίδια θέληση και η ίδια ενέργεια μεταξύ του Θεού Πατρός και του Θεού Υιού, αλλά με αυτόν τον λόγο φανέρωσε τον Πατέρα Του, λέγοντας «πάτερ». Επάνω στον Σταυρό ομολογεί για ακόμη μια φορά αυτό που έλεγε πολλές φορές, ότι ο Πατέρας Του τον απέστειλε στον κόσμο, ότι Αυτός είναι Υιός του Πατρός. Έτσι, φανέρωσε για μια ακόμη φορά τον Πατέρα Του και ακόμη φανέρωσε ότι Αυτός είναι γνήσιος Υιός του Πατρός.
Αυτός ο λόγος «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» αναφέρεται, βέβαια, και στους Εβραίους που Τον εσταύρωσαν και στον λαό, ο οποίος έλεγε «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», αλλά και στους Μαθητές Του, οι οποίοι Τον είχαν εγκαταλείψει. Ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, ο Ιούδας Τον πρόδωσε και οι άλλοι Τον εγκατέλειψαν. Ο Ιούδας μόνος του καταστράφηκε, διότι στην συνέχεια αυτοκτόνησε, αλλά για τους άλλους ισχύει αυτός ο λόγος του Χριστού.
Και αυτός ο λόγος δείχνει και τον τρόπο τον οποίο και εμείς πρέπει να κάνουμε, όταν έχουμε διαφόρους εχθρούς που μας πολεμούν. Πρέπει να ζητάμε την άφεση των αμαρτιών τους, γιατί αυτό είναι έκφραση υψηλής πνευματικής ζωής. Κατά τον ιερόν Χρυσόστομο, «μιμησώμεθα τοίνυν τον Δεσπότην, και υπέρ των εχθρών ευχώμεθα».
2. «Γύναι, ίδε ο υιός σου», «Ιδού η μήτηρ σου»
Ο δεύτερος λόγος του Χριστού επάνω στον Σταυρό είναι αυτός που είπε στην Μητέρα Του, την Υπεραγία Θεοτόκο και στον Ιωάννη τον αγαπημένο Μαθητή Του. Εστράφη στην Παναγία την Μητέρα Του και είπε: «Γύναι, ίδε ο υιός σου» και μετά στράφηκε στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Μαθητή τον οποίο αγαπούσε και του είπε: «Ιδού η μήτηρ σου» (Ιω. ιθ΄, 26-27).
Όταν διαβάζουμε τα κείμενα των ιερών Ευαγγελίων, βλέπουμε ότι «ειστήκησαν παρά τω σταυρώ», ήταν κοντά εκεί στον Σταυρό η Μητέρα Του, η Υπεραγία Θεοτόκος, η αδελφή της Μητέρας Του, η Μαρία η του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή και ο Ιωάννης «ον ηγάπα» ο Ιησούς. Τους είδε ο Χριστός εκεί και είπε αυτόν τον λόγο (Ιω. ιθ΄, 25).
Λέει ο ιερός Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, ότι στον Σταυρό ο Χριστός όλα τα κάνει αταράχως, αφού ενδιαφέρεται μέσα στον πόνο Του και για την Μητέρα Του, εκπληρώνει τις προφητείες, ανοίγει τον Παράδεισο στον ληστή, ενώ προ του Σταυρού -όπως ήταν στον κήπο της Γεθσημανή- έχυνε ιδρώτα. Αυτό δείχνει ότι εκείνα τα οποία έγιναν στην Γεθσημανή, που παρακαλούσε και έλεγε «πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» ήταν της ανθρωπίνης φύσεως, ενώ αυτά που γίνονται στον Σταυρό ήταν της θείας δυνάμεως.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία αντικαθιστά την επιγραφή που τέθηκε επάνω στον Σταυρό «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων» με την επιγραφή «Ο Βασιλεύς της ∆όξης»· είναι δηλαδή ο Βασιλεύς της δόξης, που όλα τα κάνει με θεία δύναμη.
Και, βέβαια, εδώ δείχνει την αγάπη Του προς την Μητέρα Του και ότι η Παναγία ήταν πραγματική Μητέρα Του, από την οποία ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, και την αγαπούσε. ∆είχνει ακόμη και ότι αγαπούσε και τον Μαθητή Του, τον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, ο οποίος ήταν Παρθένος Μαθητής και Θεολόγος και αυτός Τον ακολούθησε μέχρι τον Σταυρό και σε αυτόν παρέδωκε την Μητέρα Του.
Η Μητέρα του Χριστού ήταν Παρθένος, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ήταν ο Παρθένος Μαθητής και ήταν αυτός που αγαπούσε πάρα πολύ τον Χριστό και τον αγαπούσε ο Χριστός. Οπότε, συνδέεται στενά η παρθενία με την θεολογία και την αγάπη. Ο Θεολόγος Μαθητής έπρεπε να παραλάβη την Παναγία και να την διαφυλάξη ως θησαυρό.
Επίσης, φαίνεται ότι συνδέεται πάρα πολύ στενά η Χριστολογία με την Θεοτοκολογία. ∆ηλαδή, αγαπάμε την Παναγία, επειδή την αγαπούσε ο Χριστός και αγαπάμε την Παναγία για να φθάσουμε στην αγάπη του Χριστού.
3. «Αμήν λέγω σοι· σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω»
Ο τρίτος λόγος του Χριστού επάνω στον Σταυρό ήταν αυτός που είπε στον εκ δεξιών ληστή: «Αμήν λέγω σοι· σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. κγ΄, 42-43). Σε βεβαιώνω ότι σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. Εξηγούν οι ερμηνευτές ότι αυτόν τον λόγο τον λέει ως άνθρωπος, διότι ως Θεός ήταν πάντοτε στον Παράδεισο. Το «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω», ότι θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο έχει και την έννοια ότι θα είναι ο ληστής μαζί Του στον Παράδεισο, αλλά έχει και την έννοια ότι ως Θεός ήταν στον Παράδεισο, αλλά τώρα και η ανθρώπινη φύση, χωρίς την θνητότητα και την παθητότητα, θα απολαύση αυτήν την δόξα.
Λέγει ο ιερός Χρυσόστομος ότι την ημέρα και την ώρα αυτή που ο Χριστός έβαλε τον ληστή στον Παράδεισο, έκανε δύο «κατορθώματα». «Εν μεν, ότι παράδεισον ηνέωξεν, έτερον δε, ότι ληστήν εισήγαγε». Έτσι, με αυτόν τον λόγο «σήμερον απέδωκεν ημίν την αρχαίαν πατρίδα, σήμερον επανήγαγεν ημάς επί την πατρώαν πόλιν, και την οικίαν εχαρίσατο τη κοινή των ανθρώπων φύσει».
Ο ιερός Θεοφύλακτος, σχολιάζοντας αυτό το γεγονός, παρατηρεί ότι ο Χριστός «ως μεν άνθρωπος εν τω σταυρώ, ως δε Θεός πανταχού», δηλαδή, ως άνθρωπος ήταν επάνω στον Σταυρό, ως Θεός είναι πανταχού, «κακεί καν εν τω παραδείσω πάντα πληρών», και εδώ στον Σταυρό και στον Παράδεισο, οπουδήποτε κι αν ήταν, όλα τα πληροί με την θεότητά Του.
Στην φράση «μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» πρέπει να τονισθή κάτι το οποίο λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Μητροπολίτης Εφέσου, ο οποίος έζησε τον 15ο αιώνα, και είναι μεγάλος Ομολογητής της πίστεως. Όταν στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) συζήτησαν το θέμα του καθαρτηρίου πυρός, ο άγιος Μάρκος έκανε την διάκριση ότι άλλο είναι ο Παράδεισος, δηλαδή, όταν πεθαίνουν οι άγιοι, χωρίζεται η ψυχή από το σώμα και πηγαίνει στον Παράδεισο, και άλλο είναι η Βασιλεία του Θεού που θα ισχύση και θα γίνη μετά την ∆ευτέρα Παρουσία του Χριστού. Τώρα, δηλαδή, οι ψυχές των Αγίων είναι στον Παράδεισο, αλλά μετά την ∆ευτέρα Παρουσία του Χριστού που θα αναστηθούν τα σώματα και ο άνθρωπος θα έχη και ψυχή και σώμα, τότε θα εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού.
Να θυμίσω ότι ο Χριστός είπε αυτόν τον λόγο, γιατί έγινε ένας μικρός διάλογος επάνω στον Σταυρό μεταξύ των ληστών. Ο Χριστός ήταν καρφωμένος στον Σταυρό, όλοι όσοι βρίσκονταν από κάτω Τον βλασφημούσαν. Μάλιστα Του έλεγαν, αν είναι Θεός να κατεβή από τον Σταυρό για να Τον πιστεύσουν.
Μέσα σε όλα αυτά και ο εξ αριστερών ληστής είπε στον Χριστό: «Ει συ ει Χριστός σώσον σεαυτόν και ημάς», εάν εσύ είσαι ο Χριστός, τότε να σώσης και τον εαυτό σου και εμάς. Τότε ο εκ δεξιών ληστής, εστράφη στον εξ αριστερών ληστή και του είπε: «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει;», δεν φοβάσαι καθόλου τον Θεό ότι και εσύ είσαι σταυρωμένος; «Και ημείς μεν δικαίως· άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν. Και έλεγε τω Ιησού· μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. κγ΄, 39-43).
Ο εκ δεξιών ληστής αποδεικνύεται ένας πραγματικός θεολόγος. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο ληστής αυτός έλαβε την βασιλεία: «Είδες φιλοσοφίαν ληστού, είδες σύνεσιν, είδες διδασκαλίαν· αθρόον από σταυρού προς τον ουρανόν ανέπτη», δηλαδή πέταξε από τον σταυρό στον ουρανό!
Ο εκ δεξιών ληστής επάνω στον σταυρό είναι μεγάλος θεολόγος για πολλούς λόγους. Πρώτον, αναγνωρίζει ότι ο Χριστός είναι Θεός και είπε: «∆εν φοβάσαι τον Θεό;». Είναι εκπληκτικό, να είναι κανείς επάνω στον σταυρό και εκεί στον σταυρό καρφωμένος και πονεμένος, να αποκτήση την γνώση του Θεού. ∆εύτερον, ο εκ δεξιών ληστής διακρίνεται και από μια αυτομεμψία, αφού μέμφεται τον εαυτό του, όταν λέη «και ημείς άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος ουδέν άτοπον έπραξε», εμείς μεν απολαμβάνουμε για τα άτοπα που πράξαμε. Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη αυτομεμψία. Και το τρίτο είναι ότι πιστεύει ότι υπάρχει άλλη ζωή και πιστεύει ότι υπάρχει Παράδεισος, υπάρχει η Βασιλεία του Θεού, γι’ αυτό και λέει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Αυτή είναι πολύ μεγάλη θεολογία. Έτσι, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ο ληστής επάνω στον σταυρό δεν ξέχασε την τέχνη του, αλλά με την ομολογία του αυτή «ληστεύει την βασιλείαν».
Επίσης, το περιστατικό αυτό δείχνει ότι επάνω στον Γολγοθά είναι τρεις σταυροί, στο μέσον είναι ο Σταυρός του Χριστού, δεξιά και αριστερά είναι οι σταυροί των ληστών. Και οι δύο ήταν ληστές, ο ένας δεν ήταν καλύτερος από τον άλλον, ο εκ δεξιών ληστής δεν ήταν καλύτερος από τον εξ αριστερών ληστή. Ποια, όμως, είναι η διαφορά; Η διαφορά είναι ότι ο ένας ληστής ομολογεί τα αμαρτήματά του και ομολογεί ότι ο Χριστός είναι Θεός, ενώ ο άλλος ληστής αρνείται να ομολογήση την αμαρτία του, αλλά αρνείται και την θεότητα του Χριστού.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Είδες ληστήν και ληστήν; Αμφότεροι εν τω σταυρώ, αμφότεροι από πονηρίας, αμφότεροι από βίου ληστρικού, αλλ’ ουκ αμφότεροι εν τοις αυτοίς». Ο ένας κληρονόμησε βασιλεία και ο άλλος πήγε στην κόλαση.
Αυτό σημαίνει ότι ο Γολγοθάς δείχνει όλη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Ο Χριστός ως Εσταυρωμένος και Αναστάς Θεός είναι στο κέντρο της ανθρωπότητος και της ιστορίας, και εμείς όλοι ομοιάζουμε με τους ληστές, αφού όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Η διαφορά, όμως, είναι ότι κάποιος ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και ζητά συγχώρεση για να τον θυμηθή στην Βασιλεία Του και ο άλλος Τον αρνείται.
4. «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;»
Ο τέταρτος λόγος του Χριστού επί του Σταυρού είναι ένας δυσερμήνευτος λόγος για τους πολλούς, αλλά όχι και για τους Πατέρες, είναι το: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» (Ματθ. κζ΄, 46), δηλαδή ο Χριστός είπε στον Πατέρα Του: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»
Αυτός ο λόγος είναι ένα μυστήριο, διότι ο Χριστός ως Θεός δεν χωρίστηκε ποτέ από τον Πατέρα Του. Είναι δυνατόν ο Υιός και Λόγος του Θεού να χωρισθή από τον Πατέρα Του; Εμείς ξέρουμε ότι έχουν την ίδια ουσία, την ίδια ενέργεια, ο Λόγος του Θεού είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Ο Ίδιος είπε στους Μαθητές Του, ότι θα Τον εγκαταλείψουν και θα Τον αφήσουν μόνον, αλλά δεν θα είναι μόνος μου, γιατί «ο πατήρ μετ’ εμού εστι», θα είναι ο Πατήρ μαζί μου (Ιω. ιστ΄, 32).
Τότε γιατί λέει «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;». Μήπως το λέει επειδή χωρίστηκαν οι δύο φύσεις στον Χριστό; Ξέρουμε ότι στον Χριστό ενώθηκαν οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, στην υπόσταση του Λόγου. Μήπως, λοιπόν, στον Σταυρό εγκατέλειψε η θεία φύση για λίγο την ανθρώπινη φύση, όπως λένε μερικοί, ώστε ο Χριστός να πονέση πολύ; Αυτό δεν ευσταθή, γιατί η ∆΄ Οικουμενική Σύνοδος ομολόγησε ότι οι δύο φύσεις στον Χριστό είναι ενωμένες πάντοτε «ασυγχύτως, ατρέπτως», αλλά και «αδιαιρέτως και αχωρίστως», οπότε, δεν χωρίσθηκαν ποτέ οι δύο φύσεις και δεν διαιρέθηκαν ποτέ.
Ο άγιος Ιωάννης ο ∆αμασκηνός γράφει ότι, όπως έχουμε ένα δένδρο το οποίο φωτίζει ο ήλιος και ο ξυλοκόπος τεμαχίζει το δένδρο, αλλά δεν τεμαχίζεται η ενέργεια του ηλίου που το φωτίζει, έτσι έγινε και στον Χριστό κατά την διάρκεια του πάθους Του. Είναι πάντοτε ενωμένη η θεία με την ανθρώπινη φύση επάνω στον Σταυρό, πονά η ανθρώπινη φύση, αλλά η θεότητα δεν έπαθε απολύτως τίποτα, έμεινε απαθής.
Τότε πως ερμηνεύεται αυτός ο λόγος «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;»; Μια ερμηνεία πολύ καταπληκτική δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας μας. Λέει ότι με τον λόγο Του αυτόν ο Χριστός «εν εαυτώ τυποί το ημέτερον», δηλαδή εκείνη την ώρα ομιλεί αντί ημών. ∆ιότι εμείς ήμασταν οι παραθεωρημένοι και οι εγκαταλελειμμένοι από τον Θεό, που σημαίνει ότι εμείς εγκαταλείψαμε τον Θεό, εμείς φύγαμε μακριά από Αυτόν, και έπειτα εμείς είμαστε προσληφθέντες και σεσωσμένοι με τα Πάθη του απαθούς. Εκείνη την ώρα, δηλαδή, ο Χριστός εξέφρασε την αγωνία όλων των ανθρώπων και ομιλούσε και πονούσε για όλους τους ανθρώπους που αισθάνονται την εγκατάλειψη του Θεού, διότι εμείς εγκαταλείψαμε τον Θεό.
Επίσης, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει ότι «εγκατάλειψιν νοήσεις και την του πάθους συγχώρησιν». Δηλαδή, η κένωση του Χριστού, που άρχισε με την ενανθρώπησή Του, έφθασε στο βαθύτερο σημείο της. Και αυτό λέγεται «εγκατάλειψη».
5. «∆ιψώ»
Ο πέμπτος λόγος είναι το «διψώ» (Ιω. ιθ΄, 28) που είπε ο Χριστός κάποια στιγμή. Αυτό αναφέρεται στην προφητεία την οποία εκφράζει ο Προφητάναξ ∆αβίδ στην Παλαιά ∆ιαθήκη στους Ψαλμούς: «Εξηράνθη ως όστρακον η ισχύς μου, και η γλώσσά μου κεκόλληται τω λάρυγγί μου και εις χούν θανάτου κατήγαγές με» (Ψαλμ. κα΄, 16). Αυτό το είπε ο ∆αβίδ χίλια χρόνια πριν από τον Σταυρό του Χριστού. Επειδή έβλεπε μπροστά του τον Σταυρό και την δίψα του Χριστού.
Η δίψα αυτή προήλθε από την ξηρασία του σώματος, επειδή έχασε αίμα, άρα προήλθε από την απώλεια του αίματος και από την απώλεια ύδατος, από αφυδάτωση, και δείχνει ότι ο Χριστός είχε πραγματικό σώμα, δεν ήταν κατά δόκηση άνθρωπος, δηλαδή φαινομενικά και κατά φαντασία άνθρωπος, αλλά είχε πραγματικό σώμα. Και όταν το σώμα χάνη νερό το οποίο έχει μέσα του, ο άνθρωπος διψά. Αυτό δείχνει ότι ο Χριστός διψούσε, αλλά αυτά δεν ενεργούσαν στον Χριστό αναγκαστικά, αφού ήθελε και διψούσε, για να δείξη ότι είχε πραγματικό ανθρώπινο σώμα.
Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, η σάρκα του Χριστού «πάσχει τι πάλιν εν τελευταίοις» «ίδιόν τι και φυσικόν», αφού οι πόνοι ήταν δεινοί. Έτσι ο Χριστός «ώσπερ εκών αφήκε παθείν τα έτερα, πάσχει και τούτο καθ’ εκούσιον βούλησιν». Ο Χριστός είχε πραγματικό σώμα, αλλά τίποτε στον Χριστό δεν γίνεται εξαναγκασμένο.
Και επί πλέον, αυτός ο λόγος δείχνει την δίψα του Χριστού για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. ∆ηλαδή, ο Χριστός έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και υπέφερε πολύ, ανέβηκε στον Σταυρό και πληγώθηκε βαθύτατα, διότι διψούσε την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Είναι μια αναγωγική ερμηνεία, πέρα από την πραγματική ερμηνεία, ότι πράγματι το σώμα ήταν αληθινό σώμα και η απώλεια του νερού ήταν εκείνο που προξένησε την μεγάλη δίψα.
6. «Τετέλεσται»
Ο έκτος λόγος του Χριστού, που είναι γνωστός σε όλους, είναι το «τετέλεσται» (Ιω. ιθ΄, 30), δηλαδή, όλα έχουν τελειώσει. Τι θα πη το «τετέλεσται» που είπε ο Χριστός;
Μια ερμηνεία είναι ότι εκπληρώθηκαν όλες οι προφητείες, δηλαδή όσα είπαν οι Προφήτες στην Παλαιά ∆ιαθήκη για τον Χριστό, όλα έχουν πραγματοποιηθή.
Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι τελείωσε το έργο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. ∆ηλαδή, ο Χριστός επάνω στον Σταυρό νίκησε τον θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος «απεκδυσάμενος τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ» (Κολ. β΄, 15). Ο Χριστός στον Σταυρό απέκδυσε όλη την εξουσία του διαβόλου. Κατά τον ιερό Ζιγαβηνό, «τετέλεσται, απήρτισται, ουδέν ελλείπει».
Επίσης, το «τετέλεσται» δείχνει ότι ο Χριστός έφθασε στο τελικό σημείο της κενώσεως, δείχνει την άκρα ταπείνωση και την άκρα κένωση του Υιού και Λόγου του Θεού. ∆ηλαδή, το ότι ο Χριστός ενηνθρώπησε, το ότι προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, άκρως καθαρή, πάντως όμως θνητή και παθητή, αυτή είναι η μεγάλη κένωση του Υιού και Λόγου του Θεού, και στην συνέχεια με την Σταύρωση έφθασε στο αποκορύφωμα της κενώσεως. Είναι αυτό που γράφει ο Απόστολος Παύλος, ότι ο Χριστός είναι Θεός και «εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β΄, 7-8).
Αυτή είναι η άκρα ταπείνωση του Χριστού, είναι η μεγάλη θεολογία της κενώσεως, η μεγάλη θεολογία της ταπεινώσεως. ∆ηλαδή, για να γίνη κανείς πραγματικός θεολόγος, πρέπει να φθάση στην άκρα κένωση. Όσο κανείς κενώνεται από όλα τα εγκόσμια, από όλα τα ανθρώπινα και ζη την κένωση ως αγάπη, επειδή αυτή η κένωση του Χριστού επάνω στον Σταυρό εξέφρασε την πολύ μεγάλη αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο, τόσο αυτή η κένωση, αυτή η μεγάλη ταπείνωση, είναι η υπερτάτη θεολογία.
7. «Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε· πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι το πνεύμά μου»
Και τέλος, ο έβδομος λόγος του Χριστού που αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά είναι: «Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε· πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι το πνεύμά μου» (Λουκ. κγ΄, 46).
Ο Χριστός φώναξε πολύ δυνατά. Αυτό είναι περίεργο, διότι ύστερα από τόση μεγάλη ταλαιπωρία με τα Πάθη και τον Σταυρό, που χύνεται το αίμα, ο Χριστός έχει τόση μεγάλη δύναμη. Συνήθως, όταν κάποιος ξεψυχά, όπως λέμε, όταν προετοιμάζεται η ψυχή να φύγη από το σώμα, τότε είναι σε πλήρη αδυναμία. Εδώ βλέπουμε ότι «φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε· πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι το πνεύμά μου». Εδώ το «φωνήσας φωνή μεγάλη» δείχνει ότι ο Χριστός πεθαίνει επάνω στον Σταυρό «δεσποτικώς» και όχι ως άνθρωπος.
Έπειτα, δείχνει ότι παρέδωκε το πνεύμα, την ψυχή Του στον Πατέρα Του. Πρώτη φορά έγινε αυτό. Μέχρι τότε, όταν έφευγαν οι ψυχές από τα σώματα των ανθρώπων, τις παρελάμβανε ο διάβολος και τις πήγαινε στον Άδη. Πρώτη φορά γίνεται αυτό, που η ψυχή δεν φεύγει μόνη της από το σώμα, ούτε την παραλαμβάνει ο διάβολος, αλλά παραδίδεται από τον Ίδιο τον Χριστό στον Πατέρα Του.
Αυτός, βέβαια, ο λόγος συνδέεται με τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στο Ευαγγέλιό του, που λέει: «Και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιω. ιθ΄, 30). ∆ηλαδή, ο Χριστός έκλινε την κεφαλή Του και παρέδωκε το πνεύμα Του, ως Θεός. Και αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που γίνεται στους άλλους ανθρώπους. Στους ανθρώπους πρώτα φεύγει η ψυχή και έπειτα η κεφαλή χάνει την ευστάθεια και κλίνει. Εδώ ο Χριστός πρώτα έκλινε την κεφαλή, και μετά αυτοβούλως ως Θεός παρέδωκε το πνεύμα Του, δηλαδή δεν βγήκε μόνη της η ψυχή, και φυσικά παραδόθηκε στον Πατέρα.
Αυτό το εξηγούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Ουδέ γαρ επειδή εξέπνευσεν, έκλινε την κεφαλήν, όπερ εφ’ ημίν γίνεται, αλλά επειδή έκλινε την κεφαλήν, τότε εξέπνευσεν». Ο ιερός Ζιγαβηνός γράφει: «Ότε ηθέλησεν, τότε απέθανεν». Ο ιερός Θεοφύλακτος γράφει ότι εμείς «πρότερον εκπνέομεν, είτα κλίνομεν την κεφαλήν», ενώ ο Χριστός «πρότερον έκλινεν, είτα εξέψυξε». Αυτό σημαίνει «ότι του θανάτου αυτός κύριος ην και πάντα κατ’ εξουσίαν εποίει». Ο άγιος Ιωάννης ο ∆αμασκηνός γράφει ότι ο θάνατος υπήκουσε ως δούλος στο πρόσταγμα του Θεού και προσήλθε με φόβο και τρόμο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι το άγκιστρο με το οποίο συνελήφθη ο διάβολος και ο θάνατος.
* * *
Αυτοί είναι οι επτά λόγοι του Χριστού επάνω στον Σταυρό και αυτό δείχνει όλη την θεολογία του έργου του Χριστού, δηλαδή τι ήρθε ο Χριστός να κάνη στον κόσμο, αλλά και την θεολογία των Παθών και του Σταυρού του Χριστού. Αυτό δείχνει την «θεολογία του Σταυρού» και την «θεολογία της δόξας».
Όταν μελετήση κανείς προσεκτικά αυτούς τους επτά λόγους του Χριστού, βλέπει μια δυνατή θεολογία που εκφράσθηκε μέσα στο σκοτάδι που έπεσε εκείνη την ώρα σε όλη την γη. Αυτό σημαίνει ότι, όταν και εμείς είμαστε σε ένα σκοτάδι από θλίψη, από ταλαιπωρία, από στενοχώρια, από θανάτους αγαπητών μας ανθρώπων, εάν είμαστε συνδεδεμένοι με τον Χριστό, τότε οι λόγοι μας θα έχουν μεγάλη δύναμη. Τότε θα έχουμε πολύ μεγάλη πίστη και την ώρα που η ψυχή θα φεύγη από το σώμα εν Χριστώ, θα φεύγη όχι με απελπισία, αλλά με ελπίδα συναντήσεως με τον Θεό.
Επομένως, σε οποιοδήποτε σκοτάδι και αν βρισκόμαστε, όταν συνδεόμαστε με τον Χριστό, έχουμε δύναμη μεγάλη και νικάμε τον θάνατο και τον διάβολο. Σε κάθε δύσκολη στιγμή οι λόγοι μας πρέπει να είναι θεολογικοί, να αντέχουν στην αιωνιότητα.Τότε είμαστε φίλοι του Χριστού.
Ο Σταυρός του Χριστού είναι «η καθέδρα της ορθοδόξου θεολογίας» (άγιος Ιγνάτιος Μπραντσιανίνωφ), είναι ο θεολογικός άμβωνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όταν και εμείς είμαστε συσταυρωμένοι με τον Χριστό, τότε οι λόγοι μας είναι θεολογικοί.
Αυτό σημαίνει ότι συγχωρούμε τους εχθρούς μας, αγαπάμε την Υπεραγία Θεοτόκο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως αληθινό Θεό, ζούμε την άφατη κένωση της αγάπης για όλους τους ανθρώπους, διψάμε την σωτηρία μας και την σωτηρία των αδελφών μας, τελειώνουμε καλώς την ζωή μας, τηρώντας το θέλημα του Θεού, και, τελικά, παραδίδουμε την ψυχή μας στον Θεό.
Συσταυρωμένοι με τον Χριστό είμαστε αναπαυμένοι, έχουμε πληρότητα ζωής, σύμφωνα με τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Διά τούτο ουκ έτι εσμέν εν χηρεία· τον γαρ νυμφίον απειλήφαμεν· ου δεδοίκαμεν τον λύκον· τον γαρ ποιμένα τον καλόν έχομεν». Συσταυρωμένοι με τον Χριστό δεν έχουμε πνευματική χηρεία, γιατί έχουμε Νυμφίον, δεν φοβόμαστε τον λύκο-διάβολο, γιατί έχουμε Ποιμένα καλό. Αυτό είναι υπόθεση πνευματικής εορτής.