Η συγκινητική ζωή του τελευταίου επιζώντα πρόσφυγα της Μ. Ασίας

Ο εκδότης και συγγραφέας Γ. Βλέσσας απεβίωσε σε ηλικία 105 ετών. Μετά τη φυγή από την πατρίδα το ’22 έζησε στη Ν. Σμύρνη και αφιερώθηκε στη μόρφωση και καλλιέργεια των παιδιών.

Από τον ΣΩΤΗΡΗ ΛΕΤΣΙΟ

Η χρονιά του 2022 συμπίπτει με την συμπλήρωση των εκατό χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα θλιβερό γεγονός που σφράγισε ανεξίτηλα την πορεία του ελληνισμού μέσα στον 20ο αιώνα. Τις ημέρες αυτές μας δίνεται η αφορμή να θυμηθούμε μια σημαντική μορφή του ελληνικών γραμμάτων αλλά και του μικρασιατικού πολιτισμού. Στις 17 Μαρτίου 2015 έφυγε από την ζωή-πλήρης ημερών-ο Γεώργιος Βλέσσας: Άξιο τέκνο της Μάνας Σμύρνης, εκδότης και συγγραφέας με πλούσιο έργο σε όλη την διάρκεια της ζωής του, ήταν ο τελευταίος επιζών από τους πρόσφυγες της Μικρασίας. Δικαίως συγκαταλέγεται δίπλα στους Φώτη Κόντογλου,Ηλία Βενέζη, Γιώργο Σεφέρη, Κοσμά Πολίτη, Διδώ Σωτηρίου, το έργων των οποίων παραμένει κτήμα εσαεί στο πεδίο της πολιτισμικής κληρονομιάς της Μικράς Ασίας.

Ήταν η χρονιά του 1910 όταν ερχόταν στην ζωή ο Γεώργιος Βλέσσας στην Σμύρνη, στην πόλη-καμάρι των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Προερχόταν από μεγαλοαστική οικογένεια και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον, το οποίο συνέβαλε τα μέγιστα στην καλλιέργειά του και στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο πατέρας του εργαζόταν ως σταθμάρχης στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αϊδινίου, ενώ ο Γεώργιος ως μαθητής φοίτησε στη περίφημη Γαλλική Σχολή της Σμύρνης. Παρέα με άλλα παιδιά από τις διαφορετικές εθνότητες που αποτελούσαν το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της πόλης(Γάλλοι,Άγγλοι,Ιταλοί,Γερμανοί,Αρμένιοι,Εβραίοι,Τούρκοι κ.α) έπαιζε στους δρόμους και στις αλάνες των γειτονιών με την χαρά και την ανεμελιά, που πάντα συνοδεύουν την παιδική ηλικία. Του άρεσε να επισκέπτεται την πολυσύχναστη προκυμαία-το θρυλικό ”Και”-(σ.σ πρόκειται για μια στενή λωρίδα γης η οποία εκτεινόταν σε μήκος 3.350 μ.) όπου εκεί καθόταν με τις ώρες και ψάρευε αγναντεύοντας την θάλασσα του Αιγαίου. Η σκέψη του συχνά επέστρεφε-τα κατοπινά χρόνια-στην περίοδο εκείνη και μέσα από τις αναμνήσεις ξαναζωντάνευε ο ολάνθιστος κήπος του σπιτιού του στην Σμύρνη, ο οποίος βρισκόταν κοντά στην θάλασσα. Άφηνε,μάλιστα, να τον κυριεύει η συγκίνηση κάθε φορά που άκουγε τραγούδια-παραδοσιακά της Σμύρνης, τα οποία του θύμιζαν την ομορφιά και την αθωότητα ενός κόσμου που είχε γίνει πια στάχτη. Το καλοκαίρι του 1922 τα σύννεφα της επερχόμενης συμφοράς είχαν αρχίσει να συρρέουν πάνω από την Σμύρνη. Ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε και ο ελληνικός πληθυσμός σε κατάσταση απελπισίας παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Ο πατέρας του Γεώργιου Βλέσσα είχε ήδη πεθάνει, ενώ η αδελφή του θορυβημένη από τα διαδραματιζόμενα επέμενε ότι η οικογένεια θα έπρεπε να εγκαταλείψει εγκαίρως την Σμύρνη. Μέσα σε ένα μπαούλο έβαλαν ό,τι πιο πολύτιμο αντικείμενο είχαν(μεταξύ αυτών κηροπήγια, σερβίτσια, ποτήρια περίτεχνα διακοσμημένα κ.α) επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι και μια μόλις ημέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στην πόλη έφυγαν για να γλυτώσουν από την σφαγή.

Ο πρώτος σταθμός της προσφυγιάς ήταν για αυτούς η Μυτιλήνη. Σύντομη η παραμονή τους εκεί αφού μετά από δύο μήνες φτάνουν στην Αθήνα και εγκαθίστανται στο Κουκάκι. Δύσκολος και ανηφορικός ο δρόμος της νέας πραγματικότητας, πολλά τα προβλήματα που θα έπρεπε να υπερβούν. Ο μικρός Γεώργιος έπρεπε και αυτός να συμβάλλει στην οικονομική ενίσχυση της μητέρας και της αδελφής του. Για τον λόγο αυτό έπιασε δουλειά σε ένα εμπορικό κατάστημα στην οδό Βουλής-στο κέντρο της Αθήνας. Κοντά στον τόπο της εργασίας του υπήρχε και ένα μαγαζί με γραμματόσημα. Σε αυτό το μαγαζί ξεκίνησε να εργάζεται μετά από λίγο καιρό, ενώ ταυτόχρονα το νέο αυτό περιβάλλον σηματοδότησε την ενασχόλησή του με την συλλογή γραμματόσημων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Βλέσσας μετακομίζει στη Νέα Σμύρνη όπου και εκεί έζησε έως το τέλος της ζωής του. Κατά την διάρκεια του πολέμου στην Αλβανία ο Γεώργιος Βλέσσας στρατεύεται και μάχεται ηρωικά εναντίον των Ιταλών εισβολέων. Αρρωσταίνει σοβαρά, η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά μετά από πολλές κακουχίες καταφέρνει να επιστρέψει στην Αθήνα.

Αυτό όμως που οφείλουμε να αναφέρουμε και να υπογραμμίσουμε είναι η μεγάλη προσφορά του Γεώργιου Βλέσσα στην μόρφωση και καλλιέργεια των παιδιών, αφού ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που πήρε την πρωτοβουλία για την έκδοση περιοδικού για παιδιά! Ήταν μόλις 18 ετών όταν εξέδωσε στην Αθήνα, το 1928, το περιοδικό «Ελληνόπουλο», ενώ μετά από δύο χρόνια ακολούθησε το περιοδικό «Παιδικός Κόσμος»(1930-1952). Το περιοδικό αυτό-σύμφωνα και με τον ίδιον-εξέφραζε την ίδια του την ψυχή! Το Υπουργείο Παιδείας με σχετικές εγκύκλιους συνιστούσε στους μαθητές να διαβάζουν τον «Παιδικό Κόσμο»,το οποίο είχε φθάσει να έχει 2.500 συνδρομητές ενώ άλλα 2.000 τεύχη διατίθεντο στα σχολεία. Στα σχολεία έφθανε και το έντυπο «Παιδαγωγική»(1936-1940)-εκδοτική και αυτή πρωτοβουλία του Βλέσσα-που απευθυνόταν στους εκπαιδευτικούς. Από το 1936 έως το 1940 ο Βλέσσας μέσα από τα έντυπά του αγωνιζόταν να διδάξει στα ελληνόπουλα τα ελληνορθόδοξα ιδανικά και την αγάπη στην Πατρίδα,ερχόμενος συχνά αντιμέτωπος με τις συνθήκες λογοκρισίας της δικτατορίας του Μεταξά. Στην μεταπολεμική περίοδο-από το 1968 έως το 1972-εξέδωσε το περιοδικό «Χαρούμενες Ώρες».Πολύτιμη επίσης υπήρξε και η συμβολή του στην ίδρυση-για πρώτη φορά στην Ελλάδα-παιδικού ερασιτεχνικού θεάτρου. Μέσα από τα περιοδικά του αγωνίστηκε για έναν κόσμο γεμάτο από ανθρωπιά, δικαιοσύνη και χαμόγελο. Μέσα από τα μάτια και την ψυχή των παιδιών οραματίστηκε το μέλλον ενός καλύτερου κόσμου.

ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Από το 1974 ο Γεώργιος Βλέσσας έγινε μέλος της «Εστίας της Νέας Σμύρνης» και προσέφερε στα Μουσεία της ιερά κειμήλια,εκ των οποίων ξεχωρίζουν το ιερό ευαγγέλιο και τα ιερά σκεύη τα οποία υπήρχαν στο ιερό ορθόδοξης εκκλησίας στην Μικρά Ασία. Το 1988 η Εστία Νέας Σμύρνης τίμησε τον Γεώργιο Βλέσσα για την πολύχρονη προσφορά του στον τομέα της λογοτεχνίας και στην αγωγή του παιδιού στην Ελλάδα.