«Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων…»

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*

Στις 2 Μαρτίου η Εκκλησία τιμά την μνήμη ενός συγχρόνου μας σχεδόν Οσίου, του παπα Νικόλα Πλανά, που εκοιμήθη στο διάστημα του Μεσοπολέμου (1932).

Γεννημένος στην Νάξο το 1851, από γονείς θεοσεβείς, τον Ιωάννη και την Αυγουστίνα, οι οποίοι μετέδωσαν την ευλάβειά τους αυτή και στον γιό τους, ο οποίος από μικρής ηλικίας έδειξε την ιερατική του κλίση.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του ήρθε με την μητέρα του στην Αθήνα. Παντρεύτηκε αλλά έχασε την πρεσβυτέρα του μετά τη γέννηση του γιού τους, που τον ανέθρεψε μόνος. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1879 στον ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Πλάκα και στις 2 Μαρτίου του 1884 πρεσβύτερος στο ναΰδριο του Αγίου Ελισσαίου. Υπηρέτησε ως εφημέριος στους ναούς του Αγ. Παντελεήμονα Ιλισσού, και του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Κυνηγού στην σημερινή Λ. Βουλιαγμένης.

Ο απλούς παπα Νικόλας βίωνε τη χαρά του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και παρέτεινε την διάρκειά της μνημονεύοντας κυριολεκτικά εκατοντάδες ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων. Η αφιλοχρηματία του ήταν παροιμιώδης και ήταν ολιγαρκέστατος στην διατροφή του, που περιοριζόταν σε λίγα χόρτα που μάζευε ο ίδιος, ή λίγο γάλα που του πρόσφεραν οι βοσκοί της περιοχής (τότε οι περιοχές της σημερινής Λ. Βουλιαγμένης ή ο Νέος Κόσμος ήταν αγροτότοποι).

Δεν ξέχασε το ναό όπου χειροτονήθηκε εις πρεσβύτερον, δηλαδή το μικρό εκκλησάκι στην οδό Άρεως. Τον Άγιο Ελισσαίο. Συχνά τελούσε εκεί Ιερές Αγρυπνίες επί τη μνήμη διαφόρων Αγίων, έχοντας για ψάλτες τους δυό κορυφαίους λογοτέχνες μας, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Η παρουσία μάλιστα των δύο λογοτεχνών με αναγνωρισμένο κύρος, που έχαιραν σεβασμού και εκτίμησης εκ μέρους όλου του κόσμου των γραμμάτων της εποχής, ήταν και η αιτία που κάποιες φορές πήγαιναν στις αγρυπνίες εκείνες και άλλοι λογοτέχνες, όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης και άλλοι.

Βέβαια οι λογοτέχνες που προσέρχονταν στις αγρυπνίες, είναι αμφίβολο αν είχαν εκτιμήσει το πνευματικό ύψος του ιερουργού τους. Έρχονταν κυρίως από περιέργεια, αλλά και για να ακούσουν την κατανυκτική φωνή του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη και έτσι το ταπεινό εκκλησάκι έγινε κάτι σαν στέκι των λογοτεχνών της εποχής από το 1885 ως το 1942. Ο Παπαδιαμάντης έψαλλε στο δεξιό Ψαλτήρι και ο Μωραϊτίδης στο αριστερό.

Μπορεί οι άλλοι λογοτέχνες να μην αντιλήφθηκαν το πνευματικό ύψος του παπα Νικόλα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους δυό εξαδέλφους που πλαισίωναν τα Ψαλτήρια. Έχοντας ζήσει τις ακολουθίες, τους εσπερινούς , τους όρθρους και τις αγρυπνίες μαζί του είχαν διακρίνει την γνησιότητα του ορθοδόξου λειτουργικού φρονήματος του απλού Ναξιώτη ιερέα, που βίωνε το γεγονός της Θείας Ευχαριστίας και την χαρά της Αναστάσεως που βρίσκεται στην καρδιά του υπέρτατου γεγονότος.

Έβλεπαν επίσης τις αρετές που τον στόλιζαν: Την ταπείνωση, την αφιλοχρηματία, την λιτότητα, την φιλαδελφία και πάνω απ’ όλα την απλότητα. Όχι απλοϊκότητα ή αφέλεια, αλλά την μακαρία εκείνη απλότητα που χαρακτηρίζει τους Αγίους. Και η απαράμιλλη γραφίδα του Αγίου των Νεοελληνικών Γραμμάτων, αποτυπώνει τον χαρακτήρα του Οσίου, χωρίς να τον κατονομάζει, στο άρθρο του: «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων». Η εποχή ήταν δύσκολη για τα εκκλησιαστικά πράγματα και η Εκκλησία, που μετά το πραξικοπηματικό αυτοκέφαλο που είχαν επιβάλλει οι Βαυαροί και οι εγχώριοι θαμώνες του «πεφωτισμένου ευρωπαϊκού πνεύματος», είχαν καταστήσει την Εκκλησία υποχείριο του κράτους, αφού προηγουμένως λεηλάτησαν την περιουσία της. Και βέβαια το επίπεδο του Κλήρου δεν ήταν το καλύτερο δυνατό, ούτε από πνευματικής απόψεως (που είναι και το σημαντικότερο), ούτε από πλευράς μορφωτικού επιπέδου.

Ο Παπαδιαμάντης, γνήσιο τέκνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γαλουχημένος παιδιόθεν στα νάματα της Ιεράς Παραδόσεως, επισημαίνει τα αρνητικά αλλά και τονίζει τα θετικά. Η κρίσεις του είναι κρίσεις Ορθοδόξου πιστού που πονά για την δεινή αυτή κατάσταση, χωρίς όμως να περιφρονεί ή να ατιμάζει την Μητέρα Εκκλησία.

Γράφει χαρακτηριστικά:

«Μεταξὺ τῶν ὑπαρχόντων ἱερέων ὑπάρχουσιν ἀκόμη πολλοὶ ἐνάρετοι καὶ ἀγαθοί, εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ χωρία. Εἶναι τύποι λαϊκοί, ὠφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ἂς μὴν ἐκφωνῶσι λόγους. Ἠξεύρουσιν αὐτοὶ ἄλλον τρόπον πῶς νὰ διδάσκωσι τὸ ποίμνιον.

Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Διὰ πᾶσαν ἱεροπραξίαν ἂν τοῦ δώσῃς μίαν δραχμὴν ἢ πενήντα λεπτὰ ἢ μίαν δεκάραν, τὰ παίρνει. Ἂν δὲν τοῦ δώσῃς τίποτε, δὲν ζητεῖ. Διὰ τρεῖς δραχμὰς ἐκτελεῖ ὁλόκληρον παννύχιον ἀκολουθίαν. Ἀπόδειπνον, Ἑσπερινόν, Ὄρθρον, Ὧρας, Λειτουργίαν. Τὸ ὅλον διαρκεῖ ἐννέα ὥρας. Ἂν τοῦ δώσῃς μόνον δύο δραχμάς, δὲν παραπονεῖται».

Kαι συνεχίζει: «Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τὰ μνημονευτέα ὀνόματα τῶν τεθνεώτων, ἀφοῦ ἅπαξ τοῦ δώσῃς, τὸ κρατεῖ διὰ πάντοτε. Ἐπὶ δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε ἔτη ἐξακολουθεῖ νὰ μνημονεύῃ τὰ ὀνόματα, δι᾿ εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ἔδωκες εἰσάπαξ. Εἰς κάθε προσκομιδὴν μνημονεύει δύο ἢ τρεῖς χιλιάδας ὀνόματα. Δὲν βαρύνεται ποτέ. Ἡ προσκομιδὴ παρ᾿ αὐτῷ διαρκεῖ δύο ὥρας. Ἡ Λειτουργία ἄλλας δύο. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς Λειτουργίας, ὅσα κομμάτια ἔχει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ, ἀπὸ πρόσφορα ἢ ἀρτοκλασίαν, τὰ μοιράζει ὅλα εἰς ὅσους τύχουν. Δὲν κρατεῖ σχεδὸν τίποτε.

Μίαν φορὰν ἔτυχε νὰ χρεωστῇ μικρὸν χρηματικὸν ποσόν, καὶ ἤθελε νὰ τὸ πληρώσῃ, εἶχε δέκα ἢ δεκαπέντε δραχμάς, ὅλα εἰς χαλκόν, ἐπὶ δύο ὥρας ἐμετροῦσεν, ἐμετροῦσε καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ εὕρῃ πόσα ἦσαν. Τέλος, εἷς ἄλλος χριστιανὸς ἔλαβε τὸν κόπον καὶ τοῦ τὰ ἐμέτρησεν.

Εἶναι ὀλίγον τι βραδύγλωσσος, καὶ περισσότερον ἀγράμματος. Εἰς τὰς εὐχάς, τὰς περισσοτέρας λέξεις τὰς λέγει ὀρθάς, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τὰς περισσοτέρας ἐσφαλμένας. Θὰ εἰπῆτε, διατί ἡ ἀντίθεσις αὐτή; Ἀλλὰ τὰς εὐχὰς τὰς ἰδίας ἀπαγγέλλει καθ᾿ ἑκάστην, ἐνῷ τὴν δείνα περικοπὴν τοῦ Εὐαγγελίου θὰ τὴν ἀναγνώσῃ ἅπαξ ἢ δίς ἤ, τὸ πολύ, τρὶς τοῦ ἔτους, ἐξαιρέσει ὡρισμένων περικοπῶν συχνὰ ἀλλ᾿ ἀτάκτως ἐπανερχομένων, ὡς εἰς τοὺς Ἁγιασμοὺς καὶ τὰς Παρακλήσεις.

Τὰ λάθη, ὅσα κάμνει εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, εἶναι πολλάκις κωμικά. Καὶ ὅμως ἐξ ὅλων τῶν ἀκροατῶν του, ἐξ ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος, κανείς μας δὲν γελᾷ. Διατί; Τὸν ἐσυνηθίσαμεν, καὶ μᾶς ἀρέσει. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν Μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος».

Και ο Παπαδιαμάντης δεν διατάζει να συγκρίνει το ήθος αυτό προς το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στα της Εκκλησίας, τονίζοντας ότι το ζητούμενο είναι ακριβώς η Αγιότητα και όχι η διανοητική προσέγγιση ή το τυποποιημένο ξύλινο κήρυγμα:

«Τώρα, ὑποθέσατε δύο ὑποθέσεις, μίαν ἀδύνατον, καὶ μίαν δυνατήν, ὑποθέσατε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἱερεὺς εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ ἱεροδιδασκαλεῖον, παλαιὸν ἢ νέον· θὰ εἶχε διαφορὰν ἐπὶ τὸ βέλτιον; Θὰ ἦτο πασσαλειμμένος μὲ ὀλίγα ἀτελῆ, κακοχώνευτα καὶ συγκεχυμένα γράμματα, μὲ περισσότερον οἴησιν καὶ ἀξιώσεις. Θὰ ἦτο διὰ τοῦτο καλύτερος; …»

Ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται και ονομαστικά στον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά σε ένα διήγημά του, με τον τίτλο: «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Τον τίτλο εμπνεύστηκε από την υιοθετημένη κορούλα του φίλου του Νικόλα Μπούκη και της συζύγου του, στο σπίτι των οποίων είχε πολλές φορές είχε προσκληθεί πολλές φορές ο Παπαδιαμάντης για να συμφάγουν μετά από τις αγρυπνίες στον Άγιο Ελισσαίο. Η μικρούλα ακούγοντας τον Παπαδιαμάντη να ψάλλει, του είπε κάποτε με την παιδική της απλότητα: « Ἐσύ, μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ».

Η μικρούλα είχε μια αγγελική ψυχή. Ασθένησε όμως από τύφο και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία έντεκα ετών. Και ο Παπαδιαμάντης περιγράφει το εξής περιστατικό που συνέβη στην νεκρώσιμη ακολουθία της μικρής Κούλας:

«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «Ἄμωμον ὁδὸν» ἕως τὸν «Τελευταῖον ἀσπασμόν». Μόνος ὁ παπα-Νικόλας ἀπ᾿ τὸν Ἁι-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
― Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
― Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ παπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.
Τῳόντι κ᾿ ἐγώ, μὲ ὅλον τὸν πόνον καὶ τὰ δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. Καὶ ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ: «Τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων ἀναρπασθὲν ἄγευστον» καὶ «ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρὸς καλιὰς ἐπουρανίους ἔσωσας» καὶ «τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόποις ἀνέσεως, ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ ζῶν, τάξαι σε Χριστὸς ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας» καὶ «οἷς ἀριθμοῖς τὸ πλάσμα σου, νήπιον φοιτῆσαν τανῦν πρὸς σέ»….

Αποδίδει λοιπόν ο Παπαδιαμάντης και μιαν άλλη πτυχή του παπα Νικόλα: Την ευαισθησία του απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, που βέβαια χαρακτηρίζει όλους τους Αγίους.

Ο Όσιος παπα Νικόλας Πλανάς αναχώρησε για τις ουράνιες σκηνές το 1932, στις 2 Μαρτίου, την ίδια ημέρα που είχε χειροτονηθεί εις πρεσβύτερον μερικές δεκαετίες πριν.

Στη συνείδηση του λαού ήταν Άγιος

Την ακριβέστερη ίσως περιγραφή του, την οφείλουμε στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τόσο στο άρθρο «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων», όσο και στο διήγημα «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τον παπα Νικόλα Πλανά ως αυτό που πράγματι ήταν: Ο συνειδητοποιημένος Λειτουργός του Υψίστου, ο ποιμένας με την απεριόριστη αγάπη και ευσπλαχνία, ο αφιλοχρήματος ιερέας, ο οποίος με το ήθος και την ταπείνωσή του κατέστη άξιος ιερουργός και του επουρανίου Θυσιαστηρίου, καταξιωθείς στη συνείδηση του λαού ως Άγιος και ως πρότυπο απλού, γνήσιου και αληθούς ιερέως.

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”