Ο Μέγας Δουξ που έγινε ο πρώτος Νεομάρτυρας μετά την Άλωση

© Ορθόδοξη Αλήθεια

Στον πρόλογο του βιβλίου του κορυφαίου Σκωτσέζου Βυζαντινολόγου σερ Στήβεν Ράνσιμαν «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», διαβάζουμε ένα «σημείωμα για τον Λουκά Νοταρά», όπου αναφέρονται τα εξής: «Διηγούμενος κανείς το ιστορικό της Αλώσεως, θα ήταν παράλειψη να αγνοήσει την υπέροχη σε τραγικότητα μορφή του Βυζαντινού άρχοντα Λουκά Νοταρά και το ηρωικό ολοκαύτωμά του, που ατυχώς είναι ακόμη “υπό σκιάν”.

Από σεβασμό στην προσωπικότητά του, η φωτεινή δέσμη, με την οποία θα προσπαθήσουμε να διαλύσουμε τη σκιά αυτή, έχει σαν πηγή της την συγκίνηση από την γεμάτη άγριο μεγαλείο θυσία του».

Πράγματι, ο τελευταίος Μέγας Δούξ της Χριστιανικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, επρόκειτο να γίνει πρώτος Νεομάρτυρας της Πίστεως και του Γένους αμέσως μετά την Άλωση.

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ευσεβής, συνετός, φιλόπατρις και ανδρείος, ο Λουκάς Νοταράς έλαβε από τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο το αξίωμα του Μεγάλου Δουκός, κατά την περίοδο εκείνη, κάτι αντίστοιχο με το σημερινό του πρωθυπουργού.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 5 Απριλίου του 1402. Η οικογένειά του είχε μετοικήσει στην Κωνσταντινούπολη από την Μονεμβασία περίπου έναν αιώνα πριν, έχοντας αποκτήσει σεβαστή περιουσία από το εμπόριο παστών ψαριών.

Γόνοι της οικογένειας επρόκειτο να επιστρέψουν μετά την Άλωση στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν στα Τρίκαλα Κορινθίας.

Από την οικογένεια αυτή προήλθαν δύο μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας: Ο προστάτης της Κεφαλλονιάς Άγιος Γεράσιμος και ο Επίσκοπος Κορίνθου Άγιος Μακάριος, αρχηγέτης των Κολλυβάδων.

ΔΥΟ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Ας επανέλθουμε όμως στα τελευταία χρόνια της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας.

Κατά  την περίοδο εκείνη υπήρχαν δύο πολιτικές αντιλήψεις σχετικά με την γραμμή που έπρεπε να ακολουθηθεί για την σωτηρία της Πόλεως. Η μία, υποστηριζόμενη κυρίως από μια ολιγάριθμη ελίτ πολιτικών και λογίων, στήριζε τις ελπίδες της στη βοήθεια από τη Δύση και την Ένωση της Εκκλησίας με τους παπικούς, ώστε να λάβουν ως αντάλλαγμα τη βοήθεια που προσδοκούσαν.

Κάποιοι από αυτούς ήταν επηρεασμένοι εις βάθος από την δυτική φιλοσοφική και θεολογική σκέψη, και μάλιστα μετά την Άλωση κατέφυγαν στη Ιταλία, έγιναν Καθολικοί και ανήλθαν σε υψηλά αξιώματα, όπως ο καρδινάλιος Βησσαρίων.

Άλλοι, ίσως οι περισσότεροι αυτού του ρεύματος, δεν πίστευαν επί της ουσίας στην Ένωση, την επιδίωκαν μόνο για να λάβουν την πολυπόθητη βοήθεια και να ξεφύγουν από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των Οθωμανών, που είχαν κατακτήσει σχεδόν όλο το υπόλοιπο έδαφος της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας, όσο δεν είχαν, κατείχαν οι Φράγκοι και οι Βενετοί.

Την τελευταία αυτή αντίληψη συμμεριζόταν και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος όμως κυβέρνησε με μεγάλη σύνεση και μετριοπάθεια, προσπαθώντας να συμβιβάσει όλες τις τάσεις, ώστε να αποκαταστήσει την ενότητα του λαού.

Η αντίθετη αντίληψη, δεκτή από τον λαό στο σύνολό του σχεδόν, δεν ήθελε επουδενί να διαπραγματευθεί θέματα της Αγίας Ορθοδόξου Πίστεως και δεν πίστευε ούτε κατ’ ελάχιστον στην ειλικρίνεια των δυτικών.

Άλλωστε δεν ήταν πολλά τα χρόνια που τους χώριζαν από την φραγκική άλωση του 1204 και είχαν τη δυνατότητα να πληροφορηθούν τον επαχθή τρόπο διοικήσεως των λατινοκρατούμενων περιοχών και τα όσα δεινά υπέμεναν οι ομόδοξοί τους από τους Φραγκολατίνους κατακτητές.

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, μάλιστα, είχε ειδοποιήσει λίγα χρόνια πριν τον λαό ότι κι αν ακόμα έλθουν στρατεύματα από τη Δύση, θα έρθουν για να σφάξουν και να λεηλατήσουν, όχι για να σώσουν την Πόλη από τους Τούρκους.

ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΣ

Ο Λουκάς Νοταράς ανήκε στην ανθενωτική μερίδα.

Αυτός ήταν ένας βασικός λόγος να προσπαθήσουν κάποιοι λατίνοι ή φιλενωτικοί της εποχής όπως ο Γεώργιος Φραντζής ή ο Λατίνος επίσκοπος Χίου (που βρισκόταν τότε υπό Γενουατική κυριαρχία) να δυσφημίσουν και να αμαυρώσουν την προσωπικότητά του. Όμως η ιστορική αλήθεια τους διαψεύδει κατηγορηματικά.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όπως προαναφέρθηκε, προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις.

Πρότεινε λοιπόν τον Λουκά Νοταρά για το αξίωμα του Μεγάλου Δουκός, εκτιμώντας τις μεγάλες του αρετές και  μολονότι γνώριζε τις ανθενωτικές του απόψεις.

Στις 26 Οκτωβρίου του 1452 αφίχθη στην Κωνσταντινούπολη ο πρώην Ορθόδοξος επίσκοπος Ισίδωρος, που έγινε καρδινάλιος και ορίστηκε παπικός λεγάτος.

Συνοδευόταν από διακόσιους τοξότες, στρατολογημένους με χρήματα του Βατικανού, ως δείγμα στους Ορθόδοξους ότι ο πάπας ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει.

Ο αυτοκράτορας όρισε επιτροπές που θα διαπραγματεύονταν με την παπική αντιπροσωπεία για να δώσουν την συγκατάθεσή τους για την ένωση.

Σε μία από αυτές συμμετείχε και ο Λουκάς Νοταράς, ο οποίος, μολονότι κινήθηκε με αρκετό διπλωματικό τακτ, εν τέλει κίνησε εναντίον του και τις υποψίες των ανθενωτικών, που υπέθεσαν ότι εγκατέλειψε τις Ορθόδοξες θέσεις του, και των Λατίνων, που ούτως ή άλλως δεν τον εμπιστεύονταν.

© Ορθόδοξη Αλήθεια

ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΒΟΗΘΕΙΑ

Ωστόσο οι εβδομάδες περνούσαν και άλλη στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση δεν έφτασε, ούτε επρόκειτο να φτάσει.

Ο κόσμος άρχισε να αντιλαμβάνεται την εγκατάλειψη των δυτικών «συμμάχων», οι αντιλατινικές  εκδηλώσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται.

Από την άλλη, ο Ισίδωρος και ιδίως ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Χίου Λεονάρδος σκλήραιναν τη στάση τους απαιτώντας κατ’ ουσίαν την άνευ όρων υποταγή των Ορθοδόξων.

Και το σύνθημα «Κρεισσότερόν ἐστιν εἰδέναι φακιόλιον Τούρκων βασιλεῦον ἐν μέσῃ τῇ πόλει, ἢ καλύπτραν λατινικήν» αναμφίβολα οφείλεται στην αδιαλλαξία και τον εμπαιγμό των παπικών αντιπροσώπων. (Η πρόταση αποδίδεται στον Λουκά Νοταρά, είναι όμως αμφίβολο αν όντως την διετύπωσε, τουλάχιστον δημόσια. Ωστόσο έγινε σύνθημα των ανθενωτικών).

Η πολιορκία, η άρνηση και η σύλληψη, η «σφραγίδα» προσήλωσής του στην πίστη, η θυσία και το μαρτυρικό τέλος

Εν τέλει, παρά τις αντιρρήσεις και των ανθενωτικών, με επικεφαλής τον μετέπειτα Πατριάρχη Γεννάδιο, ανακηρύχθηκε επισήμως η ένωση, που ποτέ δεν έγινε αποδεκτή από τον Ορθόδοξο λαό.

Ακόμα και οι υποστηρικτές της απλά σκέπτονταν πως έγινε κατ’ οικονομίαν, ότι η υπό την πίεση των περιστάσεων εγκατάλειψη της Ορθόδοξης Πίστεως γινόταν για τη διατήρηση της αυτοκρατορίας και θα ακυρωνόταν αν διασωζόταν η Πόλη.

Όμως διαψεύσθηκαν. Κατέβαλαν ένα βαρύ αντίτιμο για να λάβουν μια βοήθεια, που δεν ήλθε ποτέ. Είχαν εξαπατηθεί.

Στην πολιορκία της Πόλεως ο Λουκάς Νοταράς ανέλαβε την άμυνα του νοτιοδυτικού τομέα του θαλάσσιου τείχους.

Ο Ενετός γιατρός Νικολό Μπάρμπαρο που κατέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας το χρονικό της Αλώσεως, αναφέρει ότι ο Νοταράς ήταν ο επικεφαλής αυτών που είχαν αναλάβει να εντοπίζουν και να καταστρέφουν τα υπόγεια περάσματα των Τούρκων υπό την καθοδήγηση του Γερμανού μηχανικού Γιοχάνες Γκράντ. Κατέστρεψαν περίπου 14.

Ο χρονογράφος της Αλώσεως Μιχαήλ Δούκας αναφέρει ότι ο Μέγας Δούξ μαζί με πεντακόσιους άνδρες περιπολούσε και εμψύχωνε τους στρατιώτες παντού όπου κι αν ήσαν.

Αλλά και ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος, θαυμαστής του Μωάμεθ του Πορθητή, αναφέρει ότι μετά την άλωση του φρουρίου της Πριγκίπου από τον αντιναύαρχο  Μπαλτόγλου, οι Τούρκοι  προσπάθησαν να καταλάβουν το λιμάνι του Κεράτιου κόλπου, νικήθηκαν όμως από τον Λουκά Νοταρά ο οποίος είχε αναλάβει τη φρούρηση του θαλασσίου τείχους και τα πληρώματα των χριστιανικών πλοίων.

Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλεύουσα, ο Νοταράς, και οι σύντροφοί του, αμυνόμενοι σε κάποιον πύργο, βλέποντας το μάταιο της αντιστάσεως, παραδόθηκαν.

Οι στρατιώτες τον οδήγησαν στον σουλτάνο, που αρχικά του φέρθηκε με ευγένεια και σεβασμό. Μάλιστα διέταξε να βρουν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας, τα οποία ο Πορθητής εξαγόρασε και  απελευθέρωσε, εκτός από τους δύο μεγαλύτερους γιους του που είχαν σκοτωθεί, λέγοντας στον Νοταρά ότι ήθελε να τον ορίσει διοικητή της Πόλεως.

© Ορθόδοξη Αλήθεια

ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΚΕ

Ωστόσο, την επομένη, στο επινίκιο συμπόσιο που έκανε ο σουλτάνος με τους επιτελείς του, κάποιοι εξ αυτών, εξωμότες χριστιανοί μάλιστα, τον παρακίνησαν να ζητήσει προς ακολασία τον νεώτερο γιο του Νοταρά, ώστε ο τελευταίος να αποδείξει την υποταγή του.

Η απάντηση του Μεγάλου Δούκα ήταν μια αγέρωχη άρνηση. Και ο σουλτάνος διέταξε να συλλάβουν και να οδηγήσουν μπροστά του τον Νοταρά, τον γιο του και τον γαμπρό του. Εκεί ο σουλτάνος επανέλαβε την πρότασή του, η απάντηση στην οποία θα σήμαινε ζωή ή θάνατο και για τους τρεις.

Η εκ νέου άρνηση του Νοταρά έφερε την σφραγίδα της απόλυτης προσήλωσης στην Αγία Πίστη του Χριστού, χωρίς τον παραμικρό συμβιβασμό.

Ενθαρρύνει τον γιο και τον γαμπρό του στο μαρτύριο: «Να, είναι ανοικτός ο δρόμος.

Στο όνομα του Εσταυρωμένου, που πέθανε κι αναστήθηκε για μας, ας πεθάνουμε, για να απολαύσουμε τις ευλογίες Του».

Και κατόπιν, στρεφόμενος στον δήμιο, του είπε: «Κάνε αυτό που σε διέταξαν, αρχίζοντας από τους νέους», φοβούμενος μήπως λιποψυχήσουν αν ο ίδιος θανατωνόταν πρώτος.

Ο ηρωικός πατέρας, έβλεπε να αποκεφαλίζουν τα παιδιά όρθιος, ακίνητος, λέγοντας Ευχαριστώ Σοι Κύριε» και «Δίκαιος ει Κύριε».

Στη συνέχεια ζήτησε από τον δήμιο να του επιτρέψει να εισέλθει στην εκκλησία για να προσευχηθεί για λίγο, αίτημα που έγινε αποδεκτό.

Βγαίνοντας είδε τα αποκεφαλισμένα σώματα των παιδιών του, δοξολόγησε και πάλι τον Θεό και έκλινε το κεφάλι στο σπαθί του δημίου. Ήταν Κυριακή, 3 Ιουνίου του 1453.

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ

Όπως εύστοχα επισημαίνεται στον πρόλογο του βιβλίου «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», η Ιστορία μακροπρόθεσμα επιδικάζει ότι η «υπό την τέφρα» επιβίωση του Γένους, οφείλεται στην αποτυχία της «Ενώσεως», έστω κι αν η Πόλη έπεσε.

Η θέση και η στάση του Λουκά Νοταρά δικαιώθηκε: παίρνοντας θέση κατά της ένωσης, υπάκουσε στο βαθύ ένστικτο της συνέχειας του Γένους, άρρηκτα συνδεδεμένης με την Ορθοδοξία.

Η θυσία και το μαρτυρικό του τέλος, που αποκαλύπτουν την γνησιότητα των αισθημάτων του, συνηγορούν ως απάντηση. Η θυσία των ηττημένων έχει μεγαλύτερη αξία από κείνη των ελευθέρων.

Γιάννης Ζαννής

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια