Του Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Αδάμ είναι ο άνθρωπος. Είναι το όνομα του πρώτου ανθρώπου, κατά την Αγία Γραφή. Είναι ο πρωτόπλαστος, ο γενάρχης μας, ο εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους. Πρόκειται για το τελειότερο θείο δημιούργημα. Ο Αδάμ, ο άνθρωπος, είναι η κορωνίς όλης της δημιουργίας του πανσόφου Θεού.
Αναμφισβήτητα στο βιβλίο της Γενέσεως, τα τρία πρώτα κεφάλαια είναι θεμελιώδη. Περιγράφουν την δημιουργία του κόσμου, της αλόγου κτίσεως, αλλά και την δημιουργία και την πλάση του ανθρώπου. Ακόμη γράφουν για την αρχέγονο κατάσταση του, αλλά και για την πτώση του. Αναφέρουν την εξορία του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο και κάμνουν λόγο για την περί ανορθώσεως θεία επαγγελία. Βέβαια, στο ιερό κείμενο, οι εκφράσεις είναι ανθρωποπαθείς, για να είναι προσιτές στη νόησή μας, όμως στις λέξεις και τις εξηγήσεις κρύπτονται βαθυστόχαστοι και λεπτότατοι συμβολισμοί και πραγματικότητες. Απώτερος σκοπός τυγχάνει η συνειδητοποίηση του περιεχομένου του «κατ’ εικόνα» και η πορεία προς το «καθ’ ομοίωσιν».
*
Έτσι, στη διήγηση της Γενέσεως, παρουσιάζεται και αποκαλύπτεται το μεγαλείον και η αθλιότητα του ανθρώπου. Και πρώτον, θα γράψουμε για το μεγαλείον του ανθρώπου. Αυτό συνίσταται ότι ο άνθρωπος είναι θείον δημιούργημα της απείρου αγάπης του Ενός και Τριαδικού Θεού, που είναι η όντως Αγάπη. Δεν είναι, κατ’ ακολουθίαν ο άνθρωπος αποτέλεσμα τυχαίων συμπτώσεων τυφλών, άβουλων δυνάμεων. Η δημιουργία του ανθρώπου αποφασίσθηκε από τα τρία πρόσωπα της μιάς Θεότητος. «Ποιήσωμεν άνθρωπον», λέγει η Γένεσις (α’, 26) στο πληθυντικό αριθμό. Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπον ψυχοσωματική οντότητα. Σώμα και ψυχή. Είναι το δισύνθετον του ανθρώπου, το πνευματικόν και το υλικόν στοιχείον σε μία αρμονική ενότητα.
Το δισύνθετον αυτό του ανθρώπου σαφώς διδάσκεται στην Γένεση όταν αναφέρει: «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χούν από της γης (υλικόν στοιχείον) και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής (πνευματικόν στοιχείον) και εγένετο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β’, 7). Ο Ι. Χρυσόστομος, το υπογραμμίζει αυτό, ως εξής: «Διπλούν τούτο το ζώον, ο άνθρωπος λέγω, … και εν ουρανώ και εν γη συγγένειαν έχων διά μεν γαρ της νοητής ουσίας κοινωνεί ταίς άνω δυνάμεσι, διά δε της αισθητής τοις της γης συνήπται πράγμασι σύνδεσμός τις ων ακριβής εκατέρας της κτίστεως» (PG 55, 182).
Ειδικότερα, γράφει η Γένεσις, «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (α’, 26). Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον. Ακριβώς, η υψίστη και μοναδική αξία του ανθρώπου έγκειται σ’ αυτή την βιβλική φράση «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Έχει, επομένως, θεία σφραγίδα ο άνθρωπος και σχέση εξαρτήσεως από τον Δημιουργό και αναφορά σ’ Αυτόν. Υπάρχει με άλλους λόγους συγγένεια του ανθρώπου με τον Θεό. Στο «κατ’ εικόνα» περιλαμβάνονται τα χαρίσματα ως το νοερόν, το αυτεξούσιον, το κυριαρχικόν, το κοινωνικόν. Στο δε καθ’ ομοίωσιν», έχουμε «φυλαγμένη» την δυνατότητα της ομοιώσεως προς τον Θεόν, την κατά χάριν θέωσιν. Ως δε λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης «το μεν κατ’ εικόνα τη κλίσει έχομεν, το δε καθ’ ομοίωσιν εκ πριοαιρέσεως κατορθούμεν» (PG 44, 273).
Ειδικότερα, για την αρχέγονο κατάσταση του ανθρώπου, πολύ χαρακτηριστικά, ο δογματικός πατήρ της Εκκλησίας Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Ο Θεός λοιπόν εδημιούργησε τον άνθρωπον άκακον, ευθύν, ενάρετον, άλυπον, αμέριμνον, στολισμένον με την λαμπρότηττα κάθε αρετής, προικισμένον με όλα τα αγαθά, ωσάν κάποιον δεύτερον κόσμον, μικρόν κόσμον μέσα εις τον μεγάλον, άλλον άγγελον προσκυνητήν, σύνθετον, θεατήν της ορατής δημιουργίας, γνώστην των μυστηρίων της νοητής, βασιλέα των επιγείων, που κυβερνάται «άνωθεν», επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, ενδιάμεσον μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος, τον ίδιον πνεύμα και σάρκα· πνεύμα διά την χάριν, σάρκα εξ αιτίας της υπερηφανείας· το ένα διά να μένη σταθερός και να δοξάζη τον Ευεργέτην, το άλλο διά να υποφέρη, και υποφέροντας να ενθυμήται και να σωφρονίζεται φιλοτιμούμενος από το μεγαλείον του πνεύματος· τον εδημιούργησε ζώσαν ύπαρξιν που κατ’ οικονομίαν ζη εδώ, δηλαδή, εις την παρούσαν ζωήν, και που μεταβαίνει αλλού, δηλαδή, εις την μέλλουσαν ζωήν· και η κατάληξις του μυστηρίου είναι ότι θεούται με την υπακοήν εις τον Θεόν· θεούται μάλιστα με την κοινωνίαν του θείου φωτισμού, χωρίς να μεταβάλλεται εις Θεόν κατ’ ουσίαν» (Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, Β, 22).
Ήταν λοιπόν, προικισμένος, ο Αδάμ με δωρεές και χαρίσματα, δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, ως τα κυριότερα της αναμαρτησίας και της αθανασίας.
*
Πρώτο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι, ως αναφέραμε, το μεγαλείον. Ως δεύτερον, ακολουθεί η αθλιότητα αυτού.
Πράγματι, ήλθε η αθλιότητα της αμαρτίας. Οι πρωτόπλαστοι δεν έμειναν στην αρχέγονη δικαιοσύνη τους, αλλά με την παράβαση της θείας εντολής, παρασυρθέντες εξέπεσον απ’ αυτήν. Παρεδόθησαν στο κακό, στη φθορά και στο θάνατο. Εδώ έγκειται το θεολογικώς λεγόμενον «προπατορικόν αμάρτημα», το οποίο φέρει κληρονομικώς κάθε άνθρωπος που γεννάται. Τα δυσμενή και ολέθρια αποτελέσματα της πτώσεως είναι πλέον, ως άλλοι πικροί καρποί της ανυπακοής και της αμαρτίας, η αχρείωση και αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», χωρίς όμως και την πλήρη καταστροφή αυτού, η απώλεια των χαρισμάτων της αρχεγόνου δικαιοσύνης, η έξοδος από τον Παράδεισο και ο πικρότατος καρπός, αυτός ούτος ο θάνατος.
Περιγράφει, λοιπόν, το βιβλίον της Γενέσεως με λακωνικότητα διατυπώσεως, με λιτές εκφράσεις και φέρνει ενώπιόν μας επακριβώς, τον Αδάμ, το δειλινόν, τα βήματα και την φωνή του Θεού. Είναι οι μοναδικοί και καταπληκτικοί στην παγκόσμια ανθρωπολογία βιβλικοί στίχοι 8 και 9 του γ’ κεφαλαίου του πρώτου βιβλίου της Αγία Γραφής.
Γράφει το ιερό κείμενο: «Και ήκουσαν της φωνής Κυρίου του Θεού περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν και εκρύβησαν ο τε Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού εν μέσω του ξύλου του παραδείσου. Και εκάλεσεν Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπεν αυτώ· Αδάμ, που ει».
Εδώ, στις απέριττες αυτές εκφράσεις είναι άξιον ιδιαίτερης προσοχής, η όλη αυτή συνάντηση του πεπτωκότος ανθρώπου, του Αδάμ, με τον Δημιουργό του, τον Θεόν.
Κατ’ αρχήν, παρατηρούμε ότι η συνάντηση αυτή λαμβάνει χώραν το δειλινό. Είχε περάσει δηλαδή ολόκληρο το πρωινό, το τμήμα της ημέρας της δράσεως και εργασίας, αλλά και το μεσημέρι, το καυτό μεσημέρι του πειρασμού του μισανθρώπου, του διαβόλου, που έριξε τον Αδάμ στην άβυσσο της πτώσεως. Μα ακόμη διαπιστώνουμε, ότι δεν έρχεται ο Θεός την νύκτα, πάλιν από πατρική αγάπη, για να μη φοβηθούν οι ένοχοι, οι πρωτόπλαστοι. Έρχεται το δειλινόν. Διότι, το δειλινόν είναι ο χρόνος της περισυλλογής, της αυτοεξέτασης, της αυτογνωσίας, ο χρόνος των συμπερασμάτων. Ο Πάνσοφος και Φιλάνθρωπος Θεός έρχεται το δειλινόν. Ω, το δειλινόν εκείνο! Ναί, ο Θεός βηματίζει στο γνωστό μονοπάτι του κήπου της Εδέμ, του Παραδείσου, αλλά ο Αδάμ απουσιάζει. Και ο Αδάμ και η Εύα, «ήκουσαν της φωνής Κυρίου του Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν και εκρύβησαν». Κάθε ημέρα έτρεχαν στο Θεό από χαρά και άφατη αγαλλίαση και ευφροσύνη ψυχής. Τώρα, «εκρύβησαν» από ταραχή και φόβο. Αλλά, ο Θεός αγαπά, θέλει να τους συναντήσει. Εάν ο Αδάμ διαφοροποιήθηκε και άλλαξε, ο Θεός παραμένει και είναι ο αναλλοίωτος, ο άτρεπτος, ο άπειρος και ο αιώνιος, ο παντογνώστης και ο πανάγαθος. Τότε, λοιπόν, «εκάλεσε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπεν αυτώ· Αδάμ, που ει;». Αδάμ, που είσαι; Είναι, εν προκειμένω, η φωνή του Θεού, εξόχως συγκλονιστική.
*
Τω όντι, το ανθρώπινο δράμα γράφεται στον παράδεισο και η κακοδαιμονία της ανυπακοής οφείλεται στον άνθρωπο. Την ζούμε, όμως αυτή την κατάσταση καθημερινά. Είναι η παράβαση της θείας εντολής και συνάμα η αποφυγή να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Δεν ακούμε τον Θεό. Κωφεύουμε στα κελεύσματά Του. Δεν έχουμε «ώτα εις ακοήν». Ωστόσο, μη λησμονούμε, ότι όλοι μας είμεθα τέκνα του Αδάμ και από τότε τους πρωτοχρόνους καιρούς, ο Θεός μας καλεί συνεχώς. Δεν έπαυσε να ακούγεται η θεική φωνή: «Αδάμ, που ει;». Άνθρωπε που είσαι; Που βρίσκεσαι; Εγώ, Κύριος ο Θεός είμαι εδώ. Εσύ, Αδάμ; Αλλ’ όμως, ο Πανάγαθος Θεός και στο θεικό αυτό προσκλητήριό Του, τελικά, ετοιμάζει την μετάνοιά μας, την επιστροφή μας και υπακοή μας σ’ Εκείνον. Αλήθεια, πως θ’ ανταποκριθούμε εμείς σ’ αυτό το κάλεσμα;