Η «Καλή Παναγιά» που έγινε στρατηγείο του οπλαρχηγού Τάσου Καρατάσου

Η συμβολή της Ιεράς Μονής Δοβρά, ενός από τα πιο σημαντικά προσκυνήματα της Μακεδονίας κατά την Ελληνική Επανάσταση. Πώς το μοναστήρι και ο εθνομάρτυρας ηγούμενος έγιναν σύμβολα θυσίας, θρύλος και τραγούδι, φως στο σκοτάδι της σκλαβιάς

Aπό τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΣΠΥΡΟΥ

Ενα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Μακεδονίας -το οποίο εορτάζει στα τέλη του μήνα- με σπουδαία ιστορική σημασία στέκει στις ανατολικές υπώρειες της οροσειράς του Βερμίου. Πρόκειται για την Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά ή όπως είναι γνωστή στην ευρύτερη περιοχή η «Καλή Παναγιά», όπου φυλάσσεται η περίπυστη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καθώς και το μεγαλύτερο -εκτός Συμφερουπόλεως- τεμάχιο ιερού λειψάνου του Αγίου Λουκά του Ιατρού.

«Η Ιερά Μονή της Παναγίας Δοβρά είναι ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας» αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Χαλδαιόπουλος, Γραμματέας της Μητροπόλεως και σημειώνει ότι «το ακριβές έτος ιδρύσεως της Ιεράς Μονής, καθώς και τα ονόματα των ιδρυτών και πρώτων οικιστών της παραμένουν μέχρι σήμερα άγνωστα. Αναφορικά με την συμβολή της Μονής στην Επανάσταση ο π. Αρσένιος υπογραμμίζει ότι στις 19 Φεβρουαρίου 1822 κηρύσσεται στη Νάουσα η έναρξη της Επαναστάσεως για όλη την περιοχή της Μακεδονίας και ευλογούνται στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου τα επαναστατικά λάβαρα. Την επόμενη ημέρα ο οπλαρχηγός Τάσος Καρατάσος -προτομή του οποίου τοποθετήθηκε πρόσφατα στον προαύλιο χώρο της Μονής- και οι συναγωνιστές του εγκαθιστούν το στρατηγείο τους στο μοναστήρι της Δοβρά με στόχο την κατάληψη της Βέροιας. Επιλέγουν τη Μονή, διότι βρίσκεται κοντά στη Βέροια, είναι όμως αθέατη από αυτήν εξαιτίας των λόφων που υπάρχουν στη γύρω περιοχή, αλλά και είναι οικεία στον Καρατάσο λόγω της καταγωγής του από το χωριό Δοβρά.

ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ

Η Μονή οχυρώνεται, κατασκευάζονται προμαχώνες και τοποθετούνται φρουρές στους γύρω λόφους. Μέσα στη Μονή μένει ο Καρατάσος με 240 άνδρες, ενώ ένα δεύτερο σώμα υπό τις διαταγές του καταλαμβάνει τα υψώματα κοντά στον δρόμο από τον οποίο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός. Οι προσπάθειες των Τούρκων να κατακτήσουν την Μονή ήταν πολύ έντονες. Εστάλησαν περίπου 6000 στρατιώτες από τον Αλή Πασά της Θεσσαλονίκης, αλλά η οχύρωση ήταν τόσο καλή που ήταν αδύνατον να κατακτήσουν το Μοναστήρι. Έπειτα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες καταλήψεως της Μονής, ο Μεχμέτ αγάς διατάζει γενική έφοδο και οι στρατιώτες του κατορθώνουν να περικυκλώσουν το μοναστήρι.

Παρατηρώντας τη συνεχή επίθεση και την επιμονή των Τούρκων ο οπλαρχηγός Ζαφειράκης ανησυχεί για τον συναγωνιστή του Καρατάσο και σπεύδει στη Μονή. Αντικρύζει εκατοντάδες πτώματα έξω από το τείχος της Μονής και τον Καρατάσο με τους άνδρες του να μάχονται. Η άφιξή του δημιουργεί πανικό στους Τούρκους και υποχωρούν. Ο Καρατάσος, κρίνοντας πως δεν ωφελεί άλλο να παραμένει στη Μονή, αλλά μάλλον τη θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο, αποφασίζει να εξέλθει με τους άνδρες του κρυφά από το μοναστήρι, ώστε να σωθούν και να συνεχίσουν την επανάσταση στη Νάουσα. Εκμεταλλευόμενος την εξουθένωση των Τούρκων, έπειτα από πολιορκία δεκατριών συνεχόμενων ωρών αδιάκοπης μάχης φεύγει κρυφά από τους Τούρκους και κατευθύνεται προς τη Ροδιά της Νάουσας. Ο Κεχαγιά Μπέης πιστεύει πως κατάφερε να εγκλωβίσει τον Καρατάσο στη Μονή και έπειτα από ανασυγκρότηση των δυνάμεών του την επόμενη μέρα επιτίθεται. Μόλις συνειδητοποιεί ότι οι Ελληνες εγκατέλειψαν το μοναστήρι, δίνει διαταγή να καταστραφούν τα πάντα. Τα κτίρια της μονής καίγονται και από το μένος των Τούρκων, που εμπαίχτηκαν με αυτόν τον τρόπο, δεν γλιτώνει ούτε το χωριό Δοβρά, το οποίο καταστρέφεται ολοσχερώς. Στο πέρασμά τους δεν μένει κανένας και τίποτε όρθιο. Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους τον ηγούμενο της μονής Γεράσιμο, τον οποίο και κρεμούν για παραδειγματισμό στην πλατεία Ωρολογίου στη Βέροια, ενώ πωλούν ως σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης τους κατοίκους του χωριού Δοβρά, δείχνοντας έτσι τη μοίρα που περιμένει όποιον τολμήσει να βοηθήσει τους επαναστάτες. Το μοναστήρι και ο εθνομάρτυρας ηγούμενος Γεράσιμος γίνονται σύμβολα θυσίας, θρύλος και τραγούδι, φως στο σκοτάδι της σκλαβιάς της Μακεδονίας, η σπίθα που έμελλε να ανάψει τη φλόγα της Επαναστάσεως.

Καταφύγιο ορφανών παιδιών, απόρων και θυμάτων πολέμου

«Μία ιδιαίτερη περίοδος για το μοναστήρι είναι από το 1947 μέχρι περίπου το 1986» σημειώνει ο π. Αρσένιος και εξηγεί: «Είναι η περίοδος, όπου δωρίζεται στη φιλανθρωπική Οργάνωση «Ελβετική Δωρεά θυμάτων πολέμου» η έκταση 85 στρεμμάτων γύρω από το καθολικό, μαζί με τα κτίρια και τις εγκαταστάσεις, με σκοπό την ανέγερση και λειτουργία παιδούπολης με το όνομα «Καλή Παναγιά», η οποία θα αποτελεί καταφύγιο ορφανών και απόρων παιδιών, θυμάτων του πολέμου και της κατοχής. Γι’ αυτό το λόγο στην ευρύτερη περιοχή της Βέροιας η Μονή Δοβρά είναι γνωστή και ως «Καλή Παναγιά».

ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ

Προσθέτει, ακόμη, ότι «από το 1994 οι πρώτοι μοναχοί, πνευματικά τέκνα του νεοεκλεγέντος τότε Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονος Καλπακίδη, αλλά και ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος, εγκαθίστανται και εξελίσσονται σε νέους κτίτορες. Επίσημα η Μονή επανιδρύεται το 1995 και λίγο αργότερα εκλέγεται ο μέχρι και σήμερα ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρχιμ. Παντελεήμων Κορφιωτάκης. Η Μονή ανακαινίζεται εκ βάθρων. Αρχισε η αναστήλωση του Καθολικού και η κατασκευή κτιρίων. Μέχρι σήμερα λειτουργεί αδιάκοπα ως κοινόβιο και στον ευρύτερο χώρο -πέρα από τα κτίρια που στεγάζονται τα κελιά των πατέρων- υπάρχει ο ξενώνας φιλοξενίας, οι κατασκηνώσεις, το Παύλειο κειμηλιαρχείο «Ιεροί θησαυροί», το ΙΕΚ Βυζαντινών Τεχνών και ο ναός του αγίου Λουκά -ο μεγαλύτερος ναός του αγίου στον ελλαδικό χώρο- όπου βρίσκονται σε εξέλιξη τα έργα.

Η Μονή πανηγυρίζει την Παρασκευή της Διακαινησίμου, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, αλλά και στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πανηγυρίζει επίσης την 29η Μαΐου, ημέρα ελεύσεως του ιερού λείψανου του Αγίου Λουκά, του ιατρού, και την 11η Ιουνίου, ημέρα κοιμήσεως του Αγίου.

ΤΟ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ ΑΓΙΑΣΜΑ

Στον προαύλιο χώρο της Μονής υπάρχει και το θαυματουργό Αγίασμα της Παναγίας, το οποίο κατέχει πλέον περίοπτη θέση. Άξιο αναφοράς είναι πως η ακατάπαυστη ροή υδάτων από το Αγίασμα δημιουργούσε προβλήματα στις τεχνικές εργασίες κατά την ανάπλαση του εξωτερικού χώρου και το κτίσιμο της πρώτης πτέρυγας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών η ροή σταμάτησε γεμίζοντας με θλίψη τους πατέρες. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, όμως, κατά θαυμαστό τρόπο επανήλθε και το Αγίασμα και μέχρι σήμερα ρέει αδιάκοπα.

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”