Η τοιχογραφία της Ανάστασης του Θεανθρώπου στη μονή της Χώρας των ζώντων

Η ερμηνεία του θριάμβου του Χριστού έναντι του θανάτου στο Βυζαντινό μοναστήρι της Πόλης, υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Αποδίδει με ακρίβεια την θεολογία του μεγαλύτερου γεγονότος στην ιστορία, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Για μια μακρά χρονική περίοδο, υπό την επίδραση των ρευμάτων της δυτικής, αναγεννησιακής εικονογραφίας, είχε επικρατήσει ως απεικόνιση της Αναστάσεως του Χριστού η εικόνα εκείνη που Τον δείχνει να εξέρχεται από τον Τάφο Του κρατώντας ένα λάβαρο, και τους στρατιώτες που φρουρούν το μνημείο να Τον κοιτάζουν έκθαμβοι και πανικόβλητοι.

Μια τέτοια απεικόνιση, είναι βέβαια πολύ μακριά από το θεολογικό περιεχόμενο και την ουσία του κορυφαίου γεγονότος της πανανθρώπινης ιστορίας: Την νίκη επί του θανάτου και την ανάκληση από την φθορά όλου του ανθρώπινου γένους.

Η θεολογικά άρτια εικόνα της Αναστάσεως, που αποδίδει ορθά και με ακρίβεια τον θρίαμβο του Χριστού (και μέσω Αυτού τον θρίαμβο και του ανθρώπου) πάνω στον θάνατο και τον Άδη, είναι η εικόνα που είχε επικρατήσει (εσφαλμένα) να ονομάζεται ως «εις Άδου κάθοδος». Όμως στην πραγματικότητα αυτή είναι η εικόνα της Αναστάσεως και έτσι επιγράφεται στις ορθόδοξες αγιογραφίες, αφού άλλωστε και μόνη η παρουσία του Θεανθρώπου στον Άδη κατάργησε αυτόματα το κράτος και τη βασιλεία του θανάτου: «Μνημόνευε τὴν δωδεκάτην ὥραν», γράφει ο Μέγας Αθανάσιος στην Επιστολή του «περὶ Παρθενίας», «ὅτι ἐν αὐτῇ καταβέβηκεν ὁ Κύριος ἡμῶν εἰς τὸν ᾃδην· καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ ᾃδης ἔφριξε καὶ ἐξέστη λέγων· Τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἐν ἐξουσίᾳ μεγάλῃ κατελθών;…Τίς οὗτος ὁ τῷ ἰδίῳ θανάτῳ ἐμὲ τὸν θάνατον καταλύων;».

Οι μεγάλοι Βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί αγιογράφοι ιστόρησαν την εικόνα αυτή της Αναστάσεως αριστοτεχνικά από καλλιτεχνικής πλευράς και θεολογικότατα από εκκλησιολογικής επόψεως. Ανάμεσα όμως στις εικόνες αυτές, εκείνη που αναμφισβήτητα ξεχωρίζει είναι η τοιχογραφία της Αναστάσεως στο παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη.

Η Μονή της Χώρας, που οι Τούρκοι μετέτρεψαν σε μουσουλμανικό τέμενος με την ονομασία Καχριέ τζαμί, χτίστηκε τον 11ο αιώνα.

Με τον όρο «Χώρα», ή «χωρίον», οι Βυζαντινοί ονόμαζαν την πεδινή περιοχή που βρισκόταν εκτός των τειχών που αρχικά είχε οικοδομήσει ο Μέγας Κωνσταντίνος όταν μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους στο τότε Βυζάντιο και έκτοτε Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη. Προφανώς υπήρχε κάποιος παλαιότερος ναός, που βρισκόταν εκεί, στην εκτός των τειχών περιοχή.

Περίπου έναν αιώνα αργότερα ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός έκτισε τα νέα τείχη, τα θεοδοσιανά, και ο αρχικός εκείνος ναός περιλαμβανόταν πλέον εντός του περιβόλου των οχυρώσεων. Ωστόσο διατήρησε την παλιά ονομασία που τον προσδιόριζε γεωγραφικά: «Ἐν τῇ χώρᾳ». Έτσι, η Μονή που ιδρύθηκε αρχικά περί τον 11ο αιώνα στην ίδια τοποθεσία, ονομάστηκε Μονή της Χώρας. Και οι δυο εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου που εικονίζονται εκεί, καθιερώθηκαν με τις ονομασίες «Χριστός, η Χώρα των Ζώντων» και «Θεοτόκος, η Χώρα του Αχωρήτου».

Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, η πλήρης ονομασία του καθολικού της Μονής ήταν «ἡ έκκλησία τοῦ Ἁγίου Σωτῆρος ἐν τῇ Χώρᾳ». Μια παλιά παράδοση που συνοδεύει την ιστορία της Μονής, θέλει την ίδρυσή της περί τον 6ο αιώνα από τον Όσιο Θεόδωρο, συγγενή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, περί το 529 μ. Χ. ο Όσιος, συνοδευόμενος από τους μαθητές του Θεόπλαστο και Τιμόθεο, μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη έκτισε τη Μονή της Χώρας με δύο παρεκκλήσια αφιερωμένα στους Αγίους Άνθιμο Νικομήδειας και τους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες της Σεβαστείας.

Ο ναός στην τελική του μορφή κτίστηκε από την Μαρία Δούκαινα, μητέρα της συζύγου του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, μεταξύ των ετών 1077-1081.

Όμως ο αριστουργηματικός ψηφιδωτός διάκοσμος της Μονής έγινε κατά την δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα, μεταξύ δηλαδή των ετών 1310-1320, με την επιμέλεια και την δαπάνη του Μεγάλου Λογοθέτη αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου Θεόδωρου Μετοχίτη, γόνου αριστοκρατικής οικογενείας, γιου του αρxιδιακόνου Γεωργίου Μετοχίτη. Ο Θεόδωρος ήταν ένας εκ των πλέον σημαντικών λογίων της υστεροβυζαντινής περιόδου. Από πολλούς μελετητές χαρακτηρίζεται πρόδρομος της λεγόμενης ανθρωπιστικής αναγέννησης του 15ου αι. Το αξίωμά του αντιστοιχούσε με το σημερινό του πρωθυπουργού.

Στο καθολικό της Μονής, με την επιμέλεια του ίδιου του Θεοδώρου Μετοχίτη, δημιουργήθηκε η τελευταία λαμπρή ψηφιδωτή διακόσμηση της υστεροβυζαντινής περιόδου. Στο παρεκκλήσιο, που ταπεινά επέλεξε να γίνει ο τόπος ενταφιασμού των κτητόρων, προτίμησε τον αγιογραφικό διάκοσμο, σε ένα έργο μεγαλειώδες στη συνθετική σύλληψη, όσο και στην εκτέλεση. Ο διάκοσμος κορυφώνεται με την απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού στον θόλο, και την θριαμβευτική Ανάστασή Του στην αψίδα του ιερού.

Το ταφικό παρεκκλήσιο βρίσκεται προσαρτημένο στην νότια πλευρά του καθολικού, σε σχήμα ορθογώνιας αίθουσας. Η αρχιτεκτονική του διαμόρφωση είναι αρμονικά χωρισμένη σε τρία μέρη, που διακρίνονται με εγκάρσια τόξα, τα οποία ορίζουν τις αντίστοιχες περιοχές του ζωγραφικού διακόσμου.

Το Άκτιστο Φως, ο αλυσοδεμένος θάνατος και ο Λυτρωτής που τραβά από τα χέρια τον Αδάμ και την Εύα, ως εκπροσώπων όλου του ανθρώπινου γένους, τους προπάτορές του

Σε όλο το πλάτος του ανατολικού μέρους, όπου δεσπόζει η αψίδα του ιερού, είναι ζωγραφισμένη η Ανάσταση του Χριστού.

Δεν θα ήταν υπερβολική η διαπίστωση ότι στην παράσταση αυτή «εικονίζεται» το τροπάριο της Αναστάσεως: «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».

Ο Θριαμβευτής του θανάτου, είναι περιβεβλημένος με το Φώς της Δόξας Του, το Άκτιστο Φως. Εξωτερικά είναι υπογάλαζο, αλλά όσο προχωρεί προς το σώμα του Κυρίου γίνεται βαθύ κυανό. Πρόκειται για ένα θεολογικό συμβολισμό: Το βαθυκύανο εσωτερικά συμβολίζει την απροσπέλαστη Θεία Ουσία. Το διάφανο γαλάζιο στο εξωτερικό μέρος συμβολίζει τις άκτιστες Θείες Ενέργειες, κατά τις οποίες είναι μεθεκτός ο Θεός από τους Αγίους Του. Πίσω ανατέλλει η χρυσαυγή των άστρων, ενώ τα βουνά συγκλίνουν υπερφυώς, προσκυνώντας και αυτά τον Αναστάντα Σωτήρα: «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται, κατά τον αποστολικό λόγο, αφού και η κτίση, που , συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν με τον πεπτωκότα άνθρωπο, καὶ αὐτὴ ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».

Στα πόδια του Αναστάντος Θεανθρώπου, είναι αλυσοδεμένος ο τύραννος του ανθρώπινου γένους, ο θάνατος. Εικονίζονται ακόμη οι πύλες, οι καταστραμμένες κλειδαριές και οι σιδερένιοι μοχλοί του Άδη που έχουν συντριβεί από τον Νικητή και Λυτρωτή των ανθρώπων, ο Οποίος κατάργησε για πάντα «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου». Μια εικόνα που παραπέμπει στο τροπάριο της τέταρτης ωδής του Κανόνα της Αναστάσεως: «καὶ αὖθις ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος, δικαιοσύνης ἡμῖν ἔλαμψεν Ἥλιος».

Ο Λυτρωτής τραβά από τα χέρια τον Αδάμ και την Εύα, ως εκπροσώπων όλου του ανθρώπινου γένους, από αυτούς του δύο, τους προπάτορές του, ως τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί στη γη πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Δεσπότου.

Είχε παρατηρήσει κάποτε ο Γιώργος Σεφέρης, βλέποντας την εικόνα αυτή: «Κοίταξε την ένταση στο χέρι του Χριστού! Μοιάζει σαν να βιάζεται να ξεκολλήσει από την κόλαση όλους τους ανθρώπους!» . Πίσω από τον Αδάμ, στα δεξιά του Χριστού, εικονίζεται ο ένας από τους δύο χορούς των δικαίων. Προπορεύεται ο Τίμιος Πρόδρομος, που υποδεικνύει τον Σωτήρα, όπως είχε κάνει και στην επίγεια ζωή του: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου». Τον Τίμιο Πρόδρομο ακολουθούν οι βασιλείς του Ισραήλ και κάποιοι από τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης. Στα αριστερά του Χριστού, πίσω από την προμήτορα Εύα φαίνεται όρθιος ο δίκαιος Άβελ, ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε τον θάνατο μετά την πτώση, το πρώτο αίμα δικαίου που χύθηκε άδικα. Κρατά στο χέρι του ένα ποιμενικό ραβδί, που υποδηλώνει την ασχολία του, το επάγγελμα του βοσκού. Πίσω από τον Άβελ ακολουθεί άλλος χορός δικαίων και σεσωσμένων, που υποδέχονται τον Σωτήρα τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι , σε συνάρτηση με την παράσταση της Αναστάσεως του Χριστού, αριστερά και δεξιά στο τόξο του ιερού Βήματος, ιστορούνται οι δύο από τις άλλες τρεις αναστάσεις που αναφέρονται στα Ιερά Ευαγγέλια: Της θυγατέρας του Ιάειρου και του γιου της χήρας στην Ναΐν, τρόπον τινά ως εισαγωγικά θαύματα που συντάσσονται σε μια ευρύτερη νοηματική σύνθεση με την κορυφαία παράσταση της Αναστάσεως του Χριστού.

Η Μονή της Χώρας και το ταφικό παρεκκλήσιό της είναι μια αριστουργηματική σύνθεση αρχιτεκτονικής, ψηφιδωτού διάκοσμου και αγιογραφίας, ένα λαμπρό δείγμα του υστεροβυζαντινού μας πολιτισμού.

Στο παρεκκλήσι των κτητόρων, η εικόνα της Αναστάσεως είναι η ωραιότερη απ’ όλες όσες υπάρχουν με το ίδιο θέμα. Πέραν της υψηλής καλλιτεχνικής αξίας της, αποδίδει με ασύλληπτη ακρίβεια την ίδια την θεολογία του μεγαλύτερου γεγονότος στην συμπαντική ιστορία, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων.

«ΠΟΥ ΣΟΥ ΘΑΝΑΤΕ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ; ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΔΗ ΤΟ ΝΙΚΟΣ;»

Εάν η εικόνα είναι το βιβλίο των αγραμμάτων, όπως υπογράμμισε ο ιερός Δαμασκηνός, τότε η συγκεκριμένη εικόνα διαλαλεί με μεγαλειώδη, αλλά συνάμα και απέριττο τρόπο (ίδιο των Βυζαντινών μας προγόνων) τα λόγια του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στην κατηχητικό του λόγο, που διαβάζεται στην Πασχάλια ακολουθία:

«Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου ᾍδη τὸ νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος.
Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.»

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”