Κωνσταντίνος Κανάρης: Ο θρυλικός μπουρλοτιέρης ήταν ένας ευσεβής χριστιανός

Νύχτα 6ης προς 7η Ιουνίου. Χίος. Ενώ οι Οθωμανοί ετοιμάζονταν να γιορτάσουν το μπαϊράμι, η ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου τυλίχθηκε στις φλόγες και ο ήρωας πυρπολητής κέρδισε τον θαυμασμό όλων

«Ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού, που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται»

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Χίος, 6 Ιουνίου 1822. Ο Τουρκικός στόλος είναι αγκυροβολημένος στο νησί και οι Οθωμανοί ετοιμάζονται να γιορτάσουν το Μπαϊράμι. Δύο μήνες πριν, στις 2 Απριλίου, ήταν το Πάσχα των Χριστιανών, όμως η κορυφαία γιορτή της Χριστιανοσύνης βρήκε τη Χίο βουτηγμένη στο αίμα. Οι σφαγές και οι λεηλασίες συνεχίζονταν για αρκετό καιρό ακόμα και από το μυροβόλο νησί, το μαργαριτάρι της Ιωνίας που άκμαζε στα γράμματα, στο εμπόριο, στην κοινοτική ζωή, δεν είχαν απομείνει παρά ερείπια και αποκαΐδια, όπως το εκφράζει ο Βίκτωρ Ουγκώ: «Η Χίος, τ’ ολόμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα…». Ενας βαρύς φόρος αίματος, που στοίχισε πάνω από 25000 νεκρούς, ενώ χιλιάδες άλλοι αιχμάλωτοι Χριστιανοί οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου.

Νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου, Χίος. Οι Οθωμανοί προετοιμάζονταν να γιορτάσουν το Μπαϊράμι τους. Τα πλοία είχαν φωταγωγηθεί, ιδιαίτερα η ναυαρχίδα, η Μανσουριγιέ, το καύχημα του Τουρκικού στόλου, για την οποίαν οι Οθωμανοί καυχιόνταν ότι ήταν άτρωτη από τα πυρπολικά. Ο μουεζίνης από τον μιναρέ του τζαμιού της Χώρας απάγγειλε τους στίχους της προσευχής. Η γιορτή άρχιζε, οι ναύτες άρχισαν το φαγοπότι. Τα κανόνια ήταν γεμάτα, έτοιμα να αρχίσουν τους πανηγυρικούς κανονιοβολισμούς. Ο μεθυσμένος σκοπός στην πρύμνα της ναυαρχίδας δεν έδωσε και πολλή σημασία στο μικρό πλεούμενο που ερχόταν καταπάνω της. Φώναξε μονάχα: «Φούντο μπρε…».

Οι ναύτες του μικρού πλοιαρίου, αφού είχαν πια κολλήσει στα πλευρά της ναυαρχίδας το πλεούμενό τους και είχαν σφηνώσει τον πρόβολό του σε μια κανονοθυρίδα, πήδηξαν στη βοηθητική βάρκα. Ο τελευταίος έδεσε καλά το πλοιάριο, άναψε ένα φυτίλι με έναν μικρό δαυλό και πήδηξε κι εκείνος στη λέμβο όπου βρίσκονταν ήδη οι σύντροφοί του.

Λίγα λεπτά αργότερα, κραυγές πανικού άρχισαν να ακούγονται μέσα στη ναυαρχίδα και γύρω από αυτήν: «Γιαγκίν βάρ»! (φωτιά). Όμως μάταια προσπαθούσαν να αποκολλήσουν το πυρπολικό από τα πλευρά της Μανσουριγιέ. Η γιγάντια κορβέτα που δεν φοβόταν τα μπουρλότα, είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τα κανόνια άρχισαν να εκπυρσοκροτούν μόνα τους, προκαλώντας μεγαλύτερο πανικό και σύγχυση στα πληρώματα του οθωμανικού στόλου. Τα κατάρτια έμοιαζαν με πύρινους στύλους. Οι αξιωματικοί και οι ναύτες προσπαθούσαν να φυγαδεύσουν τον Καπουδάν Πασά (αρχιναύαρχο) Καρά Αλή στη στεριά. Ομως πριν προλάβουν να επιβιβαστούν στις βάρκες, το φλεγόμενο μεσιανό κατάρτι έγειρε κι έπεσε πάνω τους. Κάποιοι σκοτώθηκαν αμέσως. Κάποιοι πέθαναν μόλις βγήκαν στη στεριά. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο αρχιναύαρχος, που το κατάρτι τού είχε σπάσει τη ραχοκοκκαλιά.

ΕΚΡΗΞΗ

Λίγη ώρα αργότερα η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη. Ακολούθησε μια τρομακτική, αποκαλυπτικών διαστάσεων έκρηξη, που, σύμφωνα με μαρτυρίες, η αναλαμπή της έγινε στιγμιαία ορατή μέχρι τον κόλπο της Σμύρνης. Ο κυβερνήτης του πυρπολικού, φώναξε από την βοηθητική λέμβο, που πια είχε απομακρυνθεί αρκετά από τον εχθρικό στόλο: «Να φώτα για τη γιορτή σας»!

Από το καύχημα του Οθωμανικού στόλου, είχαν απομείνει στην επιφάνεια της θάλασσας τα μαυρισμένα ξύλα του πλοίου. Κανόνια, πυρομαχικά και άνθρωποι, είχαν παρασυρθεί στον βυθό. Από τους 2000 άνδρες που επέβαιναν σ’ αυτήν, ελάχιστοι διασώθηκαν. Τα μέλη του πληρώματος του πυρπολικού και ο αρχηγός τους, χωρίς κανένα θύμα ανάμεσά τους, έφτασαν στα Ψαρά, όπου «τοὺς ὑπεδέχθη εἰς τὸν αἰγιαλὸν ὁ λαός, ὁ Κλῆρος καὶ οἱ ἱερεῖς ἐνδεδυμένοι τὰς ἱερατικάς των στολὰς καὶ τοὺς συνώδευσαν ἐν παρατάξει εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἔνθα ἔψαλαν δοξολογίαν», όπως αναφέρει ο Ψαριανός Ναύαρχος Νικόδημος στα Απομνημονεύματά του.

Ο άνθρωπος που κίνησε τον θαυμασμό όλων των Ελλήνων, αλλά και των Ευρωπαίων, που είχαν συγκλονιστεί από το δράμα της Χίου, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, γεννήθηκε το 1795 στα Ψαρά και ήταν γόνος ναυτικής οικογένειας. Ο πατέρας του Μικές Κανάριος χρημάτισε επανειλημμένα δημογέροντας του νησιού. Πέθανε όταν ο Κωσταντής ήταν μικρός και άφησε τη γυναίκα του Μαρία με τρία ορφανά, τον Αναγνώστη, τον Γιώργη και τον Κωσταντή.

Ο Κωσταντής ακολούθησε κι εκείνος το ναυτικό επάγγελμα και δούλεψε στο μπρίκι κάποιου θείου του, μετά τον θάνατο του οποίου ανέλαβε εκείνος καπετάνιος. Παντρεύτηκε τη Δέσποινα Μανιάτη (κόρη γνωστής ναυτικής οικογένειας των Ψαρών) σε ηλικία 22 ετών και απέκτησαν επτά παιδιά.

Απ’ όσα γνωρίζουμε, ο Κανάρης δεν είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία. Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης κατατάχτηκε αμέσως στον στολίσκο που συγκρότησε ο φίλος του Νικολής Αποστόλης και, ατρόμητος και ριψοκίνδυνος όπως ήταν («εμάς ο κίνδυνος δεν μας παραλύει, τουναντίον μας διεγείρει», είχε πει σε κάποιον Ευρωπαίο φιλέλληνα) εκπαιδεύτηκε από την αρχή στα πυρπολικά.

Μετά την πυρπόληση της ναυαρχίδας το όνομά του θα γινόταν θρύλος για τους Ελληνες και ο φόβος και τρόμος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου.

ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Εκτός από την πυρπόληση της ναυαρχίδας στη Χίο, οι σημαντικότερες πολεμικές επιχειρήσεις που ανέλαβε ήταν:

– Η ανατίναξη της τουρκικής υποναυαρχίδας στο στενό μεταξύ Τρωάδας και Τενέδου στις 28 Οκτωβρίου. Εχθρικές απώλειες: 800 νεκροί.
– Η πυρπόληση τουρκικής φρεγάτας κοντά στη Σάμο (5 Αυγούστου 1824) ως αντίποινα για την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών. Εχθρικές απώλειες: 600 νεκροί.
– Η πυρπόληση τουρκικής κορβέτας κοντά στη Μυτιλήνη στις 23-24 Σεπτεμβρίου 1824.
– Τέλος, το πιο παράτολμο εγχείρημα, που όμως δεν στέφθηκε με επιτυχία, η προσπάθειά του να πυρπολήσει στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας τον στόλο του Ιμπραήμ, πριν ξεκινήσει για την καταστολή της Επανάστασης (29 Ιουλίου 1825). Αλλά η απρόοπτη μεταβολή του καιρού δεν επέτρεψε την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης.

Διετέλεσε επανειλημμένα υπουργός και δύο φορές έγινε πρωθυπουργός

Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια του ελληνικού χώρου. Ο Αγγλος ιστορικός Γκόρντον έγραψε γι’ αυτόν ότι «είναι ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού, που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται».

Ο Κανάρης όμως, πέρα από τον ηρωισμό και το θάρρος του, διέθετε και αναμφισβήτητο ήθος, ανιδιοτελή φιλοπατρία και σύνεση. Κέρδισε έτσι την εκτίμηση όλων των συναγωνιστών του και ανήλθε σε υψηλά αξιώματα, χωρίς ποτέ ο ίδιος να το επιδιώξει ή να κομπάσει γι’ αυτά.

Ηταν ένθερμος υποστηρικτής του μεγάλου Ιωάννη Καποδίστρια, στον οποίον έμεινε αφοσιωμένος ως το τέλος. Το 1827 αντιπροσώπευσε τα Ψαρά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ενώ μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη αποσύρθηκε στη Σύρο.

Ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία από τον Όθωνα και έφτασε στον βαθμό του υποναυάρχου. Συμμετείχε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου για το Σύνταγμα και διετέλεσε επανειλημμένα υπουργός και δύο φορές πρωθυπουργός (1844 και 1848-49).

ΑΝΤΙΟΘΩΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Ωστόσο, δεν ενέκρινε την πολιτική του Όθωνα με αποτέλεσμα να συνταχθεί με την αντιοθωνική κίνηση. Ο Βαυαρός βασιλιάς προσπάθησε να τον προσεταιριστεί και πάλι και του ανέθεσε για τρίτη φορά την πρωθυπουργία. Όμως ο Κανάρης κατέθεσε την εντολή, επειδή το Παλάτι δεν ενέκρινε κάποιους εκ των υπουργών του.

Το 1863, μετά την Εξωση του Όθωνα, ο Κανάρης ορίστηκε μέλος της τριανδρίας που μετέβησαν στη Δανία ως αντιπρόσωποι του Εθνους (Βούλγαρης, Ρούφος, Κανάρης) για να προσφέρουν το στέμμα στον βασιλιά Γεώργιο Α΄. Στη συνέχεια θα αναλάβει υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου και δύο ακόμη φορές πρωθυπουργός (1864 – 65).

Παρέμενε πάντα σεμνός και ανιδιοτελής, και μετά την τελευταία αυτή πρωθυπουργία του αποσύρθηκε στο σπίτι του στην Κυψέλη (Κυψέλης 56).

Ωστόσο, καθημερινά πλήθος φίλων και θαυμαστών του συνέρρεαν εκεί, για να μιλήσουν με τον ζωντανό εκείνο θρύλο του αγώνα, τον ατρόμητο πυρπολητή, τον συνετό και ανιδιοτελή πατριώτη.

Στις 26 Μαΐου 1877, σε ηλικία 82 ετών, θα επανέλθει κατόπιν παρακλήσεως του βασιλιά και των αντιπροσώπων του Εθνους για να αναλάβει ως πρόσωπο κοινής αποδοχής την πρωθυπουργία στην οικουμενική κυβέρνηση που σχηματίστηκε, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ενδεχόμενες συνέπειες του ρωσοτουρκικού πολέμου.

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1877 ο θρυλικός πυρπολητής, ο μεγάλος Ελληνας, ο Ναύαρχος, όπως τον αποκαλούσε ο λαός, έφυγε από τη ζωή αυτή για να περάσει στο πάνθεο των ηρώων που ανέστησαν το Γένος. Εφυγε όρθιος, επί των επάλξεων και κηδεύτηκε με πάνδημη συμμετοχή στο Πρώτο Νεκροταφείο.

ΕΣΠΕΥΣΕ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΟΣ ΕΞΕΦΡΑΣΕ ΤΗΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Ο πρώτος άθλος του Κανάρη, που τον έκανε γνωστό σ’ όλη την Ευρώπη και την εντυπωσίασε ιδιαίτερα, ήταν ασφαλώς η πυρπόληση της ναυαρχίδας το 1822, αφού η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη είχε ήδη συγκλονιστεί από την σφαγή της Χίου. Οι τουρκικές πηγές που περιγράφουν το γεγονός, δεν διαφέρουν από τις ελληνικές. Ο Τούρκος ιστορικός Τζεβνέτ πασάς, αναφέρει ότι «…το θλιβερό γεγονός άφησε κατάπληκτα τα πληρώματα ολόκληρου του τουρκικού στόλου». Ο Αγγλος ιστορικός Γκόρντον χαρακτήρισε την πυρπόληση της ναυαρχίδας ως «ένα από τα πιο καταπληκτικά κατορθώματα που αναφέρει η Ιστορία».

Ο ατρόμητος πυρπολητής Κωνσταντής Κανάρης όμως, ήταν πάνω από όλα ένας συνειδητά ευσεβής Ορθόδοξος Χριστιανός και απέδιδε ό,τι είχε κατορθώσει στη βοήθεια του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Ετσι, μετά τον εκπληκτικό άθλο της πυρπόλησης της ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου, που έφερε σε πέρας γιγαντωμένος από την προσευχή και τη Θεία Κοινωνία στο Ναό του Αγίου Νικολάου, επέστρεψε μετά την επιτυχή έκβαση στον ίδιο Ναό, για να εκφράσει με δάκρυα την ευγνωμοσύνη του στην Παναγία.

Να πως περιγράφει τη σκηνή ο ποιητής Γ. Δροσίνης:

«Μεσάνυχτα ὁ πυρπολητής ἐγύρισε
καί πήδησε ἀπ’ τὸ γρήγορο καΐκι,
πιστός νά φέρη μέ τά πόδια ὁλόγυμνα
στήν ἐκκλησιά τό τάμα γιά τή νίκη.
Τό χέρι πού ἄτρεμο ἔσπειρε τό θάνατο
μέ τό δαυλό -τό φοβερό τό χέρι-
τώρα ταπεινωμένο καί τρεμάμενο
στήν Παναγιά ἀνάβει ἕν’ ἁγιοκέρι».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”