Η φιλία του θεμελιωτή του αγιορείτικου μοναχισμού και του ελευθερωτή στρατηλάτη

του ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*

Η πιο ένδοξη σελίδα της Βυζαντινής Ιστορίας μας είναι η περίοδος από τα μέσα του 9ου ως το πρώτο τέταρτο του 11ου αιώνα. Η περίοδος της μακεδονικής δυναστείας, που οι ιστορικοί αποκαλούν «Βυζαντινή εποποιία».

Οι αυτοκράτορες της περιόδου αυτής διέθεταν πολιτικές και στρατιωτικές αρετές, αλλά και βαθιά ευσέβεια. Πέραν των αναγκαίων ανθρώπινων προπαρασκευών, εμπιστεύονταν την έκβαση των πολεμικών αναμετρήσεων στην άνωθεν βοήθεια, κατά το παλαιοδιαθηκικό «οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς».

Ταυτόχρονα, η περίοδος σηματοδοτείται από ένα γεγονός που υπήρξε σταθμός στην Ιστορία της Εκκλησίας ως τις μέρες μας: την εγκαθίδρυση της αθωνικής κοινοβιακής πολιτείας, με τη δημιουργία της Μεγίστης Λαύρας από τον θεμελιωτή του αγιορείτικου μοναχισμού Αγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, που η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου.

Ο Αγιος είχε μείνει ορφανός από παιδική ηλικία και μεγάλωσε υπό την κηδεμονία μιας συγγενούς του μοναχής. Φιλομαθέστατος, φοίτησε στη Μαγναύρα, με δάσκαλο τον προεξάρχοντα των σχολών της Πόλεως. Η φήμη του γρήγορα απλώθηκε παντού και κατόπιν αιτήματος συμφοιτητών και καθηγητών του ορίστηκε από τον αυτοκράτορα δάσκαλος της σχολής. Απέκτησε πολλούς μαθητές και θα είχε μια λαμπρή, θα λέγαμε με σημερινούς όρους, ακαδημαϊκή καριέρα. Ομως εκείνος προτίμησε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Εξέφρασε την επιθυμία του αυτή στον πνευματικό του, τον Οσιο Μιχαήλ Μαλεΐνο, ο οποίος, γνωρίζοντας τα πνευματικά του χαρίσματα, του έδωσε την ευλογία του.

Πριν από την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη, σε μια συνάντησή του με τον πνευματικό του, βρέθηκε και με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Οι δύο άνδρες συνδέθηκαν με βαθιά πνευματική φιλία και συζητούσαν να αποσυρθούν για να μονάσουν στον Αθωνα. Ο βαθύτατα ευλαβής Νικηφόρος σκεπτόταν να αποσυρθεί, μόλις οι υποχρεώσεις του στην άμυνα της αυτοκρατορίας θα είχαν διευθετηθεί.

Ο Αβράμιος αναχώρησε για το όρος του Κυμινά στη Μ. Ασία. Εκεί εκάρη μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Σύντομα έφτασε σε μεγάλα πνευματικά ύψη και για να αποφύγει την ανθρώπινη δόξα πήγε στο Αγιον Ορος και υποτάχθηκε σε έναν απλό γέροντα, χωρίς να του αποκαλύψει ποιος είναι.

Εν τω μεταξύ, ο Νικηφόρος Φωκάς, που είχε αναδειχθεί στο στρατιωτικό αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών, αναζήτησε τον παλιό του φίλο στα μοναστήρια της Μ. Ασίας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Θυμήθηκε τότε ότι είχαν συζητήσει για τον Αθωνα και έστρεψε εκεί την έρευνά του, ώσπου τον εντόπισε και τότε έμαθαν πλέον όλοι οι μοναχοί ότι ο εμφανιζόμενος ως απλοϊκός και αγράμματος μοναχός ήταν ο πάλαι ποτέ δάσκαλος της Αυτοκρατορικής Σχολής Αβράμιος, μοναχός Αθανάσιος τώρα, που επρόκειτο να αναδειχθεί σε θεμελιωτή του αγιορείτικου μοναχισμού.

Θέλοντας να αποφύγει τον θαυμασμό των μοναχών που έμαθαν ποιος είναι και τις σχέσεις του με την περιφανή οικογένεια των Φωκάδων, ο Οσιος αναχώρησε, με την ευλογία του Πρώτου, στην δυσπρόσιτη και ερημική τοποθεσία Μελανά. Εκεί επρόκειτο να ιδρύσει την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας.

Ο μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς υπήρξε από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες στην Ιστορία του Βυζαντίου. Διακρινόταν για τις επιτελικές του ικανότητες, το προσωπικό του θάρρος, την ρωμαλεότητά του, αλλά και για τη βαθιά ευσέβειά του και τον λιτό, ασκητικό τρόπο της ζωής του.

Η Κρήτη βρισκόταν τότε 150 χρόνια υπό αραβική κυριαρχία. Οι πειρατές, έχοντάς την ορμητήριο, είχαν αφανίσει τα παράλια του Αιγαίου. Οι Βυζαντινοί την αποκαλούσαν «Θεόλεστον», ενώ μια προφητεία προέλεγε ότι ο στρατηλάτης που θα απελευθέρωνε το νησί από τους Σαρακηνούς θα ντυνόταν την πορφύρα, θα γινόταν αυτοκράτορας.

Στον θρόνο της αυτοκρατορίας το 961 βρισκόταν ο Ρωμανός Β’. Περιστοιχιζόταν από ικανούς επιτελικούς συνεργάτες και έδινε προσοχή στις συμβουλές τους. Για το θέμα της Κρήτης τόσο η Σύγκλητος όσο και ο αυτοκράτορας πείστηκαν στα επιχειρήματα του πραιπόσιτου Ιωσήφ Βρίγγα. «Ολοι γνωρίζουμε», τους είπε ο πραιπόσιτος, «πόσα δεινά υπέστησαν οι Ρωμαίοι από τους αρνητές του Χριστού… Τους βιασμούς των παρθένων, τις καταστροφές των εκκλησιών, τις λεηλασίες των παράλιων επαρχιών. Και είναι χρέος μας να πολεμήσουμε υπέρ των χριστιανών αδελφών μας, χωρίς να μας κάνουν να δειλιάσουμε τυχόν εμπόδια, όπως η θαλάσσια απόσταση, το αβέβαιο της νίκης, ή η φήμη ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον».

Αποφασίστηκε λοιπόν να κινητοποιηθεί μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να την ανακαταλάβει, ορίζοντας ως γενικό αρχηγό τον «Δομέστικο των Σχολών» Νικηφόρο Φωκά, τον οποίον ο χρονογράφος Λέων Διάκονος περιγράφει ως «ἄνδρα ῥέκτην τε καὶ δραστήριον, ἀγαθόν τε τὰ πολεμικὰ καὶ τὴν ἰσχὺν ἀνυπόστατον».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”