Η μοναχή που βρέθηκε δια της βίας σε χαρέμι και σώθηκε από θαύμα

Η άγνωστη ιστορία της γερόντισσας Καλλινίκης. Πώς από τη Μονή της Αγ. Ματρώνας της Χίου την αγόρασε και την παντρεύτηκε ένας Τούρκος αλλά χάρη στην προσευχή και την μελωδική ψαλμωδία της βρήκε τη δύναμη να δραπετεύσει

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Βορειοανατολικά του χωριού Μέσα Δίδυμα της Χίου βρίσκεται κτισμένη η Ιερά Μονή της Αγίας Ματρώνας Χαλάνδρων. Η μονή ανεγέρθηκε το 1470 κατόπιν θαυματουργικής υπόδειξης της ίδιας της Αγίας. Ο Κτίτωρ και ιδρυτής της Ιεράς Μονής Μυρσινιδίου στη Χίο, ο Γέροντας Χριστοφόρος Σερέμελης, διέσωσε πολλά στοιχεία για την ίδρυση του μοναστηριού αυτού, καθώς και την σωτηρία με θαυματουργικό τρόπο μιας από τις μοναχές του που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους κατά την περίοδο της σφαγής της Χίου, διακόσια χρόνια πριν (1822).

Σύμφωνα με την μαρτυρία του, που κατέγραψε στο «Χιακό Λειμωνάριο» ο διάδοχός του στην ηγουμενία της Μονής Μυρσινιδίου Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Μίχαλος, ο Γέροντας Χριστοφόρος το 1875 πήγε στην πανήγυρη της Μονής της Αγίας Ματρώνας, όντας ακόμη Διάκονος. Όπως αναφέρει, είχε γνωρίσει πολλές ενάρετες μοναχές, πολλές εκ των οποίων ήταν υπό την πνευματική καθοδήγηση του Οσίου Νικηφόρου του Χίου, μιας κορυφαίας πνευματικής φυσιογνωμίας του νησιού, φίλου των Αγίων Μακαρίου Νοταρά και Αθανασίου Παρίου που εγκαταβίωναν στη Χίο, και του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Ο Όσιος Νικηφόρος διετέλεσε ηγούμενος της Νέας Μονής στη Χίο και εκοιμήθη οσιακά την 1η Μαΐου του 1821, έναν χρόνο πριν την καταστροφή του νησιού.

Δύο από τις μαθήτριες αυτές του Οσίου Νικηφόρου, ήταν η ηγουμένη Νυμφοδώρα και η μοναχή Θεοδοσία, την οποίαν ο Γέροντας Χριστοφόρος την άκουσε να λέει για κάποια μοναχή Καλλινίκη που είχε περάσει μια πολύ δύσκολη περιπέτεια και είχε πειραχτεί το νευρικό της σύστημα (ἤκουσα νὰ λέγῃ διὰ μίαν Καλογραίαν, ὅτι πάσχει ἀπὸ δύο ἀσθενείας, τῶν φρενῶν καὶ τῆς δυστυχίας, είναι αυτολεξεί η διατύπωση του Γέροντα).

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Τα λόγια αυτά, κίνησαν στον Χριστοφόρο την περιέργεια να γνωρίσει αυτή τη μοναχή. Η Θεοδοσία τότε τον οδήγησε στο κάτω μέρος ενός ψηλού πύργου που βρίσκεται στο μοναστήρι, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία του. Και να πώς: Το 1470 κάποιος από τους άρχοντες του νησιού με το όνομα Ροΐδης, έκτισε αυτό τον πύργο για να τον έχει ως καλοκαιρινό τόπο διαμονής. Αλλά η Αγία Ματρώνα, εκ των πολιούχων Αγίων του νησιού, του εμφανίστηκε σε όνειρο και του είπε ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη σκέψη του αυτή: Στον πύργο αυτό, του είπε, θα χτιστεί μοναστήρι και θα κατοικήσουν μοναχές. Ο Ροΐδης υπάκουσε στο πρόσταγμα της Αγίας και αφιέρωσε το κτίσμα στην Παναγία και την Αγία Ματρώνα την Χιοπολίτιδα. Ιδρύθηκε λοιπόν Γυναικείο Μοναστήρι, το οποίο θα πρέπει να γνώρισε μεγάλη αίγλη, αφού το 1875, πενήντα τρία χρόνια μετά τη σφαγή, είχε ακόμη έναν σημαντικό αριθμό μοναζουσών, σαράντα συγκεκριμένα, κατά τη μαρτυρία του Γέροντα Χριστοφόρου. Πνευματικός των παρθένων πριν την καταστροφή του νησιού, ήταν ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος.

Μία από τις μοναχές αυτές, λέει ο π. Χριστοφόρος, ήταν και η Καλλινίκη, την οποίαν ο Όσιος Νικηφόρος είχε κείρει μεγαλόσχημη. Ωστόσο ήρθαν οι δίσεκτοι καιροί. Κατά τη διάρκεια της σφαγής το 1822 τα μοναστήρια της Χίου καταστράφηκαν από τους Τούρκους και οι μοναχοί και οι μοναχές είτε σφαγιάστηκαν, είτε οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία. Μιαν αιχμαλωσία που, ειδικά για τις μοναχές, και μάλιστα τις νέες στην ηλικία, όπως η Καλλινίκη, είχε ως επακόλουθο να οδηγηθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής κι από κει στα χαρέμια των αγάδων. Η ίδια μοίρα περίμενε και την Καλλινίκη.

Ο Τούρκος που την αγόρασε την έκανε σύζυγό του, μια από τις νόμιμες συζύγους του χαρεμιού του. Εκείνη, και κάτω από αυτές τις συνθήκες, προσπαθούσε ακόμα όσο μπορούσε να κρατά τον μοναχικό της κανόνα. Καθώς βρισκόταν στο μοναστήρι από τριών χρονών, όταν την πήρε εκεί η θεία της, και τις έμαθε γράμματα, είχε μάθει από στήθους το Ψαλτήρι, την Οκτώηχο, το Ωρολόγιο και τους Παρακλητικούς Κανόνες καθώς και την ακολουθία της Αγίας Ματρώνας.

Μέσα στον λάκκο εκείνο των λεόντων, έκανε καθημερινά, πρωί και βράδυ την ακολουθία της, και αφιέρωνε ακόμη περισσότερο χρόνο το βράδυ του Σαββάτου, γιατί είχε τη δυνατότητα να μένει μόνη στον οντά της. Κάποια μέρα, οι γυναίκες του χαρεμιού, όπως συνήθιζαν κατά διαστήματα, βγήκαν για βόλτα σ’ έναν από τους κήπους του αγά. Μαζί τους πήραν και την Καλλινίκη, γιατί την συμπονούσαν που την έβλεπαν λυπημένη και ήθελαν να την ψυχαγωγήσουν.

Το όραμα που της έδωσε θάρρος να φύγει και όσα διηγήθηκε στον ηγούμενο της Ι. Μ. Μυρσινιδίου

Εφαγαν οι γυναίκες κι άρχισαν να τραγουδούν. Ζήτησαν από την Καλλινίκη να τραγουδήσει κι εκείνη, όμως δεν ήθελε και τους είπε ότι δεν ήξερε κάποιο τραγούδι. Την παρακάλεσαν τότε να τους ψάλλει έναν χριστιανικό ύμνο. Η Καλλινίκη τις παρακάλεσε να βάλουν κάποιον να φυλάει την είσοδο του κήπου και τότε άρχισε κλαίγοντας να ψάλλει τον Ψαλμό «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος», την ωδή δηλαδή των αιχμάλωτων Ισραηλιτών, που είχαν με τη βία οδηγηθεί μακρυά από την πατρίδα τους. Όταν έφτασε στο στίχο «πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;» κατά πρόνοια Θεού περνούσαν από ‘κει ένας Ιερέας και ο ψάλτης του. Αυτοί άκουσαν μια γυναικεία φωνή να ψάλλει αυτούς τους στίχους και εκστασιασμένοι κτύπησαν την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο για να δουν ποια ήταν αυτή που έψαλλε.

Οι γυναίκες, αφού κάλυψαν τα πρόσωπά τους με τον φερετζέ, άνοιξαν την πόρτα και ο Ιερέας ρώτησε στα ελληνικά ποια ήταν εκείνη που έψαλλε. «Ας φανερωθεί», είπε, «κι εμείς είμαστε έτοιμοι να χύσουμε το αίμα μας για να την ελευθερώσουμε!» Η Καλλινίκη όμως δεν τόλμησε να φανερωθεί και οι άλλες δεν μίλησαν. Τότε ο ιερέας ύψωσε το χέρι σε ευλογία και είπε: «Ας είναι ευλογημένο το στόμα που έψαλλε αυτόν τον Ψαλμό, κι ο Θεός να του δώσει την ελευθερία του».

Η Καλλινίκη θυμήθηκε τότε τη ζωή στο μοναστήρι, την λειτουργική ζωή και τις ακολουθίες. Εκείνο το Σάββατο, λέει ο Γέροντας Χριστοφόρος, έκανε τον κανόνα της κλαίγοντας και αναλογιζόμενη αν συνεχίζει ο Θεός να την υπολογίζει ως Χριστιανή. «Καὶ τὸ βάπτισμα ἐμόλυνα καὶ τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα. Μὲ τι πρόσωπον θὰ παρασταθῶ ἐνώπιον τῆς Μεγαλωσύνης Σου;» προσευχόταν συντετριμμένη, και μολονότι η κατάσταση που ζούσε δεν ήταν δική της επιλογή, αλλά αποτέλεσμα βίας.

ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕ

Ξαφνικά, ενώ προσευχόταν με πόνο, βλέπει ν’ ανοίγει η σκέπη του σπιτιού και ένας λαμπροφορεμένος νέος να της λέει να ετοιμαστεί να την παρουσιάσει στον Βασιλέα. Και, όπως διηγήθηκε στον Γέροντα Χριστοφόρο, είδε τον εαυτό της να ανεβαίνει μια σκάλα και να εισέρχεται σ’ ένα ωραιότατο παλάτι, για να βρεθεί μπροστά σ’ έναν νέο άνδρα εκπάγλου κάλλους, που είχε μπροστά του συγκεντρωμένα πλήθος βιβλία. Η μοναχή έπεσε και τον προσκύνησε, κι εκείνος την ρώτησε το όνομά της. «Ἐγώ», συνέχισε την διήγησή της, «ἀπὸ τὸν φόβον μου τὸν εἶπα, τὸν πατέρα μου τὸν λέγουν Δημήτριον καὶ τὴν μητέρα μου Μαριγούλα. Ὄχι, μοῦ λέγει, τὸ ὄνομα τὸ δικόν σου, ὅταν ἤσουν στὸ μοναστήριον. Τότε τοῦ εἶπον Καλλινίκη».

Ο ηλιόμορφος άνδρας άρχισε να ανοίγει ένα-ένα τα βιβλία, που ήταν μοναχολόγια διαφόρων μοναστηριών, και άρχισε να διαβάζει ονόματα μοναχών που είχαν μονάσει σ’ αυτά. Έφτασε και στο μοναστήρι της Αγίας Ματρώνας και άρχισε να διαβάζει τα ονόματα των καλογραιών: Νυμφοδώρα Μοναχή, Ευπραξία Μοναχή… Καλλινίκη Μοναχή. «Ἰδού, τῆς λέγει, τὸ ὄνομά σου εἶναι γραμμένον εἰς τὴν βίβλον ταύτην καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας θέλεις ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Ἀγαρηνῶν».

Το όραμα εκείνο έδωσε μεγάλο θάρρος στην Καλλινίκη και δόξασε τον Θεό που δεν την είχε εγκαταλείψει. Την Κυριακή, κι ενώ ο Τούρκος σύζυγός της ασχολείτο με κάποιες επισκευές στο σπίτι, εκείνη είδε δύο καβαλάρηδες να την πλησιάζουν και να της λένε: «Ετοιμάσου να σε πάρουμε». Τους απάντησε ότι φοβάται, γιατί οι υπηρέτες του αγά δεν θα την άφηναν να περάσει. «Καλά», της είπαν οι καβαλάρηδες, «Μη μας ακολουθήσεις. Αλλά την άλλη Κυριακή θα φύγεις μόνη σου και θα πας στο μοναστήρι σου».

Όταν συνήλθε από το όραμα και κατάλαβε πως οι δυο ιππείς ήταν οι Μεγαλομάρτυρες Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, δόξασε τον Θεό και ετοίμασε λίγα πράγματά της για να φύγει. Και όπως της είχαν προείπει, την επόμενη Κυριακή πέρασε απαρατήρητη, αόρατη από τους πάντες, βγήκε από το σπίτι του Τούρκου, βάδισε μέσα στους δρόμους της Σμύρνης και έφτασε στο σπίτι της αδελφής της!

ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ

Οι δυο αδελφές αγκαλιάστηκαν και αλληλοασπάστηκαν με δάκρυα συγκίνησης και χαράς. Πήγαν αμέσως στις εκκλησιές του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, έψαλαν τις παρακλήσεις τους και κατόπιν, με τη βοήθεια και άλλων Χριστιανών επιβιβάστηκε στο πλοίο που την μετέφερα πάλι στη Χίο, για να μεταβεί στην Μονή της μετανοίας της.

Ολα αυτά τα διηγήθηκε εκείνη την ημέρα στον νέο τότε διάκονο και μετέπειτα Ηγούμενο της Μονής Μυρσινιδίου η ηλικιωμένη πλέον Καλλινίκη. Σε λίγο χρονικό διάστημα από τη συνομιλία τους εκείνη, η πολύπαθη μοναχή αναπαύτηκε ειρηνικά εν Κυρίω και ετάφη στο κοιμητήριο μαζί με τις άλλες μοναχές.

Ο Δίκαιος Κριτής ανέπαυσε την πιστή Του δούλη εν σκηναίς δικαίων. Όπως αναφέρει ο Γέροντας Χριστοφόρος Σερέμελης τελειώνοντας την συναρπαστική του διήγηση: «Μετὰ παρέλευσιν ἑπτὰ μηνῶν ἀπέθανε μία ἄλλη μοναχή, καὶ θέλοντας νὰ τὴν ἐνταφιάσουν ἄνοιξαν τὸ μνῆμα τῆς Καλλινίκης, ἀντὶ ἄλλης ὁποῦ ἤθελαν νὰ ἀνοίξουν· καὶ εὗρον τὸ λείψανον διαλελυμένον καὶ εὐωδίαζεν». Τα οστά της Καλλινίκης είχαν ευωδιάσει.