Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Σε δημόσιες συζητήσεις έγινε λόγος κατά πόσον η Εκκλησία θα βαπτίζει τα υιοθετημένα τέκνα από τους «γάμους των ομοφυλοφίλων».
Θα καταγράψω μερικές σκέψεις για το θέμα αυτό.
1. Συζήτηση για το θέμα
Είναι αληθές ότι τέθηκε το θέμα στην Ιεραρχία υπό τύπον προβληματισμού κατά πόσον θα βαπτίζονται τα τέκνα που θα υιοθετηθούν από «πολιτικούς γάμους ομοφυλοφίλων», με την έννοια να μελετηθεί από τα Συνοδικά Όργανα, δηλαδή την Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Το σκεπτικό είναι ότι η περίπτωση αυτή διαφέρει από τις περιπτώσεις των τέκνων που προέρχονται από τον πολιτικό γάμο, ανδρός και γυναικός, κυρίως με την γέννηση τέκνων υπ’ αυτών. Και αυτή η πρόταση ετέθη για να υπάρχουν μερικά όρια και να μη εκκοσμικεύεται η Εκκλησία.
Είναι, επίσης, αληθές ότι δεν ευθύνονται τα ανήλικα τέκνα για την συμπεριφορά των γονέων τους είτε των δύο φύλων είτε του ιδίου φύλου. Τα ανήλικα τέκνα έχουν δική τους ύπαρξη, η οποία όμως όσο είναι νήπια δεν μπορεί να εκφρασθεί και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η συγκατάθεση των γονέων ή των επιτρόπων. Ούτε, βεβαίως το Μυστήριο του Βαπτίσματος πρέπει να τίθεται στην προοπτική της τιμωρίας του παιδιού ένεκα της επιλογής των φυσικών ή θετών γονέων του.
2. Βάπτιση τέκνων από «πολιτικό γάμο ετεροφύλων»
Το θέμα της βαπτίσεως των νηπίων ετέθη στο παρελθόν, κατά την συζήτηση των συνεπειών του «πολιτικού γάμου των ετεροφύλων».
Στην υπ’ αριθμ. 2309 (Αριθ. Πρωτ. 240/21-1-1982) Εγκύκλιο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος «ο τελών πολιτικόν γάμον…..καταπατεί δημοσία και ενσυνειδήτως την περί των 7 Μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας μας» διό και «η Ιερά Σύνοδος κρίνει ότι ο ούτω συμπεριφερόμενος εκφράζει την θέλησιν και προχωρεί εις την εκπλήρωσιν της, όπως παύση του λοιπού ανήκων ουσιαστικώς εις την εξ ης προέρχεται Εκκλησίαν. Η συνέπεια και ειλικρίνεια επιβάλλει ο τοιούτος να παύση και τυπικώς πλέον να ανήκη εις τους κόλπους της».
Στην συνέχεια η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με την υπ΄αριθμ. 2395/ Αριθ.2767/ 5-9-1984 απεφάνθη ότι «δέον να βαπτίζωνται τα εκ των πολιτικών γάμων τέκνα», εννοείται των ετεροφύλων, με το σκεπτικό ότι «πολλοί πολιτικοί γάμοι τελούνται υπό την πίεσιν και την ανάγκην ειδικών οικογενειακών και κοινωνικών συνθηκών και όχι λόγω περιφρονήσεως του θρησκευτικού γάμου και αρνήσεως της Εκκλησίας, δι’ ο και, εν καιρώ ευθέτω, τελούν οι γονείς ούτοι και τον θρησκευτικόν γάμον, αποκαθιστώντες εαυτούς εις την κανονικήν τάξιν». Έτσι, εκτός του ότι «έκαστον των οποίων (των τέκνων) αποτελεί ιδίαν εικόνα του Θεού και ανεξάρτητον ηθικήν προσωπικότητα», συγχρόνως με την «συγκαταβατικήν συμπεριφοράν» της Εκκλησίας να βαπτίζωνται τα τέκνα «οι γονείς αυτών επηρεάζονται ευμενώς και διευκολύνονται τα μέγιστα εις την, εν καιρώ, τέλεσιν και του θρησκευτικού γάμου, προς πλήρη αποκατάστασιν των πνευματικών των δεσμών μετά της Μητρός Εκκλησίας».
Το σκεπτικόν της Εγκυκλίου είναι σαφέστατον, ότι η άδεια για την βάπτιση των τέκνων που προέρχονται από πολιτικούς γάμους ετεροφύλων, είναι συγκαταβατική και στην προπτική αποκαταστάσεως και των γονέων στην κανονική τάξη.
Οι Συνοδικές αυτές αποφάσεις ισχύουν και μάλιστα πρόσφατα επιβεβαιώθηκαν με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 2862/3-7-2020 Εγκύκλιον Σημείωμα της Ιεράς Συνόδου με την προσθήκη «ότι ο διαλυθείς εκ διαφόρων αιτίων, πολιτικός γάμος δεν θεωρείται απαραιτήτως δείγμα μετανοίας και επιστροφής εις την εκκλησιαστικήν τάξιν και ως εκ τούτου, η παράστασις αναδόχου εκ διαλυθέντος γάμου κανονικώς δεν γίνεται αποδεκτή». Επί πλέον, διευκρινίζεται ότι η τυχόν «εξαίρεσις εξ αυτού επαφίεται εις την έμφρονα ποιμαντικήν κρίσιν εκάστου Μητροπολίτου, ενεργούντος κατ’ οικονομίαν και οπωσδήποτε, κατά περίπτωσιν».
Επομένως, το «κατ’ οικονομίαν» και «οπωσδήποτε κατά περίπτωσιν» και επί πλέον το με «την έμφρονα ποιμαντικήν κρίσιν εκάστου Μητροπολίτου» παράσταση αναδόχου εκ διαλυθέντος γάμου είναι απολύτως δεσμευτικά για την κατά περίπτωσιν οικονομίαν και εξαίρεσιν, που δεν ανατρέπει την γενική ακρίβεια, και τον γενικό κανόνα! Δεν είναι δυνατόν η οικονομία να γενικευθεί και να μετατραπεί σε ακρίβεια!
Αυτά ισχύουν για τον «πολιτικό γάμο» των ετεροφύλων.
3. Βάπτιση τέκνων από «πολιτικό γάμο ομοφυλοφίλων»
Στην περίπτωση των ομοφυλοφίλων που συνάπτουν «πολιτικό γάμο» τα δεδομένα είναι τελείως διαφορετικά από τον «πολιτικό γάμο των ετεροφύλων», και μάλιστα είναι πλέον αυστηρά, διότι εισάγεται «πολιτικός γάμος» ατόμων του ιδίου φύλου, που ανατρέπει το πρότυπο της εκ δύο φύλων οικογενείας.
Θεωρώ ότι το θέμα αυτό θα εξετασθεί κυρίως στο ότι δεν πρόκειται για «ζευγάρια» ετεροφύλων, αλλά για άτομα του ιδίου φύλου, που και εάν μετανοήσουν δεν μπορούν να τελέσουν εκκλησιαστικό γάμο και να εκκλησιοποιήσουν την «σχέση» τους. Επίσης, όταν πρόκειται περί δύο ανδρών δεν πρόκειται να συλλάβουν δικό τους τέκνο, το οποίο θα το υιοθετήσουν είτε από διαθέσιμα βρέφη είτε από «παρένθετη κύηση», «παρένθετη μητρότητα».
Επί πλέον οι συνάπτοντες τέτοιον «ομοφυλόφιλο γάμο» προσβάλλουν, εκτός από τον ιερό θεσμό του γάμου, και τον ιερό θεσμό της οικογενείας, διότι συγκροτούν μίαν άλλην οικογένεια, η οποία είναι αντιεκκλησιαστική και καταδικάστηκε από την Ιεραρχία ομοφώνως, αλλά καταδικάζεται και από όλη την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα.
Έτσι, στην περίπτωση που θα ήθελαν οι ομοφυλόφιλοι να βαπτίσουν τα καθ’ οιονδήποτε τρόπον αποκτηθέντα τέκνα τους, θα προσέλθουν στο Μυστήριο του Βαπτίσματος ως «ζεύγος», θα φωτογραφηθούν κατά την διάρκεια του μυστηρίου του Βαπτίσματος δίπλα στον Ιερέα και θα υπογράψουν ως γονέας 1 και γονέας 2. Ακόμη, ο ανάδοχος ο οποίος θα παρουσιασθεί ή θα είναι της αυτής νοοτροπίας με τους «ομοφυλόφιλους γονείς» ή θα συνευδοκή με τις επιλογές τους.
Με αυτές τις συνθήκες, αν ένας Κληρικός τελέσει βάπτιση τέκνου «ομοφυλοφίλων», «εν τοις πράγμασιν» συνευδοκεί με τις ενέργειές τους και καταργεί ή υπονομεύει την ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος της 23ης Ιανουαρίου 2024. Και βεβαίως με τον τρόπον αυτόν εκκοσμικεύονται τα πάντα, ήτοι και η Θεολογία και η εκκλησιαστική ζωή.
Συν τοις άλλοις οι ομοφυλόφιλοι γονείς θα προσαγάγουν τα τυχόν βαπτισθέντα τέκνα τους στην θεία Ευχαριστία για την μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού, αφού συνδέεται το μυστήριο του Βαπτίσματος-Χρίσματος με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ενδεχομένως θα θελήσουν και αυτοί να κοινωνήσουν, προκαλώντας δημοσίως και προσβάλλοντας όλο το εκκλησιαστικό πολίτευμα ότι δήθεν αποδεχόμαστε οικογένεια «ομολοφυλοφίλων»!
Αν αυτό δεν συνιστά εκκοσμίκευση των Μυστηρίων, της οικογένειας, του γάμου και της εκκλησιαστικής ζωής, τότε τι είναι τελικά η εκκοσμίκευση;
4. Η Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων για τον νηπιοβαπτισμό
Πρέπει, όμως, να εξετασθεί και το θέμα του νηπιοβαπτισμού γενικότερα. Η ιστορία της εισαγωγής του νηπτιοβαπτισμού στην Εκκλησία δείχνει ότι η Εκκλησία αποδέχθηκε τον νηπιοβαπτισμό, διότι είχε την βεβαιότητα ότι τα βαπτισθέντα τέκνα θα κατηχηθούν από τον ανάδοχον και από τους γονείς και την οικογένεια στην οποία θα μεγαλώσουν, οι οποίοι θα ζουν μέσα στην Εκκλησία με όλη την παράδοσή της.
Όμως, όταν η Εκκλησία εκ των προτέρων γνωρίζει ότι το νήπιο θα μεγαλώσει σε μια οικογένεια η οποία αρνείται και μάλιστα προσβάλλει τον ιερό θεσμό του γάμου και της οικογένειας, και ο ανάδοχος, κατά διάφορους βαθμούς θα είναι της ίδιας νοοτροπίας, τότε πως θα εμπιστευθεί ένα νέο και μικράς ηλικίας μέλος της σε αυτήν την οικογένεια; Πως θα δώσουν ομολογία πίστεως; Πως θα το κατηχήσουν ορθοδόξως; Τι πρότυπα θα του προσφέρουν;
Για το θέμα αυτό υφίσταται κείμενο της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο εξεδόθη το 2012, επί προεδρείας του μακαριστού Μητροπολίτου Φιλίππων κυρού Προκοπίου και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, για την γνώση και την ενημέρωση όλων των Χριστιανών, «περί του αναδόχου», αλλά και των γονέων που αναπληρώνουν «την έλλειψη βουλήσεως του νηπίου». Γράφεται στο κείμενο αυτό της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων.
«Το μυστήριο του βαπτίσματος είναι ο μοναδικός τρόπος, με τον οποίον ο άνθρωπος, με την δύναμη της Χάριτος του Θεού, αφαρπάζεται από την κυριαρχία του πονηρού, αναγεννάται και εντάσσεται στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Το βάπτισμα είναι «φυτεία προς αθανασίαν» (Μ. Αθανάσιος, PG.29,10) και «όχημα προς τον ουρανόν, βασιλείας πρόξενον, υιοθεσίας χάρισμα» (Μ. Βασίλειος, PG.31,433). Ο ίδιος ο Κύριος βαπτίσθηκε και μίλησε για το βάπτισμα εις το όνομα της Αγ. Τριάδος. Αποστέλλοντας εις το κήρυγμα τους αγίους Αποστόλους, μετά την Ανάσταση, τους είπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος…» (Ματθ. κη΄19). «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄16). Ακολουθούντες την σαφή εντολή του Κυρίου έκτοτε οι Απόστολοι και κατ’ επέκτασιν η Εκκλησία βάπτιζαν κατόπιν ομολογίας της πίστεως. Έτσι ο Απόστολος Πέτρος, την ημέρα της Πεντηκοστής, μετά το κήρυγμα, συνέστησε εις το πλήθος των ακροατών του να μετανοήσουν και εν συνεχεία να βαπτισθούν.
Πολύ ενωρίς -το αργότερο κατά το δεύτερον ήμισυ του β΄αιώνος- και ταχέως οριστικώς κατά τον 5ο αιώνα- επεκράτησε ο νηπιοβαπτισμός. Από την Κ. Διαθήκη πληροφορούμεθα ότι νήπια βαπτίζονταν υπό της Εκκλησίας ήδη από τον α΄ μ.Χ. αιώνα (Πρξ.στ΄13-15, 31-33, ιη΄8, ι΄1-2, 24, 44, 47, 48). Κατά τους πρώτους αιώνες οι περισσότεροι δέχονταν το βάπτισμα σε ώριμη ηλικία, ο δε ανάδοχος, μνημονευόμενος το πρώτον κατά την καμπή του 2ου προς 3ο αιώνα, παρίστατο ως εγγυητής των ειλικρινών προθέσεων και της πίστεως του βαπτιζομένου. Σήμερα ορίζεται μεν υπό του έχοντος την επιμέλεια του παιδιού, είναι δε ο εγγυητής έναντι της Εκκλησίας, και αναπληρώνει την έλλειψη βουλήσεως του νηπίου, παράλληλα βεβαίως με τους γονείς, και ομολογεί την πίστη εξ ονόματός του. Ομολογεί βεβαίως την ορθόδοξη πίστη και αναλαμβάνει την υποχρέωση να διδάξει τον νεοφώτιστο, μαζί με τους γονείς, μόλις έλθει σε κατάλληλη ηλικία, το περιεχόμενο της πίστεώς μας.
Το πρόσωπο του αναδόχου είναι ιερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικής συγγένειας με τον αναδεκτό (ή την αναδεκτή) και την οικογένειά του. Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ο ανάδοχος είναι «εγγυητής εις Χριστόν, ώστε τηρείν τα της πίστεως και χριστιανικώς ζην». (PG 155, 213). Ως εκ της φύσεως του λειτουργήματός του επιβάλλεται να τυγχάνει της εμπιστοσύνης και αποδοχής της Εκκλησίας, και να είναι ενεργό μέλος αυτής.
Επομένως δεν επιτρέπεται να παρίστανται ως ανάδοχοι εις το μυστήριο του Βαπτίσματος: οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι, οι σχισματικοί, και οι αφορισμένοι. Δεν γίνονται επίσης δεκτοί οι γονείς του βαπτιζομένου (ν. 26 Λέοντος του Δ΄), οι κληρικοί και οι μοναχοί (Αποφάσεις Πατριαρχικής Συνόδου Κωνσταντινουπόλως ετ. 1976 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σελ. 295 επ. και έτος 1806 τ. Β΄ σελ. 106 επ. παραγ. 3, πρβλ. Πέτρου Χαρτοφύλακα εν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370), ενώ από της επικρατήσεως του νηπιοβαπτισμού είναι αδιάφορο το φύλο του αναδόχου. Αποκλύονται ωσαύτως οι δεδηλωμένοι άθεοι και άπιστοι, οι ανήλικοι και οι τελέσαντες πολιτικό γάμο, οι τελευταίοι ως επιδεικτικώς παραβιάζοντες τις εντολές και αποφάσεις της Εκκλησίας» (Βλ. Εγκύκλιο Ι. Συνόδου υπ’ αριθμ. 2309/21-1-1982).
Το κείμενο αυτό της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι σημαντικό, διότι κάνει μια σύντομη ιστορική αναφορά της εισαγωγής του νηπιοβαπτισμού στην Εκκλησία, αναφέρεται στην έλλειψη βούλησης του νηπίου, και την αναπλήρωσή της από τον ανάδοχο και τους γονείς του νηπίου, οι οποίοι είναι εγγυητές των ειλικρινών προθέσεων και της πίστεως του βαπτιζομένου.
Φυσικά οι ανάδοχοι, οι οποίοι μαζί με τους γονείς αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διδάξουν τον νεοφώτιστο πρέπει να τυγχάνουν της εμπιστοσύνης και της αποδοχής της Εκκλησίας, και να είναι ενεργά μέλη της.
Και όχι μόνον αποκλείονται να είναι ανάδοχοι οι τελέσαντες πολιτικό γάμο, αλλά προ παντός οι τελέσαντες πολιτικό γάμο ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι συνιστούν μια άλλη διαφορετική «οικογένεια» στην οποία δεν υπάρχει πατρότητα ή μητρότητα, αλλά «γονέας 1 και γονέας 2». Τι θα διδάξουν αυτοί στο παιδί για τον Θεό και την δημιουργία του ανθρώπου και τι θα διδάξουν για τον θεσμό της πατροπαράδοτης οικογένειας;
Η ενδεχόμενη άποψη ότι θα μπορούσε να γίνει η βάπτιση τέκνων που υιοθετήθηκαν από ομοφυλοφίλους, χωρίς να είναι παρόντες οι «γονείς» στο Μυστήριο, αλλά να παρίσταται ανάδοχος αποδεκτός από την Εκκλησία είναι αλυσιτελής. Αυτό εξηγείται από το ότι στην πράξη δεν θα εφαρμοσθεί μια τέτοια ενδεχόμενη συμβιβαστική ή κατ’ οικονομίαν απόφαση, διότι σοβαρώς πιθανολογείται ότι οι «γονείς 1 και 2» δεν θα δεχθούν να απουσιάσουν από την Βάπτιση του υιοθετημένου υπ’ αυτών τέκνου, ούτε και ο ανάδοχος θα είναι ο κατάλληλος.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ή να προξενηθεί κοινωνικός θόρυβος σε βάρος της Εκκλησίας ότι αρνείται την βάπτιση ή να υποχωρήσει ο Μητροπολίτης και ο Ιερεύς και να τελεσθεί το Μυστήριο του Βαπτίσματος με την παρουσία όλων αυτών, με βιντεοσκοπήσεις, φωτογραφίσεις κλπ. Και, βέβαια, σε τέτοια περίπτωση αφ’ ενός μεν θα υπονομευθεί η απόφαση της Ιεραρχίας και όλη η παράδοση της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε θα επέλθει μία επί πλέον εκκοσμίκευση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος και της διδασκαλίας της Εκκλησίας!
Επομένως, η απόφαση για την βάπτιση τέκνων υιοθετηθέντων από ομοφυλόφιλους γονείς θα πρέπει να είναι σαφής και καθαρή, χωρίς ρωγμές και ανοίγματα!
5. Κατήχηση, Βάπτισμα, σωτηρία, κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας
Πρέπει να γίνει κατανοητό τι είναι το Βάπτισμα, ποια σχέση υπάρχει μεταξύ Βαπτίσματος, κατήχησης και σωτηρίας. Τα ερωτήματα είναι: Το Βάπτισμα γίνεται απροϋποθέτως; Και τελικά όσοι βαπτίζονται σώζονται; Και ποια είναι η αξία του Βαπτίσματος από μια μηχανική και ίσως «μαγική» αίσθηση σωτηρίας;
Το Μυστήριο του Βαπτίσματος, όπως και όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δεν γίνεται απροϋπόθετα, αλλά απαιτούνται κατάλληλες προϋποθέσεις, διότι χωρίς αυτές μπορεί να εκληφθεί ως μια κοσμική τελετή και ως κάτι το «μαγικό». Ακόμη, σημαίνει ότι προηγείται κατήχηση, την οποία κατά τον νηπιοβαπτισμό αναλαμβάνει ο (η) ανάδοχος (η) και οι γονείς και ακολουθεί η τήρηση των εντολών του Χριστού.
Ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του μετά την Ανάστασή Του: «Πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. κη΄, 19-20).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας αυτό το χωρίο, γράφει ότι ο Χριστός έδωσε εντολή στους Μαθητές Του να μη βαπτίζουν μόνον, αλλά και να διδάσκουν να τηρούν όλα όσα τους δίδαξε. Δηλαδή, η εντολή να μαθητεύσουν τα έθνη προσδιορίζεται από δύο τροπικές μετοχές, το «βαπτίζοντες» και το «διδάσκοντες τηρείν πάντα» όσα δίδαξε. Και καταλήγει ο άγιος: «Ώστε ουκ αρκεί το βάπτισμα μόνον μαθητήν ποιήσαι του ευαγγελίου τον άνθρωπον, αλλά δει και της των θείων εντολών τηρήσεως και τούτων πασών» (Γρηγ. Παλαμά, έργα 10, ΕΠΕ, σελ. 476).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συγκεντρώνοντας όλη την προ αυτού πατερική παράδοση γράφει ότι «η μεν ούν των αμαρτιών άφεσις πάσιν ομοίως διά του βαπτίσματος δίδοται, η δε χάρις του Πνεύματος κατά την αναλογίαν της πίστεως και της προκαθάρσεως». Δηλαδή, η άφεση των αμαρτιών παρέχεται με το Βάπτισμα, αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος παρέχεται αναλόγως με την πίστη και την προκάθαρση. Συνεχίζει ότι με το Βάπτισμα λαμβάνουμε «την απαρχήν του Αγίου Πνεύματος, και αρχή ετέρου βίου γίνεται ημίν η παλιγγενεσία και σφραγίς και φυλακτήριον και φωτισμός», λαμβάνουμε την αρχή του ετέρου βίου, της αναγέννησης. Μάλιστα, επισημαίνει: «Ο εν δόλω προσιών τω βαπτίσματι κατακριθήσεται μάλλον ή ωφεληθήσεται» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ. 346-350).
Ο Μέγας Βασίλειος συνδέει πολύ στενά την πίστη με το Βάπτισμα. Γράφει: «Βαπτίζεσθαι δεί, ως παρελάβομεν, πιστεύειν δε ως βεβαπτίσμεθα, δοξάζειν δε, ως πεπιστεύκαμεν» (Μ. Βασιλείου, έργα 8, ΕΠΕ, σελ. 158). Αλλού γράφει: «Πίστις δε και βάπτισμα δύο τρόποι της σωτηρίας συμφυείς αλλήλοις και αδιαίρετοι. Πίστις μεν γαρ τελειούται διά βαπτίσματος, βάπτισμα δε θεμελιούται διά της πίστεως και διά των αυτών ονομάτων εκάτερα πληρούται» (Μ. Βασιλείου, έργα 10, ΕΠΕ, σελ. 350).
Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής συνδέει το Βάπτισμα με την τήρηση των εντολών του Χριστού, δηλαδή η Χάρη του Θεού ενεργεί κατά αναλογία της εργασίας των εντολών: «Η μεν χάρις τοις εν Χριστώ βαπτισθείσι, μυστικώς δεδώρηται∙ ενεργεί δε κατά αναλογίαν της εργασίας των εντολών» (Οσίου Μάρκου του ασκητού, Φιλοκαλία, εκδ. Παπαδημητρίου Α΄, 113, ξα΄).
Γι’ αυτόν τον λόγο στην αρχαία παράδοση της Εκκλησίας προηγείτο πολυετής κατήχηση και στην συνέχεια γινόταν το Βάπτισμα. Όλη αυτή η πρακτική διαφαίνεται καθαρά τον 4ο αιώνα στις Κατηχήσεις του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Οι Κατηχήσεις αυτές διαιρούνται στην Προκατήχηση, τις 18 Κατηχήσεις των Φωτιζομένων που προετοιμάζονταν για το Βάπτισμα, και τις 5 Μυσταγωγικές Κατηχήσεις των βαπτισθέντων. Με το Βάπτισμα και το Χρίσμα ο νους του ανθρώπου καθαίρεται και φωτίζεται και οδηγείται ο άνθρωπος από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση.
Διδάσκει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ότι όσοι θέλουν να βαπτισθούν πρέπει να εγγράφονται στους καταλόγους των Κατηχουμένων, να εκδηλώνουν την μετάνοιά τους, να έχουν καλή προαίρεση, διότι δεν πρέπει να έχουν την «προσηγορία του πιστού» και την «προαίρεσιν του απίστου», να δεχθούν τους εξορκισμούς και όπως γράφει, «τότε των υδάτων απολαύσητε χριστοφόρων, εχόντων ευωδίαν» και «τότε Χριστού προσηγορίαν λάβητε, και ενέργειαν θείων πραγμάτων» (Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, εκδ. Ετοιμασία, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 1999).
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, βλέποντας στην εποχή του την τυπική προσέλευση των Χριστιανών στα Μυστήρια, διδάσκει ότι, όπως ο Αδάμ ζούσε στον Παράδεισο με τους Αγγέλους και αποβλήθηκε από αυτόν «μετά την παράβασιν» και γυμνώθηκε και απομακρύνθηκε από τον Θεό, «ούτω και ημείς της Εκκλησίας των αγίων δούλων αυτού χωριζόμεθα αμαρτάνοντες και της θείας καταστολής ην ενεδυσάμεθα οι βαπτιζόμενοι, αυτόν δηλαδή τον Χριστόν, ως πιστεύομεν, τούτον διά της αμαρτίας αποδυόμεθα». Και όχι μόνον αυτό, αλλά στερούμεθα της αιωνίου ζωής, του αδύτου Φωτός, των αιωνίων αγαθών του αγιασμού και της υιοθεσίας. Επειδή χάσαμε την υιοθεσία γινόμαστε «πάλιν χοικοί ως ο πρώτος εκείνος και χοικός αντί επουρανίων και αυτού του δευτέρου ανθρώπου και Κυρίου Ιησού Χριστού κατά πάντα ομοίων» και έτσι γινόμαστε επί πλέον «υπόδικοι τω θανάτω και τω σκότει, και τω πυρί τω ασβέστω παραπεμπόμεθα, εν μεγάλω κλαυθμώ και τω βρυγμώ των οδόντων βασανιζόμενοι» (Συμεών Νέος Θεολόγος S C 129 σελ. 414-416).
Το χωρίο αυτό είναι εκπληκτικό, διότι δείχνει ότι δεν αρκεί το Βάπτισμα, αλλά απαιτείται και η εν συνεχεία αναγεννημένη ζωή, διότι διαφορετικά στερείται του αγιασμού και της υιοθεσίας, και για να το πω με απλό τρόπο, στην Κόλαση θα υπάρχουν και βαπτισμένοι και μοναχοί και Κληρικοί, οι οποίοι δεν συνήργησαν στην Χάρη του Θεού που δόθηκε με το Βάπτισμα και τα άλλα Μυστήρια.
Γι’ αυτό σε άλλο σημείο ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος απάντησε σε αυτούς που έλεγαν «εγώ από του αγίου Βαπτίσματος τον Χριστόν λαβών έχω», ότι «ουχί πάντες οι βαπτιζόμενοι λαμβάνουσι διά του βαπτίσματος τον Χριστόν, μόνοι δε οι βεβαιόπιστοι και εν γνώσει τελεία ή και προκαθάρσει εαυτούς ευτρεπίσαντες και ούτως ελθόντες επί το βάπτισμα» (Συμεών Νέος Θεολόγος S C 129, σελ. 282-284).
Αυτός ο λόγος είναι φοβερός, ότι δεν λαμβάνουν όλοι οι βαπτιζόμενοι τον Χριστό, αλλά οι βεβαιόπιστοι και εκείνοι που προσήλθαν στο Βάπτισμα με προετοιμασία.
Αλλά είναι φοβερότερος ο επόμενος λόγος του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου που αναφέρεται στα νήπια που βαπτίζονται, αλλά στον βίο τους ζουν αναξίως, ότι θα έχουν κατάκριση περισσότερη από αυτούς που είναι αβάπτιστοι!
«Οι γαρ το βάπτισμα το σον λαβόντες εκ νηπίων
Και αναξίως ζήσαντες τούτου κατά τον βίον
έξουσι το κατάκριμα πλείον των αβαπτίστων,
ως είπας, ενυβρίσαντες στολήν σου την αγίαν…
Επεί ούν βεβαπτίσμεθα παίδες αναισθητούντες,
ως ατελείς και ατελώς δεχόμεθα την χάριν,
της πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες την λύσιν…
και ώσπερ τότε ο Αδάμ ην προ της αμαρτίας,
ούτω και πάντες γίνονται οι γνώσει βαπτισθέντες
πλην των ου λαβόντων αίσθησιν νοεράν αναισθήτως,
ήνπερ ποιεί ερχόμενον ενεργεία το Πνεύμα»
(Συμεών Νέος Θεολόγος, S C 196, σελ. 256).
Αυτό πρέπει να συνεξετασθεί με βάση την διδασκαλία του αγίου Διαδόχου Φωτικής, σύμφωνα με την οποία «η Χάρις απ’ αυτής της ροπής εν η βαπτιζόμεθα εν αυτώ τω βάθει του νού εγκρύπτεται, αυτήν την αίσθησιν αυτού κρύπτουσα την εαυτής παρουσίαν∙ επειδάν δε άρξηταί τις εκ πάσης προθέσεως εράν του Θεού, τότε αρρήτω τινί λόγω διά της του νού αισθήσεως ποσομιλεί τη ψυχή μέρος τι των εαυτής αγαθών» (Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, τόμος Β΄, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 258).
Επομένως, αυτή η πατερική διδασκαλία βρίσκεται στον αντίποδα της αιρέσεως των Μασσαλιανών, που πίστευαν ότι στον ίδιο τον άνθρωπο υπάρχει μια υποστατική δυαρχία, ο Θεός και ο σατανάς, όπως φαίνεται και σε άλλα χωρία του αγίου Διαδόχου.
Γίνεται αντιληπτό ότι η άποψη που διατυπώνεται με επιπολαιότητα ότι πρέπει να τελούμε το Μυστήριο του Βαπτίσματος χωρίς προϋποθέσεις και μάλιστα χωρίς εγγυήσεις από την οικογένεια του βαπτιζομένου νηπίου και χωρίς καμμιά βεβαίωση από τον ανάδοχο, αλλά και με την βεβαιότητα ότι το νήπιο θα ζήση μέσα σε «γάμο ομοφυλοφίλων» με σαφή παράβαση της εντολής του Θεού, είναι η βάση της εκκοσμίκευσης της εκκλησιαστικής ζωής, και αυτό παραπέμπει σε μια «μαγική» αντίληψη περί των Μυστηρίων και όχι σε μυστηριακή εκκλησιαστική ζωή.
6. Δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος είναι μέλος της Ιεραρχίας από το έτος 1981, δηλαδή 43 χρόνια, και διετέλεσε προηγουμένως 4 χρόνια Γραμματεύς και Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου και αντιμετώπισε πολλές κρίσεις εκκλησιαστικές, ήταν σχεδόν μισό αιώνα στα Συνοδικά όργανα, σε υπεύθυνες θέσεις.
Ως εκ της θέσεώς του έχει μεγάλη εκκλησιαστική πείρα, και κανείς από εμάς δεν μπορεί να συγκριθεί με την δική του πείρα. Έτσι, γνωρίζει επαρκώς όλα τα εκκλησιαστικά θέματα. Ως εκ τούτου ήταν σωστές και σοφές οι δηλώσεις του, κατά την 25η Ιανουαρίου 2024, για το θέμα της βαπτίσεως των τέκνων των ομοφυλοφίλων. Είπε:
«Η ελευθερία στον άνθρωπο είναι πολύ σπουδαίο πράγμα, και αυτό πρέπει να το λάβουμε όλοι υπόψη, και η Εκκλησία, αλλά και η Πολιτεία». «Πρέπει να επιστρέψουμε ξανά στην παράδοση. Αν η βάπτιση γίνεται στην μικρή ηλικία των παιδιών, είναι διότι μέσα στην Εκκλησία είχε δημιουργηθεί η αίσθηση ότι το παιδί μεγαλώνει μέσα σε ένα περιβάλλον χριστιανικών αρχών. Επομένως, δεν χρειαζόταν κατήχηση, γιατί γινόταν εντός του περιβάλλοντος. Τώρα που αλλάζουν τα πράγματα, δεν είμαστε κατά των παιδιών. Τα παιδιά τα αγαπάμε και νοιαζόμαστε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Η Εκκλησία θα περιμένει αυτά τα παιδιά να φτάσουν σε μια ηλικία και όταν μεγαλώσουν θα βαπτισθούν».
Άλλες απόψεις για το θέμα αυτό, και μάλιστα την περίοδο που η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ομοφώνως έλαβε μια σημαντική απόφαση κατά του νομοσχεδίου «γάμου ομοφυλοφίλων και τεκνοθεσίας» δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση από την Εκκλησία του σοβαρού αυτού θέματος, μάλλον εξυπηρετούν όσους θέλουν να δημιουργήσουν πρόβλημα στην ενότητα της Ιεραρχίας πάνω στο σοβαρό αυτό θέμα. Πέραν από αυτό είναι εκπληκτικό ότι όλοι εκφράζουν τις γνώμες τους και για το Βάπτισμα των υιοθετημένων τέκνων από ομοφυλοφίλους, αλλά, για μερικούς, ο Αρχιεπίσκοπος δεν έχει αυτό το δικαίωμα!