Η Μονή Καισαριανής, ένα βυζαντινό μοναστήρι με χιλιετή σχεδόν ιστορία

Το μοναστήρι της Καισαριανής είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου και βρίσκεται σε μία καταπράσινη περιοχή, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, σε υψόμετρο 400 μέτρων.

Είναι ένα βυζαντινό μοναστήρι, με τους επισκέπτες του να νιώθουν ότι μεταφέρονται σε μία άλλη εποχή.

Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση κατά τα πρώτα χρόνια ίδρυσης της Μονής, φέρεται σε κοντινή απόσταση να υπήρχε πηγή με άφθονο νερό. Το όνομα της Μονής φέρεται να προέκυψε είτε από κάποιον μοναχό, ονόματι Καισάριο, είτε από μία εικόνα της Παναγίας η οποία μεταφέρθηκε στην περιοχή από την Καισάρεια της Μικράς Ασίας.

Το καθολικό χτίστηκε περί τα τέλη του 11ου αιώνα, με τον νάρθηκα του ναού να προστίθεται την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως και το παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου.

Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες, σύμφωνα με ιστορικούς και αρχαιολόγους, χρονολογούνται από το 1700, με τους δημιουργούς να έχουν εμπνευστεί τόσο από την κρητική παράδοση, όσο και από την τέχνη του Αγίου Όρους.

Η Μονή της Καισαριανής ήταν γνωστή για την πλούσια βιβλιοθήκη της -υπάρχουν αναφορές για αρχεία από την αρχαιότητα- και για το πνευματικό έργο των μοναχών της.

Μάλιστα φέρεται να φιλοξένησε σημαντικές προσωπικότητες, όπως μεταξύ άλλων τον αγιογράφο Θεοφάνη το 1566 και τον ιερομόναχο Ιωάννη Δωριανό το 1675. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκεί μόνασε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’.

Γύρω από την Μονή υπήρχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις τις οποίες τις αξιοποιούσαν οι μοναχοί και οι κάτοικοι της περιοχής.

Το 1833 υπήρξε απόφαση της αντιβασιλείας του Όθωνα, μέσα από την οποία καταργήθηκαν όλα τα μοναστήρια που είχαν κάτω από έξι μοναχούς, με αποτέλεσμα να κλείσει και αυτή η Μονή.

Στις μέρες μας το μοναστήρι είναι φυλασσόμενο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Οι Θείες Λειτουργίες που τελούνται είναι κατά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, στις 21 Νοεμβρίου, και τη Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι, με την περιφορά του Επιταφίου να πραγματοποιείται έπειτα από σχετική άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού.

Πηγή: vema.com.au