Φάρος Ορθόδοξης πνευματικότητας και καταφύγιο ελπίδας

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*

Ενα από τα ιερότερα προσκυνήματα της χριστιανοσύνης είναι αναμφισβήτητα και η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Η απαρχή της ιστορίας του ανάγεται στον πρώτο ήδη αιώνα μ.Χ., όταν ο εξόριστος στο νησί Αγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε το όραμα της Αποκαλύψεως στο Σπήλαιο που βρίσκεται στο μισό περίπου της διαδρομής από το μοναστήρι ως τη Σκάλα της Πάτμου. Το κορύφωμα ήταν κατά τον 12ο αιώνα, όταν ο Οσιος Χριστόδουλος ο Λατρινός, με τη χορηγία και την ενίσχυση του ευσεβούς αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού, ίδρυσε το μοναστήρι, που θεωρείται το πιο σημαντικό του ελληνικού Αρχιπελάγους.

Σήμερα, τόσο το μοναστήρι όσο και το Σπήλαιο έχουν χαρακτηριστεί από την UNESCO παγκόσμια μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς. Το μοναστήρι γιορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου, ημέρα της μεταστάσεως του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου. Η ιστορία του είναι συνδεδεμένη με την ίδια την ιστορία της Ρωμιοσύνης σε κάποιες μάλιστα από τις κρισιμότερες καμπές της. Την ιστορική αυτή διαδρομή θα επιχειρήσει να καταγράψει το άρθρο.

 ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ

Το έτος 95 μ.Χ. αυτοκράτορας στη ρωμαϊκή επικράτεια ήταν ο Δομιτιανός, γιος του Βεσπασιανού και αδελφός του Τίτου, τον οποίο διαδέχτηκε στην εξουσία. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Δομιτιανός, στο λίγο διάστημα που κυβέρνησε, υπήρξε ιδιαίτερα τυραννικός και αντιμετώπισε με δυσμένεια τον χριστιανισμό, που εξαπλωνόταν στην αυτοκρατορία, παρά τις δυσκολίες και τους διωγμούς.

Την περίοδο εκείνη, μεταξύ των άλλων αποφάσεων που έλαβε κατά των χριστιανών, εξόρισε στην Πάτμο τον ήδη αρκετά προχωρημένο τότε στην ηλικία Ηγαπημένο Μαθητή από την Εφεσο, όπου ο Αγιος ζούσε και κήρυσσε το Ευαγγέλιο.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Το νησί τότε, όπως πληροφορούμεθα από τον βίο του Αποστόλου, είχε αρκετό πληθυσμό. Κάποια μέρα, ο Ιερός Ευαγγελιστής, ευρισκόμενος στο σπήλαιο εκείνο που σήμερα ονομάζουμε Σπήλαιο της Αποκαλύψεως, «διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ», όπως γράφει ο ίδιος, έπεσε σε έκσταση και είδε εν οράματι τον Κύριο, ο Οποίος του παρήγγειλε να γράψει σε βιβλίο αυτά που θα του αποκάλυπτε και το βιβλίο αυτό να το αποστείλει στις επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας. Η ημέρα που είδε το όραμα ήταν Κυριακή: ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος  λεγούσης· Ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις, εἰς Ἔφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς Λαοδίκειαν.

 

Στο πρώτο μέρος του προφητικού και δυσερμήνευτου αυτού βιβλίου υπάρχουν συμβουλές, παροτρύνσεις και κάποτε και επιπλήξεις στους επισκόπους των επτά Εκκλησιών, που όμως έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Στο δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος αποκαλύπτονται στον Απόστολο με συμβολικό τρόπο όλα όσα μέλλουν να συμβούν ως τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και τον οριστικό θρίαμβο της Εκκλησίας.

Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας υπήρξαν φειδωλοί στα σχόλιά τους για το βιβλίο της Αποκαλύψεως και, όπως αποδείχθηκε, έπραξαν πολύ συνετά. Διότι ο αινιγματικός τρόπος της αφήγησής του έγινε και γίνεται αντικείμενο παρερμηνειών από αιρετικές ομάδες και σέκτες ή από συνωμοσιολόγους και κινδυνολόγους κάθε εποχής.

 ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Κύλησαν οι αιώνες και η πίστη του Χριστού θριάμβευσε. Ωστόσο, το χριστιανικό πλέον κράτος είχε να αντιμετωπίσει αναρίθμητους εχθρούς που προσπαθούσαν από κάθε γεωγραφικό σημείο του ορίζοντα να το κατακερματίσουν και να το αφανίσουν. Οι αιώνες, ιδίως μετά τη μουσουλμανική προέλαση, ήταν από τους κρισιμότερους στην ιστορία της Ρωμιοσύνης και η πειρατεία και το κούρσος ερήμωναν τα νησιά του Αρχιπελάγους, ιδίως όσα βρίσκονταν πλησιέστερα προς τα χαλιφάτα και τα παράγωγά τους, όπως οι αραβοκρατούμενες μεγαλόνησοι της Κρήτης και της Κύπρου.

*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”