Μάιος: Ο μήνας γενεθλίων της φημισμένης πρωτεύουσας της Ρωμιοσύνης

«Μεταφέροντας τη διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάδοση του Χριστιανισμού» επισημαίνει ο Ουσπένσκι

Ο Μάιος είναι ο μήνας που περισσότερο από κάθε άλλον έχει συνδεθεί με την Κωνσταντινούπολη. Όλοι οι Έλληνες θυμούνται την αποφράδα Τρίτη της 29ης Μαΐου του 1453.Λιγότεροι, πιθανόν, γνωρίζουν την 11η Μαΐου του 330 μ.Χ.: Ηταν η γενέθλια ημέρα, η ημέρα των εγκαινίων της πιο φημισμένης, της χιλιοτραγουδημένης πρωτεύουσας της Ρωμιοσύνης κι όλου του Ορθόδοξου κόσμου, όλης της καθ’ ημάς Ανατολής.

Μια διαδρομή 1123 ετών, μια διάρκεια ζωής που δεν υπήρξε για καμιάν άλλη αυτοκρατορία. Στο συναξάρι της 11ης Μαΐου, διαβάζουμε: «Τῇ ΙΑ’ τοῦ αὐτοῦ μηνός, τὴν ἀνάμνησιν πνευματικῶς ἐπιτελοῦμεν τοῦ Γενεθλίου, ἤτοι τῶν Ἐγκαινίων ταύτης τῆς θεοφυλάκτου καὶ βασιλίδος τῶν πόλεων, τῆς κατ’ ἐξαίρετον ἀνακειμένης τῇ Δεσποίνῃ ἡμῶν, καὶ Ἁγίᾳ Θεοτόκῳ, καὶ ὑπ’ αὐτῆς διὰ παντὸς σῳζομένης».

Πολλούς αιώνες πριν, οι Έλληνες αντιλήφθηκαν πολύ καλά τη γεωστρατηγική σημασία των στενών του Βοσπόρου και τον 7ο αιώνα π. Χ., Μεγαρείς άποικοι ίδρυσαν την Χαλκηδόνα στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Λίγα χρόνια αργότερα, μια δεύτερη ομάδα Μεγαρέων υπό τον Βύζαντα (από τον οποίον πήρε το όνομά της η πόλη), ίδρυσε στην πολύ καλύτερη θέση της ευρωπαϊκής ακτής το Βυζάντιο. Οπως μάλιστα μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, κάποιος Πέρσης σατράπης, περνώντας από τον Βόσπορο, χαρακτήρισε τυφλούς τους κατοίκους της Χαλκηδόνας, αφού επέλεξαν τη χειρότερη από τις δύο επιλογές που είχαν για το κτίσιμο της πόλης τους.

Και οι αιώνες διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον. Το 324 μ.Χ., ο Μέγας και Άγιος Κωνσταντίνος, νικά και τον τελευταίο διώκτη των Χριστιανών, τον Λικίνιο, και καθίσταται μονοκράτωρ στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο ιδιοφυής εκείνος πολιτικός, προχώρησε άμεσα στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την καλύτερη διοίκηση της αυτοκρατορίας. σημαντικότερη εκ των οποίων υπήρξε, αναμφισβήτητα, η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Ρώμη στο Βυζάντιο. Οι αρχικές αντιδράσεις κάποιων συντηρητικών κύκλων της παλιάς ρωμαϊκής αριστοκρατίας δεν στάθηκαν ικανές να τον αποτρέψουν από τα μεγαλόπνοα σχέδιά του. Και βέβαια, η Ιστορία τον δικαίωσε απόλυτα. Ο ίδιος έδωσε στη νέα πρωτεύουσα την ονομασία «Νέα Ρώμη», θέλοντας να τονίσει ότι ήταν η συνέχεια της παλιάς και ακόμη καλύτερη από κείνην. Κατοχύρωσε μάλιστα και νομοθετικά το όνομά της αυτό, όμως σύντομα όλοι άρχισαν να την αποκαλούν με το όνομα του ιδρυτή της: Κωνσταντινούπολη!

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΣΗΣ

Γιατί όμως επελέγη ειδικά εκείνη η πόλη; Ο Κωνσταντίνος, με τη μεγαλοφυΐα που τον διέκρινε, εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και εκπολιτιστικές δυνατότητες της πόλης: Κατ’ αρχήν, εξαιρετικές δυνατότητες αντίστασης κατά των εξωτερικών εχθρών. Ηταν απρόσιτη από τη θάλασσα, ενώ από την ξηρά προστατευόταν με τείχη. Δεύτερον, από οικονομικής σημασίας, έλεγχε όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, κάτι που την καθιστούσε εμπορικό μεσολαβητή ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία.

Αλλά και από πολιτισμικής και θρησκευτικής πλευράς, η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν κοντά στο πιο αξιόλογα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία, υπό την επίδραση του Χριστιανισμού συνετέλεσαν στη δημιουργία του νέου πολιτισμού, του πολιτισμού της χριστιανικής Ρωμιοσύνης. Όπως αναφέρει ο Θ. Ουσπένσκι: «Η εκλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η δημιουργία μιας νέας διεθνούς, ιστορικής πόλης, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Μεταφέροντας τη διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάδοση του Χριστιανισμού».

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΟΙ ΝΑΟΙ

Για έξι ολόκληρα χρόνια οι εκλεκτότεροι τεχνίτες και μαΐστορες της αυτοκρατορίας άρχισαν να αναδιαμορφώνουν την παλιά πόλη του Βύζαντα. Κτίστηκαν νέα τείχη, επισκευάστηκε η ακρόπολη, δημιουργήθηκε μια μεγάλη αγορά στο κέντρο της Πόλης. Δημόσια λουτρά, υδραγωγεία, κρήνες, έργα τέχνης από τη Ρώμη, μεταμόρφωσαν τη μισοκαταστραμένη πολίχνη σε μια λαμπρή μεγαλούπολη, με όλη την αίγλη της πρωτεύουσας μιας αυτοκρατορίας, που όμοιά της δεν ξαναείδε ο κόσμος της καθ’ ημάς Ανατολής. Μολονότι ακόμα Χριστιανισμός και παλιά παγανιστική θρησκεία συνυπήρχαν, οι μεγαλόπρεποι ναοί της Αγίας Ειρήνης, των Αγίων Αποστόλων και της Αγίας του Θεού Σοφίας (ο πρώτος ναός, τρεις αιώνες πριν τον σημερινό), έδιναν σαφώς το χριστιανικό στίγμα της νέας πρωτεύουσας. Σαράντα μέρες πριν τα εγκαίνια, είχαν προηγηθεί πλήθος εορταστικών εκδηλώσεων.

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ

Και έφτασε η 11η Μαΐου. Ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, ο Γενάρχης της Ρωμιοσύνης, έκανε λιτανεία για να ευχαριστήσει τον Χριστό και αφιέρωσε την Πόλη στην Θεοτόκο Μητέρα Του. Όπως ήταν φυσικό, σύντομα πολλοί θρύλοι και παραδόσεις άρχισαν να μιλούν με τον δικό τους τρόπο για το κτίσιμο της Πόλης και ο λαός άρχισε να τραγουδά με καμάρι την καινούρια του πρωτεύουσα.

Ο Σωζομενός, στην «Εκκλησιαστική Ιστορία του», αναφέρει την εξής παράδοση:

α. «Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάμει τη νέα πρωτεύουσα, δε διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Η προσοχή του στράφηκε πρώτα στην Τροία, την πόλη του Αινεία, ο οποίος, όπως λέει η παράδοση, είχε έρθει από εκεί στην Ιταλία και θεμελίωσε τη Ρωμαϊκή πολιτεία. Ενώ όμως βρισκόταν στην Τροία και ρύθμιζε τα όρια της μελλοντικής πόλης, κάποιο βράδυ παρουσιάστηκε στο όνειρό του ένας άγγελος και τον προέτρεψε να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο».

β. «Πριν από το χτίσιμο της νέας πρωτεύουσας ο Αυτοκράτορας φρόντισε να γίνουν τα σχέδια της πόλης όπως αυτός ήθελε. Με ένα ακόντιο στο χέρι χάραζε ο ίδιος τα όρια της πόλης. Οι αυλικοί και οι μηχανικοί του, εντυπωσιασμένοι από την αντοχή του αλλά και από την έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: -Πόσο θα προχωρήσεις ακόμη, Κύριέ μας; Κι εκείνος τους απάντησε: -Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρεί μπροστά μου». Και όλοι κατάλαβαν ότι κάποια θεία δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο».

Όσο για το κτίσιμο της Πόλης, η λαϊκή μούσα την θέλει να κτίστηκε με τα καλύτερα υλικά, συγκεντρωμένα από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας: Όντεν εθεμελιώνασι οι γι-άγγελοι την Πόλη, ‘που τ’ Άγιον Όρος το νερό κι’ από τη Χιό το χώμα, κι’ από την Αντριανούπολη, παίρνουν τα κεραμίδια. Κι απής την αποκτίσανε οι γι-άγγελοι την Πόλη, στέκουν και συντηρούν τηνε, κι’ αποθαυμάζοντάν την. Και πώς να την εβγάλομε, και πώς να τηνε λέμε;
Πόλη, Κωνσταντινούπολη και Κωνσταντίνου πόλη!

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΙΩΝΙΑΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΥ, ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ

Οι αιώνες πέρασαν. Όπως αναφέρει ο Στήβεν Ράνσιμαν: «Αιώνες ολόκληρους η μεγάλη Πόλη έμεινε άθικτη, σύμβολο αιώνιας δύναμης και αιώνιου πλούτου στα μάτια των ξένων». Ωστόσο, από την αρχή ήδη της ιδρύσεώς της, οι προφητείες προέλεγαν και για το τέλος της, ένα τέλος που κανείς δεν ήθελε να δεχτεί ή να πιστέψει, μα που ήξεραν ότι, δυστυχώς κάποτε θα ερχόταν, για τις αμαρτίες του λαού: «Οι Βυζαντινοί», συνεχίζει ο Ράνσιμαν, «ήξεραν καλά ότι κάποια μέρα το τέλος θα ερχόταν, ότι κάποια από όλες αυτές τις επιθέσεις κάποτε θα πετύχαινε. Οι προφητείες που ήταν γραμμένες σε όλη την Κωνσταντινούπολη, σε κίονες και σοφά βιβλία, όλες την ίδια ιστορία έλεγαν, για τις ημέρες που δεν θα υπήρχαν πια αυτοκράτορες, για τις τελευταίες μέρες της Πόλης, για τις τελευταίες μέρες του πολιτισμού».

Και οι μαύρες εκείνες προφητείες επαληθεύτηκαν. Πάλι Μάιο, πάλι με αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, γιο Ελένης, η Πόλη έπεφτε τη μαύρη εκείνη Τρίτη στα χέρια των Οθωμανών. Ο τελευταίος αυτοκράτορας, με τον ηρωισμό, τη σύνεση και την αίσθηση του χρέους που τον χαρακτήριζαν, έπεσε μαζί με τους συμπολεμιστές του, διασώζοντας το κύρος της αυτοκρατορίας.

Τον ηρωισμό του αυτόν αναγνώρισαν ακόμα και Τούρκοι ιστορικοί: Ο Ισμαήλ Χαμί Τανισμέντ γράφει για αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο: «Όλες οι αφηγήσεις τόσο των ξένων όσο και των τουρκικών πηγών συμφωνούν σε ένα σημείο: ότι ο αυτοκράτορας κατά την Άλωση της Πόλης έλαβε μέρος στις σκληρές οδομαχίες, πολεμώντας σαν λιοντάρι και χωρίς να παραδώσει το ένδοξο σπαθί ξίφος του στον πανίσχυρο εχθρό του, έπεσε ένδοξα σαν ήρωας. Η τουρκική ιστορία θεωρεί ιερή υποχρέωσή της να αναφέρεται με σεβασμό στη μνήμη της προσωπικότητας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ο οποίος δεν έφερε την παραμικρή ευθύνη για την παρακμή και αποσύνθεση του κράτους, ενώ ο ηρωικός θάνατός του λύπησε κι αυτόν ακόμα τον Πορθητή».

«ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΙ…»

Ακολούθησαν οι μαύροι αιώνες. Ο Ελληνισμός, μέχρι σήμερα, όπως επισημαίνει η κορυφαία Βυζαντινολόγος μας Ελένη Γλύκατζη -Αρβελέρ, δεν απελευθέρωσε ακόμη την πραγματική του πρωτεύουσα. Το 1955, με τα Σεπτεμβριανά πογκρόμ, ο Ελληνισμός της Πόλης συρρικνώθηκε φτάνοντας σχεδόν στα έσχατα όριά του. Κάποιος δημοσιογράφος είχε ρωτήσει τότε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα μήπως έπρεπε να φύγει πλέον το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη. «Γιατί;» ρώτησε ο Πατριάρχης. «Έχετε μείνει ελάχιστοι εδώ», απάντησε ο δημοσιογράφος. «Πράγματι, μείναμε λίγοι», είπε ο Πατριάρχης. «Όμως ξεχνάτε πόσα εκατομμύρια είναι οι πεθαμένοι κάτω από τα πόδια μας; Αυτούς δεν τους υπολογίζετε; Μαζί μ’ αυτούς είμαστε πάρα πολλοί»…

ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑΛΑΜΑ

Όπως υπογραμμίζει ο Φώτης Κόντογλου: «Το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι, που μέσα σ’ αυτό πέσανε και λυώσανε χιλιάδες ψυχές, σαν λογής-λογής μεταλλεύματα, λογής-λογής έθνη, κι από κεί βγήκε χρυσάφι λαμπερό… Αυτό το μάλαμα είναι πιο καθαρό από κάθε χρυσάφι που βγήκε από χωνευτήρι. Κι από αυτό γίνηκε η επτάφωτος λυχνία που θα φωτίζει τον κόσμο στον αιώνα του αιώνος…».

Γιάννης Ζαννής

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”